ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τις πιο γλυκές μέρες του περασμένου φθινοπώρου, η γνώριμη φιγούρα της μεγάλης πια σε ηλικία, αλλά πάντα αρχοντικής σε εμφάνιση, γυναίκας, αναζητούσε την θαλπωρή της λιακάδας, στο πολυσύχναστο, αλλά διακριτικό, στέκι της στην πλατεία Κολωνακίου. Όλο πιο αραιά την έβλεπαν οι εργαζόμενοι και οι μόνιμοι σε συνήθειες θαμώνες στην αγαπημένη της γωνιά… Χαμένη σε σκέψεις, άφηνε κάποτε το μισοσκόταδο να κρύψει τον χρόνο και να αναδείξει εκείνα τα υπέροχα χαρακτηριστικά, σαν ιωνικό άγαλμα, που την είχαν αναδείξει σε μία από τις πιο φημισμένες καλλονές των Αθηνών.
Η Μίκα Σαρίδη! Η τελευταία αρχόντισσα, ίσως, μίας πόλης που ελάχιστα θυμίζει πια την αίγλη περασμένων της μεγαλείων, που ασφυκτιά πια από κίνηση, ρύπους, γκρι θαμπό, σκουπίδια, κακογερασμένα κτήρια, φασαρία, δακρυγόνα, άσχημες οσμές, κόρνες.
Κάτι σκέφτεται η γυναίκα, με τα φωτεινά κάστανα μάτια, την ελληνική ευθεία μύτη, σαν μαρμάρινης κόρης των Αχαιών, και τη ξακουστή συμμετρία προσώπου, που αναδείκνυε πάντα με τον κότσο της πιασμένο στο χαμηλά, στην άκρη του αυχένα.
Μπορεί να ζύγιζε την κούραση των χρονών και την απόφαση μετά τη μεγάλη και ηχηρή χρεοκοπία του γεμάτου φήμη και αίγλη εργοστασίου επίπλων της, να καταφύγει σε, ας το πούμε, ησυχαστήριο, για να μη το πούμε καλό οίκο ευγηρίας, στα βόρεια προάστια.
Μπορεί πάλι να σκεφτόταν όλα όσα πέρασε και να ανακαλούσε στη μνήμη της τον θόρυβο από γέλια και τους κρυστάλλινους κρότους των ποτηριών της σαμπάνιας ή τη λάμψη από τους πολυέλαιους και τα κεριά στα ολόφωτα σαλόνια της ή τους ψιθύρους από μυστικά των γαλαζοαίματων κυρίων του «καλού κόσμου» που έκανε παρέα.
Μπορεί πάλι να αναπολούσε τα θροΐσματα από τα φίνα υφάσματα των σαν σύννεφο μοντέλων που δημιουργούνταν μόνο για το σώμα της, την αγκαλιά της μάνας της, τα φιλιά του πατέρα της, το πρώτο χορό με τον άνδρα της, τις γέννες των παιδιών της, τα σχήματα, τα χρώματα, τους όγκους των ραφινάτων επίπλων που ταξίδεψαν τον ήχο του επωνύμου της σε όλο τον κόσμο, σε ανάκτορα, πρεσβείες, προεδρικά μέγαρα και επαύλεις.
Μπορεί, πάλι, να μη σκεφτόταν τίποτα. Να απολάμβανε απλά τις κινήσεις μια καθημερινότητας πολλών δεκαετιών. Που ξεκίνησαν κάποτε από τη Μυτιλήνη…
Η Μίκα που ερωτεύτηκε πολύ
Πίσω στον χρόνο, στα νοτιοανατολικά της Λέσβου, στην πόλη της Μυτιλήνης. Εκεί οι μικρασιάτες γονείς, μετά τον χαλασμό της μεγάλης καταστροφής, βρήκαν τόπο να ξαναστήσουν τη ζωή τους από την αρχή.
