Διπλά αποκαλυπτήρια σήμερα για την ελληνική οικονομία καθώς μετά τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την ανάπτυξη το 2024, που ανακοινώνονται στις 12 σήμερα το μεσημέρι, έρχεται το βράδυ η «ετυμηγορία» του καναδικού οίκου DBRS που επανεξετάζει την Ελλάδα για το ενδεχόμενο αναβάθμισης.

Κυβερνητικά στελέχη κρατούν σε γενικές γραμμές μικρό καλάθι για τη δυναμική των αναβαθμίσεων στο πρώτο εξάμηνο του έτους, θεωρώντας πιο  “safe bet” οι κινήσεις να συσσωρευθούν στο δεύτερο εξάμηνο και αφού θα έχει κατατεθεί και ο προϋπολογισμός του 2026 που θα πιστοποιήσει τη δέσμευση στη δημοσιονομική πειθαρχία, παρά το ότι το 2026 θα είναι ένα προεκλογικό έτος.  Ωστόσο, μια θετική έκπληξη από οποιονδήποτε από τους ξένους οίκους μέσα στο πρώτο εξάμηνο μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα σταθερότητας για την ελληνική οικονομία, σε μια δύσκολη περίοδο διεθνώς αλλά και στην εγχώρια πολιτική σκηνή.

1

Σε κάθε περίπτωση, με αναβάθμιση ή χωρίς,  η σημερινή έκθεση της DBRS  θα είναι και η πρώτη έκθεση φέτος με τη χώρα σε πολιτική αναταραχή και την κυβέρνηση να περνάει την πρώτη της μεγάλη πολιτική κρίση. Υπό αυτό το πρίσμα θα έχει ενδιαφέρον να αναζητηθούν ενδείξεις στην έκθεση και για το εάν και κατά πόσο η πολιτική αναταραχή στη χώρα «γράφει» τελικά στα κοντέρ των αναβαθμίσεων. Πρέπει να σημειωθεί πως σε πρόσφατη συνέντευξη στο Mononews αναλυτής της S&P, είχε χαμηλώσει το θέμα του πολιτικού ρίσκου, θεωρώντας πως σε εκείνη τη χρονική στιγμή, λίγο πριν τις μεγάλες τελευταίες διαδηλώσεις, δεν υπήρχαν συνθήκες που να αποτρέψουν την κυβέρνηση από το να προχωρήσει στην υλοποίηση των πολιτικών επί των οποίων έχει δεσμευθεί στις αγορές.

Την ίδια στιγμή τα στοιχεία για την ανάπτυξη από την ΕΛΣΤΑΤ που το μεσημέρι της Παρασκευής αναμένεται να πιστοποιήσουν πως η Ελλάδα το 2024 ήταν μια από τις λίγες χώρες της ευρωζώνης που υπεραπέδιδαν με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% εκλαμβάνεται σίγουρα ως  ένα αβαντάζ για τους διεθνείς οίκους και αυτό το επισημαίνουν όλοι στις εκθέσεις τους.

Το μεγάλο στοίχημα βέβαια παραμένει τι θα κατάφερε η χώρα το 2025, ένα έτος με αυξημένες αβεβαιότητες, αν και οι περισσότεροι μεγάλοι οίκοι και φορείς θεωρούν ως πιθανότερη εξέλιξη το ελληνικό ΑΕΠ να τρέξει και φέτος με ρυθμό άνω του 2%.

Κρίσιμα  βέβαια είναι τα ποιοτικά στοιχεία αυτής της ανάπτυξης, κατά πόσο δηλαδή στηρίζεται σε μεγαλύτερο πλεόν βαθμό στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, καθώς ο ουσιαστικός προβληματισμός των ξένων αναλυτών και των αγορών είναι εάν η Ελλάδα μπορέσει να διατηρήσει έναν επαρκή ρυθμό ανάπτυξης την προσεχή δεκαετία, ικανό να τη βοηθήσει να περιορίσει σε μια ζώνη ασφάλειας το δημόσιο χρέος. Κάτω δηλαδή από το 100% του ΑΕΠ που παραμένει ένας ακόμη μακρινός στόχος.

Η DBRS πάντως έσπευσε προ ημερών και λίγο πριν την επίσημη της έκθεση σήμερα, να στείλει το σήμα του πόσο σημαντικός είναι ο παράγοντας ανάπτυξη στις αξιολογήσεις της. Ανάπτυξη όχι για την ανάπτυξη αλλά ανάπτυξη με τη λογική μιας επιτυχημένης μετάβασης της οικονομίας ένα νέο παραγωγικό, εξωστρεφές μοντέλο που θα εξασφαλίσει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης για τη χώρα. Στη σχετική έκθεση αναδείκνυε την ευαισθησία της οικονομίας απέναντι σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον στη δύσκολη τρέχουσα συγκυρία και την ανάγκη δράσης και ορθής αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων πόρων προκειμένου η χώρα να εξασφαλίσει ανάπτυξη με διάρκεια στο χρόνο.

Ενδεικτικό του πόσο γρήγορες και βαθιές είναι οι αλλαγές που συντελούνται σε διεθνές επίπεδο, επηρεάζοντας πολύ και μεγαλύτερες οικονομίες είναι η αναταραχή που καταγράφηκε τις τελευταίες μέρες  στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, εν αναμονή μεν των αποφάσεων της ΕΚΤ αλλά και εν μέσω της θυελλώδους διαπραγμάτευσης για το μέλλον των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη.

Είναι ενδεικτικό πως το γερμανικό δεκαετές κινήθηκε στο 2,9%, μια ανάσα πριν το φράγμα του 3%. Στο 3,7% έχει σκαρφαλώσει το ελληνικό, αντί 3,4% στην Πορτογαλία, 3,5% στην Ισπανία, 3,9% στην Ισπανία και 3,6% στη Γαλλία.

Αν και οι διακυμάνσεις ισχύουν για όλους ενώ το ελληνικό κρατάει αντοχές και δεν είναι σε χειρότερη μοίρα από μεγαλύτερες οικονομίες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, εντούτοις η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μικρότερη αξιολόγηση και το μεγαλύτερο χρέος σε αυτό το «σύμπαν» γεγονός που περιορίζει αισθητά τα περιθώρια της για οποιαδήποτε απόκλιση από τη δημοσιονομική πειθαρχία και για καθυστερήσεις σε αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις.

Να σημειωθεί πως σύμφωνα με το ΔΝΤ η ανάπτυξη εκτιμάται στο 2,3% το 2024 κάτι που εκτιμά και το ΙΟΒΕ καθώς και η ΤτΕ και το ΚΕΠΕ.

Διαβάστε επίσης

Λαγκάρντ: Λιγότερο «περιοριστικές» οι συνθήκες στην Ευρωζώνη – Πότε θα πέσει στο 2% ο πληθωρισμός

Γιάννης Τσακίρης (ΕΤΕπ): 30 δισ. επενδύσεις θα κινητοποιηθούν στη στέγαση τα επόμενα δύο χρόνια

Αλλάζουν όλα στις προσφορές στα σούπερ μάρκετ – Τι θα γίνει με τις εκπτώσεις