Αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό σε συνδυασμό με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και της φορολογίας προτείνει στην εισήγησή της η διοίκηση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών προς την υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δόμνα Μιχαηλίδου, στο πλαίσιο του διαλόγου για τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου.

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ «Μία μεταβολή του κατώτατου μισθού που αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μπορεί να ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται στο 4%.  Ωστόσο, η πλήρης αξιοποίηση των ωφελειών από την όποια μεταβολή είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με προσαρμογές στα υψηλά επίπεδα της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά είναι δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας, επιβαρύνουν τόσο τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εργαζομένων όσο και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων».

1

Ακόμη ο Σύνδεσμος συμπληρωματικά με την νέα αύξηση του κατώτατου μισθού επιμένει σε πέντε ακόμη παρεμβάσεις: 

  1. Μείωση φορολογίας μισθωτής εργασίας. Δεδομένου του ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα το 2022 κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 34,6% (19η υψηλότερη θέση μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ), είναι επιτακτικής ανάγκης πλέον η μείωση της φορολογίας της μισθωτής απασχόλησης, η οποία θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
  2. Εξορθολογισμός του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας (εισφορές). Οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει το μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
  3. Στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών. Είναι απαραίτητη η λήψη στοχευμένων μέτρων για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας και γεωπολιτικών εξελίξεων που επηρεάζουν τις τιμές αγαθών.
  4. Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και αδήλωτης / υποδηλωμένης εργασίας. Είναι επιτακτικής ανάγκης τόσο οι στοχευμένοι έλεγχοι όσο και η πλήρης ψηφιοποίηση και διαλειτουργικότητα όλων των πληροφοριακών συστημάτων και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
  5. Περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η περαιτέρω αύξηση των μισθών και η δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας διευκολύνεται από την ανάπτυξη της οικονομίας, την απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την επιτάχυνση των επενδύσεων και την ταχεία υλοποίηση δράσεων κατάρτισης / επανακατάρτισης.

Τι πρότειναν οι υπόλοιποι κοινωνικοί εταίροι και φορείς

Αυξήσεις από 3,5% έως και 16,4% περιλαμβάνουν οι εισηγήσεις των φορέων και των επιστημονικών ινστιτούτων της χώρας που συμμετέχουν στη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, με τους επιστήμονες να λαμβάνουν υπόψη στα πορίσματά τους, εκτός από τον πληθωρισμό και τον ρυθμό ανάπτυξης, τον πληθωρισμό των τροφίμων που παραμένει σε υψηλά επίπεδα, τη χαμηλή κάλυψη των μισθωτών από κλαδικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις, τη μείωση της ανεργίας, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδα, την προοπτική μείωσης των επιτοκίων αλλά και τις ελλείψεις σε προσωπικό.

Αναλυτικότερα, η ΓΣΕΕ ζητάει στο υπόμνημά της αύξηση 16,4% του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ, από 780 ευρώ που είναι σήμερα. Οι υπόλοιποι εργοδοτικοί φορείς πρότειναν: η ΕΣΕΕ ελαφρώς υψηλότερη αύξηση στο 4,5%, η ΓΣΕΒΕΕ στο 5,5% και ο ΣΕΤΕ στο 5%. Μάλιστα, οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων εστιάζουν την κριτική τους στο νέο καθεστώς φορολόγησης βάσει τεκμηρίων που πλήττει τις επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν υψηλότερη αύξηση των κατώτατου μισθού. Υποστηρίζουν δε ότι οι χαμηλόμισθοι πρέπει να στηριχθούν από την κυβέρνηση με μέτρα κατά της ακρίβειας.

Λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού που να μην απέχει σε μεγάλο βαθμό από το μέσο πληθωρισμό του 2023 (3.5%), καθώς θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις, προτείνει στην έκθεσή του το ΚΕΠΕ.

Όπως σημειώνει ο επιστημονικός φορέας περιγράφοντας την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, λόγω των  υψηλών ιδιωτικών εγχώριων και ξένων άμεσων επενδύσεων, της ανάκαμψης της κατανάλωσης και του τουρισμού, που οδηγούν στην εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ το 2024 άνω του 2% (ΚΕΠΕ, ΤτΕ, ΕΕ) σε συνδυασμό με την πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θέτουν τις βάσεις για μια αύξηση των κατώτατων αμοιβών, κυρίως λόγω διάβρωσής τους από τον υψηλό πληθωρισμό αλλά και λόγω δυσκολίας ανεύρεσης εργαζομένων. Εντούτοις, η όποια αύξηση θα πρέπει να είναι λελογισμένη, καθώς το 2024 προβλέπεται να είναι έτος χαμηλής ανάπτυξης, ενώ το ενδεχόμενο οι αυξημένοι μισθοί να ανατροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό δημιουργώντας ένα σπιράλ μισθών-τιμών δεν πρέπει να υποτιμάται.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η έκθεση του ΙΟΒΕ προτείνει να εξεταστεί αύξηση του ονομαστικού κατώτατου μισθού στην ευρύτερη περιοχή του εκτιμώμενου πληθωρισμού για το 2024. Το ΙΟΒΕ παρουσιάζει εναλλακτικά σενάρια τα οποία περιλαμβάνουν συνδυασμούς αύξησης κατώτατου μισθού και μείωσης εισφορών εργαζομένου οι οποίοι μπορούν να αποδώσουν έως και 6% αύξηση στις καθαρές αποδοχές των χαμηλόμισθων.

Με τη σειρά της η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει στην έκθεσή της ότι υπάρχει περιθώριο για μια συνετή αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων μέχρι 4% από την 1η Απριλίου 2024, σημειώνοντας ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού φαίνεται να επηρεάζει και τους μισθούς όσων δεν αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, καθώς η αύξησή του δημιουργεί πιέσεις για μισθολογικές αυξήσεις και για τους υπόλοιπους μισθωτούς.

Διαβάστε επίσης

Μιχαηλίδου: Στο ακέραιο η σύνταξη των εργαζόμενων συνταξιούχων – Άνοιξε η πλατφόρμα για τις δηλώσεις

Εργαζόμενοι συνταξιούχοι: Τι θα δηλώνουν και τι θα πληρώνουν, πότε θα υποβάλλουν ΑΠΔ οι επιχειρήσεις – 10 απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα

Κατώτατος μισθός: Σε πλήρη εξέλιξη οι διαβουλεύσεις για τη διαμόρφωση του – Τι προτείνει η ΓΣΕΕ