Η Μίκα μεγαλώνει σε εκείνη την περιοχή της πόλης όπου τα νεοκλασικά κτήρια συναντούν τις μπαρόκ, τις νεογοτθικές, τις μπελ επόκ, τις αναγεννησιακού τύπου κατοικίες, για να δώσουν μια μαγικά και παράδοξα όμορφη μοναδικότητα στο νησί.
Τελείωσε το Παρθεναγωγείο Μυτιλήνης για να σπουδάσει μετά στην Αθήνα, στη Σχολή Νηπιαγωγών.
Ήταν τόσο όμορφη με αυτό το θερμό, όλο αρμονία ελληνικό τύπο που, όπου βρισκόταν, γινόταν το επίκεντρο του θαυμασμού.
Καλομεγαλωμένη και καλλιεργημένη, πάντα στις κοινωνικές συναθροίσεις ήταν αυτή που εντυπωσίαζε.
Με εξαιρετικό γούστο, το ντύσιμο της ήταν πάντα φίνο, με μια ιδέα μοναδικότητας σε έθνικ υπογραμμίσεις, πολύ μπροστά από την εποχή της.
Πρώτος γάμος, όταν ήταν πολύ νέα, και δυο παιδιά, ο Ζώης και η Νάνσυ Σπηλιώτη.
Χωρισμός και ένας μεγάλος, κεραυνοβόλος, θρυλικός έρωτας.
Διαφορά ηλικίας. Συντηρητικές αντιλήψεις για μια κοινωνία που δεν συγχωρούσε την επαναστατικότητα μιας νέας γυναίκας με παιδιά να διεκδικεί την ευτυχία.
Ο πολύ πλούσιος, δημιουργικός και μέσα σε κύκλους δια ολίγους, όπως στο παλάτι και στις επαύλεις των πλουσιότερων της Ευρώπης, ο Ελευθέριος (Λευτέρης) Σαρίδης, θα δει την νέα γυναίκα κάποιο βράδυ να περπατά και να μιλά σε κάποια εκδήλωση. Θα την ερωτευτεί με την πρώτη μάτια. Της κάνει πρόταση γάμου, βάζοντας στο δάχτυλο της ένα διαμάντι 20 καρατίων, από τα πιο σπάνια, για την πιο ωραία γυναίκα που είδε ποτέ του. Στον γάμο τους, το 1981 εκείνη, θα παραδώσει μαθήματα στιλ για το πώς η κομψότητα είναι θέμα ποίησης και δημιουργικότητας.
Θα είναι ευτυχισμένοι. Εκείνη πολύ νέα και πολύ ερωτευμένη αφήνεται στην όλο φωτεινά χρώματα ζωή που εκείνος της εξασφαλίζει αβίαστα, σα να ‘χει πάντα λιακάδα.
Δεξιώσεις και κοσμικές εκδηλώσεις που γίνονται θέμα συζήτησης και δημοσιότητας στο Ecali Club, στο Προεδρικό Μέγαρο, στις σάλες των ραφινάτων ξενοδοχείων, μεγάλα πάρτι στο σπίτι, στο ανακτορικό τους διαμέρισμα στη Νεοφύτου Δούκα στο Κολωνάκι, ή στο εξοχικό τους στον Κάλαμο ή στην μόνιμη καμπάνα που διατηρήσουν στον Αρίωνα, στον Αστέρα Βουλιαγμένης.
Βραδιές με οικοδέσποινα τη Μίκα Σαρίδη που είναι φημισμένες.
Τραπέζια με σπάνια εδέσματα και εκλεκτά μενού, με τέχνη και φαντασία στα θέματα που διακοσμούσαν το σερβίρισμα ώστε η απόλαυση της γεύσης να συναντά την τέρψη της θέασης. Πολυτέλεια που δεν κραύγαζε, αλλά υπογράμμιζε, με τη λιτότητά της, την κλασσική της υπεροχή.
