ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στα εκατό χρόνια από την θλιβερή χρονολογία της καταστροφής και του διωγμού, ως επιμελήτρια της έκθεσης, συνεπικουρούμενη και από άλλους επιστήμονες η Εβίτα Αράπογλου δημιούργησε την πληρέστερη ως σήμερα εικόνα ενός κόσμου που χάθηκε μέσα στις πολεμικές ιαχές και την αναπότρεπτη ήττα.
Με την επέκταση μάλιστα της έκθεσης στο «πριν» και το «μετά» αναδείχθηκε στο ακέραιο το νήμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού και της ιστορίας του, από την εποχή της ειρήνης και της ακμής ως και την ενσωμάτωση αυτού του πληθυσμού στην Ελλάδα.
Έχοντας και η ίδια προσωπική σχέση με τη Μικρά Ασία «μέσω της γιαγιάς μου που ήρθε το 1922 με τον παππού μου, που δεν γνώρισα ποτέ», η ιστορικός θεωρεί ως πιο σημαντικό στοιχείο της παρουσίασης, τη συγκίνηση που προκαλεί και σε ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με την Μικρά Ασία. «Ο στόχος της είναι, να δώσει ερεθίσματα στους νέους, ώστε και να μάθουν περισσότερα για όλη αυτή την κληρονομιά», όπως λέει.
Με ειδίκευση στην ιστορία της ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα της ελληνικής τέχνης του 19ου και 20ού αιώνα η Εβίτα Αράπογλου, επιμελήτρια της Ελληνικής Συλλογής του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντης, ήταν υπεύθυνη και για την πρώτη παρουσίασή της στο Λονδίνο.
Γνώρισε και δούλεψε με όλους τους μεγάλους Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα ενώ ήταν ακόμη φοιτήτρια, τον Τσαρούχη, τον Τέτση, τον Μόραλη αλλά και τον απόμακρο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, που ωστόσο, την εμπιστεύθηκε για την επιμέλεια της έκθεσης έργων τους στη Royal Academy of Arts του Λονδίνου και στη συνέχεια στην Ελλάδα.
Μια συνεργασία πολύτιμη για την ίδια, προϊόν της οποίας ήταν η έκθεση και το βιβλίο «Γκίκας-Σχέδια» και αργότερα η έκδοση «Κριεζώτου αρ.3». Μια αφήγηση της ζωής του σπουδαίου ζωγράφου, παράλληλα με τις αλλαγές του μεσοπολεμικού κτιρίου, που υπήρξε κατοικία και εργαστήρι του για πάνω από σαράντα χρόνια και σήμερα πλέον λειτουργεί ως Πινακοθήκη Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη.