Γεννημένος στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1963, αφού έδωσε νέα πνοή στον οίκο Louis Vuitton με τα καινοτόμα σχέδιά του και τα logo του, ο Marc Jacobs επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη του δικού του ομώνυμου brand. Μετά την αποχώρησή του δημιουργού της από τον οίκο Louis Vuitton, η Marc Jacobs κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό, αυτόνομο brand, αφήνοντας το δικό της στίγμα στον χώρο της μόδας με επιτυχημένες συλλογές ρούχων, σειρές αρωμάτων, καλλυντικών, βιβλίων και γραφικής ύλης, μέσα σε δέκα μόλις χρόνια από την ίδρυσή της.

Με μία πληθώρα τίτλων να αναγνωρίζουν τη σημαντική δουλειά του, ο Marc Jacobs έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με μια σειρά CFDA βραβείων, μία πλακέτα στο Fashion Walk of Fame στο Garment District της Νέα Υόρκης, καθώς και με τον τίτλο του Chevalier des Arts et des Lettres* για τη συνεισφορά του στη μόδα στο Παρίσι.

Το 2013, o Jacobs και ο συνεργάτης του Robert Duffy προτάθηκαν από κοινού για το βραβείο Superstar Award του  Fashion Group International. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που το βραβείο προτάθηκε σε δύο πρόσωπα της βιομηχανίας της μόδας.

Η πρώτη επαφή του Jacobs με τη μόδα ήταν το 1978, όταν έπιασε δουλειά ως βοηθός στην μπουτίκ Charivari στη Νέα Υόρκη. Εκεί έμαθε τα πρώτα πράγματα για τον κόσμο της μόδας, ενώ ανέπτυξε μια δυνατή φιλία με τον σχεδιαστή Perry Ellis.

Marc Jacobs Spring/Summer 2016

Το 1981, μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο Τέχνης και Σχεδίου (High School of Art and Design), ο Jacobs γράφτηκε στο New School for Design στο Parsons, αποκτώντας το πτυχίο του στο σχεδιασμό γυναικείων ρούχων. Η τελική εργασία του Jacobs ήταν τρία υπερμεγέθη πουλόβερ πλεγμένα από την γιαγιά του. Γι’ αυτό του απονεμήθηκε το βραβείο του νέου σχεδιαστή της σχολής Chester Weinberg, το βραβείο Perry Ellis Gold Thimble, καθώς και το βραβείο Design Student of the Year.

Τα πουλόβερ εντυπωσίασαν τον διευθυντή της Reuben Thomas, Robert Duffy, σε ένα δείπνο αποφοίτησης, στο οποίο ο Duffy αναζητούσε νέους αποφοίτους για τον σχεδιασμό του νέου καταλόγου αθλητικών της εταιρίας.

Η ιδιοκτήτρια της μπουτίκ Charivari, Barbara Weiser, επίσης έκλεισε συμβόλαιο με τον Jacobs, για τον σχεδιασμό μια σειράς πουλόβερ για το κατάστημά της το 1984. Τη συλλογή φωτογράφησε ο φωτογράφος των New York Times, Bill Cunningham.

Το 1986, μετά το κλείσιμο της Reuben Thomas, ο Jacobs και ο Duffy δημιούργησαν την Marc Jacobs Inc. Με την επιχορήγηση της ιαπωνικής Onward Kashiyama, λάνσαραν την πρώτη τους συλλογή υπό την επωνυμία «Marc Jacobs», ενώ ο Jacobs τιμήθηκε με το βραβείο CFDA/Perry Ellis ως το νέο αστέρι στον κόσμο της μόδας.

Το 1989, ο Jacobs συνεργάστηκε με τον Perry Ellis ως επιβλέπων του τμήματος γυναικείων ρούχων. Ωστόσο, όταν απολύθηκε από την εταιρία το 1993, μετά από μια αποτυχημένη συλλογή grunge, ο Jacobs και ο Duffy ίδρυσαν την εταιρία Marc Jacobs International, την οποία αργότερα πούλησαν στον οίκο Louis Vuitton το 1997, τη χρονιά που ο Jacobs διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής στον οίκο.

Στο σόου για τη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 2014 του Louis Vuitton, ανακοινώθηκε ότι ο Jacobs θα αποχωρήσει από τον οίκο για να επικεντρωθεί στη δική του σειρά. Ο Αμερικανός σχεδιαστής βοήθησε τον οίκο να εξελιχθεί από μια συντηρητική μάρκα αποσκευών στον πιο δυνατό οικονομικά οίκο στον κόσμο.

Αποφασιστικής σημασίας στη δημιουργική στρατηγική του Jacobs υπήρξαν οι τεράστια επιτυχημένες συνεργασίες του με σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως ο Stephen Sprouse (2001), ο Takashi Murakami (2005), ο Richard Prince (2007) and τη Yayoi Kusama (2012), οι οποίοι έπαιξαν με το χαρακτηριστικό λογότυπο του Louis Vuitton: το “LV” λογότυπο και το διάσημο μονόγραμμα. Η συνεργασία με τον Murakami  μόνο απέφερε 300 εκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις.

Σε ένα ταιριαστό τέλος στη 16ετή πορεία του στον οίκο Vuitton, η τελευταία κολεξιόν του Jacobs περιλάμβανε μοντέλα ντυμένα με μαύρα πένθιμα ρούχα στην πασαρέλα, με κάποια κομμάτια που χρησιμοποίησε στην πορεία του στον οίκο, όπως ένα συντριβάνι, ασανσέρ, και ένα καρουζέλ.