Οι εφημερίδες αφιερώνουν σελίδες στα καλέσματά της.
Οι ισχυροί της γης, επιχειρηματίες και γαλαζοαίματοι απολαμβάνουν την ευγενή πολυτέλεια των κατοικιών τους, την αριστοκρατική συντροφιά των Σαρίδη και την εξαίσια φιλοξενία ως οικοδέσποινα της Μίκας.
Αλλά και η πιο φωτεινή γλυκιά ζωή έχει τις σκοτεινές της…
Η παγκόσμια κυριαρχία των επίπλων του Ελευθέριου Σαρίδη
Τον 19ο αιώνα, υπήρχε ένας ονομαστός και φημισμένος επιπλοποιός, ο Ψάλτης, από την Κωνσταντινούπολη, με τέσσερα, ήδη, δικά του εργοστάσια στην Πόλη, που ό,τι έφτιαχνε ήταν έργο τέχνης με κλεισμένα μέσα κομμάτια από την ψυχή του, εκεί στην Καλλιθέα, πίσω από την Πάντειο, που είχε το εργοστάσιο του, από τα 1867.
Το 1924 ένας νέος, όλο όρεξη και οράματα σχεδιαστής επίπλων, ο Ελευθέριος Σαρίδης αγοράζει το εργοστάσιο.
Ακολουθεί μια επανάσταση στα δεδομένα της επίπλου τόσο στη χώρα όσο και στο εξωτερικό. Το Μαξίμου έχει έπιπλα σχεδιασμένα από τον οίκο Σαρίδη σε συνεργασία με τον αμερικανικό Baker, που προέρχονται από την ιστορική συλλογή «Κλισμός» που σχεδίασε ο επιπλοποιός Λευτέρης Σαρίδης σε συνεργασία με τον, Βρετανό στην καταγωγή, Νεοϋορκέζο σχεδιαστή T H Robsjohn Gibbings, η οποία δημιουργήθηκε το1960, με βάση αρχαιοελληνικά μοτίβα, από αρχαιολογικές ανασκαφές, αγγεία, ζωγραφικές παραστάσεις.
Η Συλλογή «Κλισμός» γίνεται διεθνώς ανάρπαστη και συνώνυμο του καλού γούστου και της τέχνης στο έπιπλο, ενώ την προτιμούν αμέσως οι Ωνάσης και Νιάρχος, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν.
Ο Ωνάσης μαζί με την Τζάκι θα φιλοξενηθούν στον Κάλαμο, στην τεράστια και θεαματικά υψηλής αισθητικής έπαυλη του Λευτέρη Σαρίδη, για να διαλέξουν όλα τα έπιπλα του Σκορπιού, από τα πλέον ογκώδη μέχρι τα πιο μικρά και απλά λειτουργικά.
Η εταιρεία Σαρίδη δημιούργησε τις συγκλονιστικές boiserie, δηλαδή τις καλλιτεχνικές επενδύσεις με φίνο ξύλο των εσωτερικών επιφανειών και τα έπιπλα υψηλής αισθητικής για τις Πρεσβείες των ΗΠΑ σε Αθήνα, Παρίσι, Ισραήλ, Ρουμανία, Βουδαπέστη, Τεχεράνη!
Έκανε το ίδιο για τις Πρεσβείες της Γαλλίας, του Ιράν στην Αθήνα, καθώς και για την Τράπεζας American Express.
Οι εκλεκτοί της γης εμπιστεύονται μόνο τον Οίκο Σαρίδη, όπως ο βασιλικός Οίκος των Μερόντ, όπου ο πρίγκιπας Βέρνερ στην Αθήνα και στο εργοστάσιο Σαρίδη, τον Νοέμβριο του 1953, διάλεγε έπιπλα για τους γάμους του και ενθουσιαζόταν, όπως σημείωνε στο βιβλίο επισκεπτών της εταιρείας.
Η «Van Cleef & Arpels» το 1961 αφήνουν πάνω στο Λευτέρη Σαρίδη το σχεδιασμό και την επίπλωση του παρισινού πολυτελούς οίκου μόδας και αρωμάτων τους.
Είναι τόση η φήμη του, που το 1961 ο βιομήχανος Ελευθέριος Σαρίδης φωτογραφίζεται σε ελληνικό έπιπλο του, με φόντο την Ακρόπολη των Αθηνών για το περιοδικό «Holiday», όπου στην λεζάντα σημειώνεται «μια πινελιά λιακάδας στο δωμάτιο» από την δημοσιογράφο Vivian Brown, για λογαριασμό της Herald Tribune που κάνει αφιέρωμα στον Έλληνα βιομήχανο!
Μετά από τόσο βαθύπλουτους, γαλαζοαίματους, κυβερνήσεις, πρεσβείες, προεδρικά και πρωθυπουργικά μέγαρα, είναι και η σειρά μιας τεράστιας σταρ, της Μαντόνα, το 2000, να καλέσει τον Οίκο Σαρίδη να σχεδιάσει, εξολοκλήρου, το εκθαμβωτικό penthouse της στο Μανχάταν.
«Δεν υπήρχε σπίτι των μεγάλων οικογενειών της Ελλάδας, όπως οι Γουλανδρή ή οι Νιάρχου, που, όπως τα ανάκτορα, να μην είχαν έπιπλα Σαρίδη και φωτιστικά Μαίρη Γκούμα» μας πληροφορεί σπουδαίος bon vivant των Αθηνών, περιβόητος για την υψηλή αισθητική του στα έπιπλα και στα πολυτελή αντικείμενα, που προτιμά να παραμείνει ανώνυμος, για να συνεχίζει πως «από το σχεδιασμό, την κατασκευή, το λούστρο ξεχώριζε κάθε δουλειά του Σαρίδη».
Ήταν, λοιπόν, όλα τόσα λαμπερά και θριαμβικά πάντα;
Μια ιστορία της Κατοχής και μια κατηγορία συνεργασίας
Η ιστορία του ίδιου του Λευτέρη Σαρίδη είναι παράλληλη, φυσικά, με εκείνη της Ελλάδας. Πώς θα γινόταν αλλιώς;
Μέσα από καταστροφές, πολέμους με εχθρούς, εμφυλίους, ο αφοσιωμένος και με όραμα εργοστασιάρχης κατορθώνει να επιβιώσει.
Πάντα, όμως, ακόμα και για τους Αγίους, υπάρχουν φήμες για σκοτεινές πλευρές τους.
Έτσι, για τις άγριες μέρες της Κατοχής της χώρας από τους ναζί, ο Μανώλη Σκαρσούλης γράφει, στις 26 Ιουλίου του 2013, στο «Ρέθμενος», υπό τον τίτλο «Οι μεγάλοι οικονομικοί δωσίλογοι, πως «ο κατακτητής ανέθετε σε κάποιους εκλεκτούς του τις προμήθειες ειδών που χρειαζόταν και τις κατασκευές οχυρωματικών και άλλων έργων που θεωρούσε απαραίτητες.
Όταν μιλάμε για προμήθειες ειδών, εννοούμε όλο το φάσμα παραγωγής, διότι ο κατακτητής (επικαλούμενος μάλιστα και το διεθνές δίκαιο) έπρεπε να τραφεί και να ξενισθεί στον κατακτημένο τόπο. Η επιμελητεία των Αρχών Κατοχής θεωρούσε τα τιμολόγια των προμηθευτών (κατά κανόνα υπερτιμολογημένα) και τα υπέγραφε, ώστε να τα προσκομίζει προς εξόφληση στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Έτσι συνέβαινε ο πληθωρισμός να διογκούντα και το χρήμα να χάνει ακόμη περισσότερο την αξία του.
