Διατήρηση του κόστους της ενέργειας σε υψηλά επίπεδα, η οποία, όμως, δεν αναμένεται, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, να επηρεάσει σοβαρά την αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας, αλλά ούτε και τις πληρωμές των καταναλωτών προς τους παρόχους, προβλέπουν, σε ενημερωτικό σημείωμά τους για την ενεργειακή κρίση και τον αντίκτυπό της στον ελληνικό προϋπολογισμό, οι αναλυτές της AXIA Ventures.

Όπως σημειώνουν, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και το νέο άλμα που σημείωσαν οι ήδη αυξημένες τιμές της ενέργειας, επικρατεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα σχετικά με την επίπτωση που θα έχουν οι υψηλές τιμές της ενέργειας στην ελληνική οικονομία.

Οι φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΕ αναμένουν πλέον ότι οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές και ασταθείς τουλάχιστον μέχρι το 2023, όπως σημειώνουν.

Το στοίχημα για την Ελλάδα

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το γεγονός αυτό έχει στρέψει το ενδιαφέρον στο κατά πόσον μπορεί η κυβέρνηση να συνεχίσει να στηρίζει τα νοικοκυριά, διαφυλάσσοντας την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και, ταυτόχρονα, να διατηρήσει την απαραίτητη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία αποτελεί και βασική προϋπόθεση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα της αγοράς ενέργειας.

Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές της AXIA υπογραμμίζουν ότι θεωρούν πως η σημαντική άνοδος του κόστους τη ενέργειας θα επιμείνει, αλλά η διάρκεια και η μεταβλητότητα των συνθηκών αυτών θα εξακολουθήσει να είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν.

Παρόλα αυτά, πιστεύουν πως τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση και, επιπλέον, τα μέτρα στήριξης που αναμένεται να ληφθούν σε επίπεδο ΕΕ θα παρέχουν, λογικά, σημαντική προστασία στην υποκείμενη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Σε ό,τι αφορά το θέμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, επισημαίνεται ότι η κυβέρνηση παραμένει πολύ επικεντρωμένη και αποφασισμένη να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους της.

Πολύ νωρίς να εκτιμηθεί η επίπτωση του πολέμου

Η επίπτωση του ρωσοουκρανικού πολέμου στη συνολική επίδοση της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ νωρίς να εκτιμηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές πιστεύουν πως σε σχετική βάση, λόγω των ενδογενών καταλυτών της ελληνικής οικονομίας, το ΑΕΠ της χώρας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ΕΕ.

Οι καταλύτες αυτοί είναι μεταξύ άλλων:

i) οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια·

ii) η δημοσιονομική στήριξη·

iii) η αυξημένη ρευστότητα (κεφάλαια Ταμείου Ανάκαμψης, στήριξη τραπεζικού συστήματος και αυξημένη ρευστότητα επιχειρήσεων.

Όπως είπε προσφάτως ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, κάθε αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 10 ευρώ ανά MWh (με όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους σταθερές) έχει καθαρή επίπτωση 600 εκατ. ευρώ στην ανάπτυξη του ΑΕΠ (~0,3%) σε ετήσια βάση λόγω της επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος (η αντίστοιχη εκτίμηση από την Κομισιόν για το ΑΕΠ της ΕΕ είναι 0,5%).

Μια πρόσθετη επίπτωση μπορεί να υπάρξει σε δημοσιονομικό επίπεδο, από την ανάγκη που δημιουργείται να συνεχιστεί η επιδότηση των λογαριασμών ενέργειας των καταναλωτών.

Στα 3,0-4,5 δισ. ευρώ το κόστος της επιδότησης των λογαριασμών της ενέργειας

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, εφόσον η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει να στηρίζει τους καταναλωτές, όπως έχει πει ο υπουργός Ενέργειας, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, επιδοτώντας τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, το κόστος στο έτος θα διαμορφωθεί σε 3,0-4,5 δισ. ευρώ, ανάλογα με τις τιμές της ενέργειας, προκειμένου να διατηρηθούν τα τρέχοντα επίπεδα επιδοτήσεων.

Οι τρέχουσες επιδοτήσεις έχουν καταφέρει να αμβλύνουν σε σημαντικό βαθμό την επίπτωση της αύξησης του κόστους της ενέργειας στα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών ενέργειας οικιακής χρήσης (HEPI), οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα για τον Ιανουάριο, προσαρμοσμένες στα Πρότυπα Αγοραστικής Δύναμης ήταν 16% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρόλα αυτά, όπως σημειώνεται, οι τιμές παραμένουν περίπου 13% υψηλότερα από τον μέσο όρο της τελευταίας 5ετίας. Σε ό,τι αφορά δε το φυσικό αέριο, οι τιμές τον Ιανουάριο ήταν 13% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (και πάλι με βάση τα Πρότυπα Αγοραστικής Δύναμης), αλλά ~80% πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.

Το πλεόνασμα του λογαριασμού των ΑΠΕ μπορεί να δώσει 3-3,5 δισ. ευρώ…

Σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, η χρηματοδότηση των επιδοτήσεων προήλθε από το πλεόνασμα του λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ).

Το σημαντικό είναι ότι, όπως επισήμανε προσφάτως η Κομισιόν, το υφιστάμενο πλαίσιο έχει υπολογιστεί να είναι δημοσιονομικά ουδέτερο. Στο σημείο αυτό, οι αναλυτές υπενθυμίζουν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της η παραγωγή των αιολικών και φωτοβολταϊκών (~16TWh ή 25% της συνολικής ζήτησης) είναι με συμβόλαια σταθερής τιμής με μέσο κόστος 115 ευρώ/MWh (~2 δισ. ευρώ ετήσιο κόστος) που αποδίδει σημαντικό πλεόνασμα με τις τρέχουσες τιμές spot. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει ετησίως περίπου 20 εκατ. τόνους CO2 και χρησιμοποιεί τα έσοδα (μέχρι πρόσφατα) για να συμπληρώσει τη βάση κόστους των ΑΠΕ.

Τέλος, η Ελλάδα έχει φόρο ΑΠΕ (ρυθμισμένη χρέωση) στους λογαριασμούς του ρεύματος ύψους 17 ευρώ/MWh, που αποφέρει συνολικά άλλα ~650 εκατ. ευρώ.

Τα παραπάνω υπολογίζονται συνολικά σε 3,0-3,5 δισ. ευρώ (ανάλογα με το πώς θα διαμορφωθούν οι τιμές του ρεύματος και του CO2).

…αλλά μπορεί να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα στήριξης

Πaρότι η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων έχει κάνει ακόμη πιο δύσκολο να προβλεφθούν η διάρκεια και η επίπτωση στις τιμές της ενέργειας, οι αναλυτές εκτιμούν πως εάν οι τιμές παραμείνουν υψηλές για παρατεταμένο διάστημα (ετήσια μέση τιμή ρεύματος πάνω από τα 300 ευρώ/MWh έναντι των 220 ευρώ/MWh που ήταν μέχρι σήμερα), η χρηματοδοτική ικανότητα που έχει σήμερα η κυβέρνηση μπορεί να μην είναι σε θέση να αμβλύνει πλήρως την επίπτωση με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Μια τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε πρόσθετη χρηματοδοτική στήριξη μέσω του προϋπολογισμού.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, η πρόσθετη στήριξη που μπορεί να απαιτηθεί για να διατηρηθούν οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς στα τρέχοντα επίπεδα θα μπορούσε να φτάσει το 1 δισ. ευρώ. Αν ληφθεί επίσης υπόψη η επίπτωση των υψηλών τιμών της ενέργειας στο ΑΕΠ, από τον προϋπολογισμό μπορεί να χρειαστεί να βρεθούν 0,5-2,0 δισ. ευρώ (0,3%-1,0% του ΑΕΠ).

Χωρίς σημαντικά προβλήματα μέχρι σήμερα η εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

Μέχρι στιγμής, δεν έχει καταγραφεί σοβαρό πρόβλημα με τις πληρωμές των λογαριασμών της ενέργειας από τους καταναλωτές.

Εφόσον η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να στηρίζει τους καταναλωτές, οι αναλυτές δεν αναμένουν κάποια αλλαγή σε ό,τι αφορά τις πληρωμές, με τους καταναλωτές να πληρώνουν στην ώρα τους τους λογαριασμούς. Σε αυτό συντείνει επίσης και η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών, μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού, της μείωσης της φορολογίας και των σημαντικών καταθέσεων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Οι αναλυτές θεωρούν, ωστόσο, ότι σε κάθε περίπτωση, οι απλήρωτοι λογαριασμοί θα μπορούσαν να είναι μια σημαντική δυνητική απειλή για τη ρευστότητα της αγοράς ενέργειας και, επομένως, είναι κρίσιμο η κυβέρνηση να μπορεί να συνεχίσει να στηρίζει τους καταναλωτές (ακόμη και αυξάνοντας τις επιδοτήσεις).

Σε ό,τι αφορά τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας (σημειώνεται ότι το τελευταίο διάστημα έχουν κλείσει πάνω από 23 πάροχοι στην ΕΕ), το ενδιαφέρον στρέφεται στους μικρότερους ανεξάρτητους προμηθευτές που δεν είναι καθετοποιημένοι και δεν μπορούν να στηρίζονται στον ισολογισμό μιας μητρικής εταιρείας. Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτού του είδους οι πάροχοι αντιστοιχούν σε ~6-7% του συνόλου της ελληνικής αγοράς.

Όπως επισημαίνουν, επίσης, οι αναλυτές, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει μέχρι στιγμής μια πολύ ορθολογική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της κρίσης σε ό,τι αφορά τις εταιρείες ενέργειας.

Εκτιμάται πως θα συνεχίσει να δίδεται έμφαση στην άμεση επιδότηση των λογαριασμών των καταναλωτών και όχι σε μέτρα όπως η θέσπιση ορίων ή η φορολόγηση της αγοράς χονδρικής όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες, ενώ σημειώνεται πως και οι παραγωγοί ενέργειας φρόντισαν να δώσουν εγκαίρως πρόσθετες εκπτώσεις στους καταναλωτές, ενισχύοντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης.

ΔΕΗ

Σημειώνουν επίσης πως η ΔΕΗ από τον Αύγουστο προσφέρει 30% έκπτωση στα τιμολόγια, με το κόστος να υπολογίζεται στα 600 εκατ. για το 2021. Η έκπτωση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι να ομαλοποιηθούν και πάλι οι συνθήκες στην αγορά.

Σημειώνεται δε ότι η έκπτωση αυτή δεν αναμένεται να θέσει σε κίνδυνο τους χρηματοοικονομικούς στόχους της Επιχείρησης, λόγω του καθετοποιημένου μοντέλου της, με τα EBITDA για την περίοδο 2021-22 να είναι εντός των εκτιμήσεων της διοίκησης, δηλαδή της τάξης των 800-900 εκατ. ευρώ.