Δεξαμενές χαώδεις και αβυσσαλέες, χωρίς πάτο και με υπόγεια σύνδεση σε ωκεανούς, οι ψυχές των ανθρώπων και πόσο περισσότερο εκείνες των καλλιτεχνών, που παίζουν με το υστέρημα σε πίκρα και συχνά φθονερή, από το θείο, εκδίκηση για τις υπόλοιπες τους χάρες. Σα να ισορροπεί το ζύγι την αγάπη του κόσμου, τα ταλέντα, την εμφάνιση, την ευγένεια της μορφής με το χτύπημα απ την μοίρα. Και σαν οι καλλιτέχνες να μπορούν να γεννηθούν μόνο μέσα απ το δράμα και ποτέ απ την χαρά και το περίσσευμα.

Αν πάμε πίσω σε εποχές ασπρόμαυρες και σέπια, που σήμερα σε λεύκωμα εκδοτικά θεματικά ή σε ταινίες μοιάζουν όλο νοσταλγικά, αθώα, αυθόρμητα, ίσως ανέμελα, μέσα απ την παραπλάνηση του χρόνου και την απατηλότητα της νοσταλγίας, στέκεται τόσο πικρά αντιφατικό, θλιμμένο, αλμυρό σαν βούρκωμα το γεγονός πως άνθρωποι που μας χάρισαν γέλιο, εκείνοι οι ταλαντούχοι της κωμωδίας, έζησαν τεράστιες τραγωδίες, απ’ αυτές που δεν αντέχει ο άνθρωπος να τις σηκώσει, τον συνθλίβουν σα βράχια, σα βουνά ολόκληρα που πάνε και χτίζονται στο στήθος του.

Ο Παντελής Ζερβός, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Κυβέλη,  ακόμα και ο Λογοθετίδης έζησαν ανείπωτα δράματα και ερημιά, πριν μοιράσουν γέλιο, χαρά, όνειρο στο κοινό και σφραγίσουν την συναισθηματική εκπαίδευση της γενιάς του. Και έμαθαν καλά, αυτό που ο Όμηρος από κείνη την άκρη του καιρού, σ αυτή τη γη έλεγε παρηγορώντας μας: «… σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα.

Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά…» και ίσως το μετανιώνει, μετρά και δίνει κι άλλα. Σε θείο ζύγι οι ζωές όλων, σα πραγματάκια για εμπόριο…

Ο Παντελής Ζερβός και το κοριτσάκι του που θάφτηκε ζωντανό

Ο Παντελής Ζερβός έζησε πίκρα και απώλεια από νωρίς στη ζωή του, από όταν γεννήθηκε, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1908 στην Περαχώρα Λουτρακίου. Τη μάνα του, την έχασε 4 μόλις χρόνων, χωρίς  προλάβει να έχει ανάμνηση της. Ο πατέρας του, που ήταν παπάς, πέθανε, όταν ο Παντελής ήταν 8 ετών, σε ηλικία που καταλάβαινε τι σημαίνει να χεις σπίτι και να το χάνεις, γονιό που να χάνεται και να σε κλείνουν σε ορφανοτροφείο. Οι συγγενείς δεν είχαν χώρο για εκείνον. Τον έβαλαν στον Τζάνειο. Θα διαλέξει να φύγει και να αγωνιστεί μονάχος, δουλεύοντας και διαβάζοντας, μικρό παιδάκι αυτό σε έναν μεγάλο, σκληρό κόσμο. Θα πηγαίνει στο Σχολαρχείο, θα το τελειώσει, θα κάνει ό,τι δουλειά βρίσκει χωρίς να βαρυγκωμά.

Παντελής Ζερβός
Παντελής Ζερβός

Μαθαίνει τέλεια Αγγλικά, μελετώντας μόνος του. Θα υπηρετήσει στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό. Με τη στολή του ναυτικού, αφού διακριθεί σε διαγωνισμό ταλέντων της Λυρικής, γιατί είχε σπουδαία φωνή, θα πάει να δώσει εξετάσεις στο νέο και πολλά υποσχόμενο Θέατρο Τέχνης. Ο Κουν θα ακούσει ένα γάργαρο νεανικό γέλιο, ενώ εξετάζει. Θα βγει να δει ποιος γέλασε τόσο ιδιαίτερα. Ένας ναύτης! Θα γίνει από τους θεμέλιους λίθους του Τέχνης. Επίδαυρος πολύ! Κλασσικό ρεπερτόριο και δύσκολοι ρόλοι. Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης,  Ελληνική Σκηνή του σπουδαίου Ροντήρη, δικό του θίασος και κάποτε και μέχρι το τέλος της ζωής του, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου!

Ήταν θερμός οπαδός του Παναθηναϊκού. Κάπνιζε και του άρεσε η παρέα και το καλό φαγητό. Πήρε βραβεία, παράσημα από το ελληνικό έθνος, γνώρισε τιμές. Και σακατεύτηκε για πάντα η ζωή του, από τη θέληση μιας κακής μοίρας, που τον βάραινε πάντα με απώλειες, απόγνωση και ορφάνευα.

Ο Παντελής Ζερβός είχε νέος ερωτευτεί την ωραία Μαρία του, μια μελαχρινή καλομεγαλωμένη Σαντορινιά. Κάναν τρείς κόρες. Τρεις χαϊδεμένες μικρούλες που έμοιαζαν να ζουν μόνο καλοκαιριά σε Φάληρο και Σαντορίνη. Ταξίδια, παιχνίδια, βιβλία, κούκλες, μεγάλοι λευκοί φιόγκοι στα μαλλιά, ελευθερία στα βράχια της Θήρας, μπλε και πορτοκαλί. Όπως η θάλασσα και ο ήλιος.

Ο Παντελής στις τέσσερις γυναίκες του, χατίρι δε χαλάει! Σίγουρος πως διασκεδάζουνε το καλοκαίρι τους στην Σαντορίνη, εκείνος δουλεύει πυρετωδώς για άλλη μια μεγάλη παράσταση στην Επίδαυρο. Είναι Ιούλιος του 1956. Ο φονικός σεισμός, πρωί Δευτέρας, ζηλεύοντας το νησί, το ισοπεδώνει όλο! Χαλασμός και ερείπια, μέσα σε στιγμές. Το μικρό κορίτσι, η Ευδοξία, θάβεται στο σπίτι των παππούδων της, τσακισμένο κορμάκι στα χαλάσματα, θαμμένο κάτω από τόνους σκόνης, ξύλου, ασβέστη. Δεν πρόλαβε, μικρό αυτό, να πηδήξει έξω όπως η μάνα του και οι αδελφές του!

Πρωί χάθηκε το κορίτσι, που για άλλους ήταν 8 ετών και για άλλους 11. Τι σημασία έχει, αστεράκι ήταν και έσβησε και πάει… Βράδυ, λίγο πριν βγει ο πατέρας στην σκηνή, να μετρηθεί με τους ρόλους και το κοινό, να ιδρώσει για την τέχνη, να περάσει πάθη για τους ανθρώπους, για την κάθαρση τους, τα νέα απ τη Σαντορίνη έχουν φτάσει. «…Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα», του ψιθυρίζουν, ενώ πατάει το σανίδι. Σαν υπνωτισμένος, βγαίνει στο φως της παράστασης. Παίζει. Τελειώνει. Υποκλίνεται. Το κοινό δεν ξέρει… το κοινό μόνο θέλει… Οκτώ φορές, εκείνο το βράδυ, τον ζητάνε στη σκηνή για τον χειροκροτήσουν. Σε ύπνωση βαθιά σχεδόν και τις οκτώ φορές υποκλίνεται μπροστά τους! Σαν σωπάσουν τα παλαμάκια, γυρνά στο καμαρίνι του. Η ύπνωση τελειώνει. Σωριάζεται λιπόθυμος στο πάτωμα. Πότε πια δεν θα είναι ο ίδιος.