Είναι γνωστή η περίπτωση μεγαλοβιομήχανου επίπλων, ο οποίος επέτυχε να διαφθείρει τους συνήθως άτεγκτους σε τέτοια θέματα Γερανούς αξιωματικούς της επιμελητείας και μοιραζόμενος μαζί τους τα δυσθεώρητα κέρδη που τόσο ακόπως αποκόμιζε προμήθευε με έπιπλα για την καθημερινή τους διαβίωση τους Γερμανούς. Π.χ. ερχόταν με μετάθεση στην Ελλάδα ένας αξιωματικός και, με μέριμνα της επιμελητείας επιτασσόταν το δωμάτιο ενός καλούς αστικού σπιτιού και του ο παραχωρούσαν για να κατοικεί.
Οι «μιλημένοι» της επιμελητείας πήγαιναν πριν για να το επιθεωρήσουν και διαπίστωσαν ότι χρειαζόταν καινούργιο κρεβάτι, καινούργιο σαλόνι, καινούργιο γραφείο κ.ο.κ. Στη συνέχεια απευθύνονταν στον ελληνικό επιπλοβιομήχανο και έκαναν τη παραγγελία τους για άμεση εκτέλεση. Ακολουθούσε η προσκόμιση του τιμολογίου, το οποίο το προωθούσαν στην Τράπεζα της Ελλάδος για είσπραξη και χωρίς καθυστέρηση εκείνη εξοφλούσε τον λογαριασμό του προμηθευτή.
Αλλά τα έπιπλα της κατάστασης δεν παραδίδονταν παρά μόνο στα χαρτιά, αφού άλλωστε τα έπιπλα της ελληνικής οικογένειας που είχε διαταχθεί να παραχωρήσει το επιταγμένο δωμάτιο ήταν σε καλή κατάσταση. Αυτό γινόταν συστηματικά και έτσι συνέρρεε στα ταμεία του Έλληνα προμηθευτή, πλούτος και πάλι πλούτος.
Αλλά πλούτος αθέμιτος, ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί «συνεταίροι» έπαιρναν τη μίζα τους και όλα κυλούσαν ομαλά, με μόνιμο χαμένο τη Τράπεζα της Ελλάδος και όλο και πλήρωνε.
Μέχρι που κάποια στιγμή η ειδική υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» της γερμανικής επιμελητείας εντόπισε την απάτη. Τόσο οι Γερμανοί όσο κι ο Έλληνας «συνεταίρος» τους συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές ήταν εξοντωτικές, συνήθως θανατικές, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς που ήταν αναμεμιγμένοι. Ειδικά μάλιστα τότε, την εποχή του πολέμου, η Χιτλερική Γερμανία είχε εκδώσει έναν ιδιώνυμο νόμο «περί προσβολής της εθνικής τιμής» στο εξωτερικό, δηλ. στις κατεχόμενες χώρες.
Όποιος Γερμανός αξιωματικός ή οπλίτης υπέπιπτε σε αδικήματα που διέσυραν τη χώρα του (π.χ. βιασμοί, κλοπές, διαφθορά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις κ.λπ) υφίστατο αυστηρότατες κυρώσεις. Ο Έλληνας επιπλοβιομήχανος (πρόκειται περί του Ελ. Σαρίδη) επέζησε.
Ύστερα από κάποιων μηνών αγωνία για τη ζωή του, κατάδικος ων πλέον, επέτυχε να μετατραπεί η ποινή του. Για να το κατορθώσει αυτό, πλήρωσε ένα μυθώδες ποσόν σ’ έναν άλλον Έλληνα.
Σ’ έναν γερμανομαθή νεαρό τότε Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος ως «ξ απορρήτων» του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είχε καλλιεργήσει ισχυρές φιλίες με τους εδώ Γερμανούς διπλωμάτες και στρατηγούς. Έχοντας τις κατάλληλες συστάσεις στην τσέπη του, ταξίδεψε στο Βερολίνο και κατόρθωσε να γλιτώσει τον πελάτη του.
Όχι όμως και τους Γερμανούς, «συνεταίρους» του τελευταίου.
Ο Έλληνας προμηθευτής θα είχε μεταπολεμικά να διηγείται τις διώξεις που υπέστη από τους Γερμανούς, χωρίς βέβαια να αναφέρει στους αγνοούντες από τους συνομιλητές του περί τίνος επρόκειτο, ενώ ο νεαρός εκείνος δικηγόρος (ο Ιωάννης Γεωργάκης, αργότερα ως απορρήτων του μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση) επρόκειτο μετά από χρόνια να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Έχοντας γλυτώσει ο Σαρίδης την εκτέλεση την κατοχή, ακολούθως ανέπτυξε μεγάλη δράση κι έγινε το πρώτο όνομα στο ποιοτικό έπιπλο…».
Και τα έπιπλά του, εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα ή το ανακτορικό στιλ διάφορων εποχών της Ευρώπης, το άξιζαν!
Η κυρία Σαρίδη που έγινε «η κυρία»
Η Μίκα Σαρίδη μπαίνει, πάντως, στο εργοστάσιο, στο πλευρό της συζύγου της, το 1982, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας.
Μαγεύτηκε από τη διαδικασία της δημιουργίας και ρίχτηκε με πάθος στην δουλειά, χωρίς να κουράζεται ποτέ, με παρουσία παντού, από τα σχεδιαστήρια και τα εργαστήρια ως τη διοίκηση.
Ως αντιπρόεδρος, πάντα αχώριστη με τον άνδρα της, πήρε τον πρώτο της μισθό! Μέχρι τότε, είχε υποχρεώσεις και οικογένεια που δεν της επέτρεπαν την εργασία, αλλά και οι συνήθειες της κοινωνικής της τάξης δεν αφήναν πολλά περιθώρια για καριέρα στις γυναίκες.
Ο Σαρίδης, όμως, είδε σε αυτήν μια δαιμόνια επιχειρηματικότητα, τελειομανία, δημιουργικότητα και της εμπιστεύτηκε ταχύρρυθμα όλα όσα έπρεπε να γνωρίζει.
Ο πρώτος της μισθός ήταν για εκείνη χαρά, δύναμη, ανεξαρτησία. Και άρχισε να εργάζεται όσο της επέτρεπαν οι δυνάμεις της, στα όρια της κατάρρευσης, όχι μόνο γιατί της άρεσε, αλλά και από φιλότιμο, για να δικαιώσει την εμπιστοσύνη του της και να μη θεωρηθεί πως της χαρίζεται η αμοιβή της.
Όταν ο Λευτέρης πεθαίνει, η Μικα Σαρίδη κλονίζεται συναισθηματικά τόσο που πρέπει να βρει δύναμη να συνεχίσει. Είναι πια εκείνη η πρόεδρος της εταιρείας.
«Ένιωσα φρικτά όταν βρέθηκα μόνη στην καρέκλα της προέδρου», έχει εκμυστηρευθεί σε συνέντευξή της: «Ως τότε το αφεντικό ήταν ο «κακός» και εγώ η «καλή». Όταν ανέλαβα έπρεπε να παίξω όλους τους ρόλους εγώ.
Νομίζω ότι κατάφερα να κερδίσω τους εργαζομένους γιατί δεν έγινα ποτέ το αφεντικό, αλλά η φίλη. Τους έδωσα να καταλάβουν ότι ήμουν ένας δικός τους άνθρωπος. Ο σύζυγός μου διοικούσε με τον παραδοσιακό τρόπο και το γραφείο του ήταν απλησίαστο.