Όμως, το βάσανο δεν τέλειωσε εδώ. Σαν τους τραγικούς ήρωες που έβλεπε τα παθήματα τους στην Επίδαυρο, οι θεοί είχαν και άλλον, περισσότερο πόνο για αυτόν… Η Μαρία σακατεμένη, μοιάζει να μην αντέχει άλλον σπαραγμό. Εκείνη βγήκε, σώθηκε. Και άφησε πίσω το παιδί! Ποιος ξέρει σε τι βάθη ωκεανών θλίψης βυθιζόταν η ψυχή της. Δεν ξαναπήγε στην Σαντορίνη! Να προστατεύει ό,τι μπορεί παλεύει ο Παντελής Ζερβός και τρία χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού, πήγαινε εκείνος στο νησί για την εκταφή. Και εκεί, στα ηφαιστειώδη βράχια της Θήρας, η τραγωδία κορυφώνεται καταστροφικά. Το παιδί είχε θαφτεί ζωντανό! Ο σκελετός της δεν ήταν ανάσκελα, αλλά στο πλάι, γιατί το κορμάκι γύρευε να βρει διέξοδο και να σωθεί και το στόμα ήταν ανοιχτό στην εναγώνια προσπάθεια για να πάρει ανάσα. Το σήκωσαν από τα έρεπα, το κοίταξαν τραυματισμένο και το έθαψαν βιαστικά γιατί οι αρχές φοβόταν τις μολυσματικές ασθένειες απ τις σωρούς των σκοτωμένων. Τα τραύματα της Ευδοξούλας δεν ήταν θανατηφόρα. Άνοιξε τα μάτια, προσπάθησε να γεμίσει τα πνευμονία της, πάλεψε για λίγο και τελικά παραδόθηκε, από ασφυξία, στο σκοτάδι. Ο Παντελής Ζερβός κράτησε αυτή την αποτρόπαιη και ασήκωτη για γονιό μυστικό απ την Μαρία του και από τον κόσμο όλο. Μόνο λίγο πριν από το θάνατό του εξομολογήθηκε αντί για παπά σε δημοσιογράφο ένα δειλό, σκεπτικό: «…εκείνες τις τραγικές μέρες στη Σαντορίνη, όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν αμέσως για λόγους υγείας καθώς τα μέσα ήταν ανύπαρκτα…».

Συνέχισε να παίζει, να παίρνει υμνητικές κριτικές, να συναντιέται με τα ιερά τέρατα της εποχής σαν ίσος, να δημιουργεί, να ζει, να λαμβάνει βραβεία και παράσημα. Και πριν κλείσει τα μάτια του στις 22 Ιανουάριου, είχε ήδη μισοξεράνει στο βράχο της Σαντορίνης, σκύβοντας πάνω από ό,τι είχε απομείνει από παιδικό κορμί.

«Ο Χρόνος τα παίρνει στο τέλος όλα, είτε μας αρέσει, είτε όχι», λοιπόν, αλλά τώρα, όσες φορές κι αν δούμε τον Ζερβό στις ταινίες του στις τηλεόραση, πώς να μη σταθούμε σε εκείνη την αδιόρατη μελαγχολία στα μάτια του, σαν οι σκιές μέσα του να παλεύουν για ανάσες…

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος που πέθανε μόνος και τον βρήκαν μέρες μετά

Ήταν το όγδοο παιδί από τα δέκα μιας οικογένειας στο Διακοφτό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει. Άριστος αθλητής, στο ακόντιο και στο ποδόσφαιρο, λάτρευε τα αρχαία, που τα ‘χε γνωρίσει διαβάζοντας Ηρόδοτο σε μια εφημερίδα που ‘χαν τυλίξει ψάρια για να τα πάει στο σπίτι. Μια ερασιτεχνική παράσταση στο σχολείο, ένα κορίτσι που τον φίλησε για συγχαρητήρια και το φιλί της ήταν ό,τι πιο γλυκό και ευωδιαστό του ‘χε συμβεί! Ψέματα στους γονείς και να ‘τος στο ελληνικό θέατρο, σπουδαίος, ξεχωριστός, αγαπημένος και τόσο μοναχικός!

Αυτός που σκόρπιζε το γέλιο, γελούσε ο ίδιος στη ζωή του και απέφευγε την μεμψοιρία και την μιζέρια, είχε ζήσει τον μεγάλο πόλεμο στο Αλβανικό μέτωπο. Πολέμησε στη Χιμάρα. Είδε νέους άνδρες, σχεδόν αγόρια, να πεθαίνουν διπλά του. Έζησε το χαλασμό, τη τρέλα και τέλος, την ήττα. Με τα ποδιά γύρισε από την Αλβανία στο Διακοφτό και στον μοναχικό, όλο πείνα και κατεβασμένα κεφάλια, ατέλειωτο σχεδόν δρόμο του, ήξερε ήδη πως θα μείνει μόνος στη ζωή. Το είχε αποφασίσει. Όταν η Ελλάδα βρισκόταν πλέον υπό γερμανική κατοχή και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος επιστρέφει στο θέατρο, για επιβίωση και για παρηγοριά σε ένα κοινό που υπέφερε σα να μην ξημέρωνε πια και όλα ήταν νύχτα.

Η παράσταση που πρωταγωνιστούσε, κάνοντας τον Βρουμ, που θα πει σκουλήκι, έκανε τεράστια επιτυχία.  Ένα βράδυ, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και ο Γερμανός διοικητής της Βορείου Ελλάδας, ο διαβόητος Μαξ Μέρτεν, ένας εγκληματίας πολέμου, που έστειλε στο Άουσβιτς 50.000 Έλληνοεβραίους της Θεσσαλονίκης αφού, λεηλάτησε τις περιουσίες τους, που η συνολική τους αξία ξεπερνούσε τότε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα. Ο φρικαλέος αυτός εγκληματίας, κάποια χορδή ανθρωπιάς, ζωντανή, ένιωσε να πάλλεται εντός του, βλέποντας την ερμηνεία του Παπαγιαννόπουλου.

Όταν έπεσε η αυλαία, ο «δήμιος της Θεσσαλονίκης» θέλησε να συγχαρεί τον ηθοποιό, που του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι προσπάθειες του απεσταλμένου του Μέρτεν να έρθει σε επαφή με τον Παπαγιαννόπουλο έπεσαν στο κενό. Αρχικά ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του, γιατί άλλαζε ρούχα. Ο γερμανός απεσταλμένος επέμεινε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταδώσει προφορικά το μήνυμα του Μέρτεν προς τον Παπαγιαννόπουλο. Το μήνυμα του ναζί έλεγε: «Τον ρόλο αυτό στη Γερμανία τον παίζει ο καλύτερος ηθοποιός που έχουμε, αλλά σε ορισμένες σκηνές ο δικός σας, δηλαδή ο Παπαγιαννόπουλος, ήταν καλύτερος. Και αυτό έγκειται στην πονηριά και στην καπατσοσύνη την οποία έχει ο Έλληνας». Η απέχθεια του ηθοποιού φάνηκε με το μην ανοίξει ποτέ η πόρτα του για τον κατακτητή με κάθε κόστος για τον ίδιο, που είχε γνωρίσει ήδη, πόλεμο, ήττα, πίκρα και μια ζωή αγέλαστη στην κατάκτηση.

Κάποτε ερωτεύτηκε την καλλονή, την μοιραία Άννα Καλουτά. Την ερωτεύτηκε με σφοδρότητα, με πάθος, με λατρεία στα όρια της θρησκευτικής αφοσίωσης. Μα εκείνη ζούσε το πάθος της με τον γόη Λάμπρο Κωσταντάρα. Κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν την διεκδίκησε. Δεν έβαλε εμπόδια. Καμία άλλη δε θα υπήρχε ποτέ εκτός από αυτή! Όταν τον ρωτούσαν γιατί δε παντρεύτηκε, απαντούσε πως ροχάλιζε και καμία δε τον ήθελε, γελώντας.

Σχέσεις πολλές υπήρξαν στη ζωή του, αλλά η απόφαση της μοναξιάς του δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.  Και έτσι μόνος, έσβησε στο δυαράκι του, στον δεύτερο όροφο μια πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Να πόνεσε λίγο πριν; Να ζήτησε βοήθεια; Να κατάλαβε πως τελειώνει μονάχος, εκείνες τις μέρες του 1984, λίγο πριν τον Πάσχα; Ήταν Μεγάλη Τρίτη όταν τον βρήκαν. Αυτός που όταν τέλειωνε το έργο είχε συνηθίσει να δέχεται χειροκροτήματα, έφυγε μέσα στη σιωπή για άλλο ένα εντελώς μοναχικό, οριστικό ταξίδι…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Κυβέλη, Αυλωνίτης, Λογοθετίδης: Δράματα ανυπόφορα για εκείνους που σκόρπιζαν γέλιο (Μέρος Α’)