Επί των ημερών μου άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες. Οι εργαζόμενοι ήξεραν πολλά πράγματα που εγώ δεν ήξερα. Δούλευαν χρόνια εδώ, είχαν τα μυστικά της τέχνης τους. Θέλησα λοιπόν να μάθω απ’ αυτούς και πήγα κοντά τους. Ρούφαγα σαν σφουγγάρι και φαίνεται ότι υπήρξα καλή μαθήτρια».
Όλη η ζωή εκείνης της μέχρι τότε ανάλαφρης, φωτεινής κοσμικής γυναίκας, με τα υπέροχα φουστάνια και τις φημισμένες δεξιώσεις, έγινε το εργοστάσιο, οι άνθρωποί του, οι στιγμές τους, οι οικογένειες τους, οι χάρες και οι λύπες του.
Τώρα πια ήταν η «κυρία Μίκα» ή η «κυρία» σκέτο και όχι η «κυρία Σαρίδη»!
«Έπρεπε να αγωνιστούμε όλοι μαζί για να συντηρήσουμε αυτό που έστησε το αφεντικό: τη φήμη, την ποιότητα, την καλλιτεχνική δημιουργία», θα πει εκείνη.
Και ο καιρός περνάει. Η φίρμα «Σαρίδη» είναι ανεκτίμητη και σημείο αναφοράς για το πολύτιμο.
«Τα εισαγόμενα έπιπλα, οι δυο μεγάλες φίρμες την εποχή του lifestyle στην χώρα, που καθιέρωσαν έπιπλα όχι τέχνης αλλά ογκώδους χτυπητού εντυπωσιασμού, χτυπάνε το ελληνικό έπιπλο, το χειροποίητο, που κατασκευάζονται με τον παραδοσιακό τρόπο και πρώτοι το αισθάνονται στου Σαρίδη, ως κορυφαίοι μιας κλάσης που μοιάζει ανεπανάληπτη», μας λέει ο επιθυμητά ανώνυμος ξεναγός μας στον κόσμο του επίπλου.
Στο εργοστάσιο του Σαρίδη υπάρχει ακόμη μία μηχανή που κόβει, μία πρέσα, ένα τριβείο για τις μεγάλες επιφάνειες και οι μικρές επιφάνειες τρίβονται με γυαλόχαρτο και όλα στο χέρι, με αφοσίωση, σιωπή, ώρες αφιέρωσης, μεράκι.
«Η δουλειά που κάνουμε εδώ μόνο από… φυλακισμένους θα μπορούσε να γίνει, που έχουν αμέτρητο χρόνο και διάθεση να χαϊδεύουν αυτό που κάνουν. Ήταν το πείσμα μου και η αγάπη μου στον Σαρίδη, που έδωσε τη ζωή του γι’ αυτό το όνομα, που με οδηγούσαν στο να διαφυλάξω ό,τι εκείνος υπερασπίστηκε», έλεγε η Μίκα Σαρίδη.
Και ακόμη «το κόστος ενός επίπλου που γίνεται στο χέρι είναι πια πολύ μεγάλο. Αν επωλείτο ανάλογα με το κόστος του, θα ήταν απλησίαστο.
Είμαστε μια καλλιτεχνική και ρομαντική επιχείρηση που εργάζεται με λίγα κέρδη. Είμαστε από τους λίγους, σε διεθνές επίπεδο, που διατηρούμε την παράδοση. Δεν κλείνουμε τα μάτια στην ομορφιά και ας ξέρουμε ότι στην αντίθετη περίπτωση θα είχαμε πολύ μεγαλύτερα κέρδη».
Το τέλος και η θλίψη
Οι εισαγωγές επίπλου, το φιγουράτο επώνυμο έπιπλο με τη μαζική κατασκευή και φυσικά το φτηνό επίπλου, αλλά και οι αντιγραφές των κομματιών του Σαρίδη, κατακλύζουν την αγορά.
Η Μίκα Σαρίδη πικραίνεται και λέει πως άνθρωποι απόλυτης εμπιστοσύνης της, στην εταιρεία, έπαιρναν από έπιπλα μέχρι σχέδια, τα οποία αντέγραφαν και οι νεόπλουτοι τα προτιμούσαν γιατί δεν καταλάβαιναν και ήταν πιο φτηνά.
Με μεγάλη θλίψη, η σπουδαία κυρία των επίπλων κάνει λόγο για εκείνους που δόλια πήραν σχέδια για να τα αντιγράψουν και, μοιραία, να ευτελίσουν και να δυσφημίσουν τη μοναδική ποιότητα των χειροποίητων έργων τέχνης Σαρίδης.
Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, το υπέροχο, διατηρητέο κτήριο των επιχειρήσεων Σαρίδη, των 10.000 τετραγωνικών, με την αισθητική του Μεσοπολέμου, περνάει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση και στην κατοχή της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου.
Ενώ το διεκδικούσε και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, τελικά, το απέκτησε το Υπουργείο Τύπου.
Οι αποθήκες της Σαρίδης μεταφέρονται στην Καλλιθέα, το εργοστάσιο στο Περιστέρι και η έκθεση στη Νέα Ερυθραία.
Το κτήριο που στεγάζει το showroom ανακαινίζεται ολοκληρωτικά με τεράστιο κόστος και έχει μηνιαίο ενοίκιο 30.000 ευρώ!
Η εταιρεία παύει να λειτουργεί σε έναν ενιαίο χώρο με ολέθριες συνέπειες.
Η Μίκα Σαρίδη αναγκάζεται να μισθώσει ακίνητα σε διάφορους φορείς, όπως η ΕΡΤ, που εγκαταλείπει το κτήριο, χωρίς να πληρώσει μισθώματα που φτάνουν το 1.000.000 ευρώ, όπως εκμυστηρευόταν.
«Μεγάλος τραπεζίτης, πολύ σημαντικός», μας λέει ο αγαπητός μας «πληροφοριοδότης» με τη μεγάλη συμπάθεια και εκτίμηση στο έργο της Σαρίδης αλλά και της κυρίας Μίκας ειδικά, «πήρε έργα τεράστιας αξίας, ανυπολόγιστης, χωρίς να πληρώσει ούτε ένα κομμάτι και χωρίς υπολογίσει αυτή την αξία σε χρέη».
Πρόσφατα βγήκε σε πλειστηριασμό και το σπίτι της Μίκας Σαρίδη, στη Νεοφύτου Δούκα, εκείνο που είχε ζήσει μέρες χαράς και νύχτες θεσπέσιες, το παλάτι της, το καταφύγιό της, το άντρο της, το μέρος όπου κατοικούσε η μνήμη της ευτυχίας με τον σύζυγο της. Η ζωή της όλη. Δεν μπόρεσε να το σώσει…
Κι αυτή η άνοιξη, τα ζεστά της απογεύματα, οι μυρωδιές των νέων λουλουδιών, τα χρώματα των αθηναϊκού δειλινού δεν ανταμώνουν την «κυρία» σε εκείνο το συνηθισμένο της πολυσύχναστο, αλλά διακριτικό, στέκι της στην πλατεία Κολωνακίου. Όχι πια. Πλήρωσε τον λογαριασμό της και, όλο αξιοπρέπεια και αρχοντικό βάδισμα, πήρε τον δρόμο για εκείνο το ησυχαστήριο λοιπόν στα βόρεια προάστια.
Ας σκεπαστούν τα έργα τέχνης της ζωής της όλης με λευκά λινά για να μη πιάσουν σκόνη. Ας φυλαχτούν τα φινιρίσματα, οι γυαλάδες, το λούστρο, το ανθρώπινο άγγιγμα στο ξύλο που αποκτούσε σχήματα για τον καιρό. Και ας συνεχίσουν να ανασαίνουν κρυφά, υπό τις ευλογίες του δικού τους θεού, εκείνου των ξύλινων θεσπέσιων θαυμάτων…