Το σπίτι του Αντώνη και της Έλενας Λυμπέρη στο Κεφαλάρι που βγαίνει σε πλειστηριασμό
Κουζίνα σαν το παλαιότερο φαρμακείο της Ευρώπης από την Μπριζ, pool house με Ralph Lauren ακόμα και στις πετσέτες της κουζίνας, πορτρέτα αλά Γκόγια, ολυμπιακών διαστάσεων πισίνα και γυναικοκαβγάς για τη Vogue…
Ήταν εκείνες οι πρώτες, μουδιασμένες από το φόβο, μέρες, που έκρυβαν και μια αθωότητα πως μπορεί κάποτε και οι απλήρωτοι εργαζόμενοι να δικαιωθούν!
2012… Κορωπί… Στο περίκομψο, φαραωνικό μπορείς να το πεις, κτήριο των εκδόσεων Λυμπέρης, με τα σινιέ έπιπλα και τους προσεγμένους σα για φωτογράφιση χώρους… Οι εργαζόμενοι, απλήρωτοι για μεγάλο διάστημα και ενώ ο όμιλος έχει επισήμως πάψει κάθε λειτουργία του, συνεχίζουν να πηγαίνουν στα γραφεία τους, από συνήθεια ζωής και από ελπίδα πως οι δικηγόροι -που, όπως μάθαμε, στην πορεία όλοι τους εξαφανίζονται κάπου και αναίτια- μπορούσαν να τους δώσουν πίσω το χαμένο δίκιο τους.
Ένας νομικός, λοιπόν, λέει κρατώντας χαρτιά στα χέρια του: «Βρήκαμε κάτι άσχετα τιμολόγια στο όνομα της εταιρείας».
Ένα από αυτά τα τιμολόγια αφορούσε σε μια κουζίνα που είχε κατασκευαστεί και είχε έρθει έτοιμη από το Βέλγιο για να κοσμήσει ως πραγματικό κομψοτέχνημα, στα όρια του χρηστικού έργου τέχνης, το παλάτι του ζεύγους Λυμπέρη, στο Κεφαλάρι. Και είναι αυτό το εμβληματικό σπίτι, το περίκομψο ανάκτορο, που 10 πιστωτές, δηλαδή δύο τράπεζες, η Eurobank και Alpha Bank, σχεδόν ολόκληρο το Δημόσιο και ένα φυσικό πρόσωπο, περιμένουν να εισπράξουν χρέη από τον πλειστηριασμό του, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2019, στις 13 Δεκεμβρίου.
«Η χόρταση γεννά την ύβριν, όταν πολλά πέσουν πλούτη, σε ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένον» προειδοποιούσε ο Σόλων ο Αθηναίος από το 592 π.Χ., ποιητής πρώτα απ’ όλα και μετά ο νομοθέτης, που θέσπισε και κήρυξε σεισάχθεια, δηλαδή «αποτίναξη των οικονομικών βαρών» για τον λαό.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το πολύ δεν ήταν πάρα πολύ για να ‘ναι αρκετό και το μεγάλο δεν αρκούσε όσο το τεράστιο…
2.300 τετραγωνικά, 4.300.000 ευρώ και διάθεση αλά Palacio Real de Madrid
Το ανακτορικό οίκημα που είναι κατοικία της οικογένειας Λυμπέρη, λοιπόν, είναι 970 τ.μ., με πισίνα των 100 τ.μ., και βρίσκεται σε ένα οικόπεδο 2.400 τ.μ.
Η τιμή του; Περίπου 3.830.000 εκατ. ευρώ στην πρώτη εκτίμηση των τραπεζών και περίπου 4,3 εκατ. ευρώ σήμερα.
«Μια διώροφη οικία μετά του οικοπέδου της, το οποίο βρίσκεται στην Κηφισιά Αττικής και έχει επιφάνεια δύο χιλιάδες τριακόσια ενενήντα έξι (2.396) τ.μ. Το ισόγειο στεγάζει χολ, μεγάλο σαλόνι, τραπεζαρία, γραφείο, καθιστικό, κουζίνα, λουτρό, W.C. και χώρο ύπνου του βοηθητικού προσωπικού. Υπάρχει πέργκολα, η οποία έχει προσαρτηθεί στον κυρίως χώρο και έχει κυρία χρήση, ως χώρος γυμναστηρίου. Στον ακάλυπτο χώρο και παραπλεύρως της πισίνας υπάρχει κεραμοσκεπές κτίσμα, το οποίο χρησιμοποιείται ως καθιστικό – χώρος ξεκούρασης των λουόμενων. Ο Α’ όροφος στεγάζει καθιστικό, 5 κοιτώνες, 5 λουτρά και ιματιοθήκες».
Μα αυτή είναι η επαγγελματική, αποστασιοποιημένη οπτική για ένα σπίτι από τα ωραιότερα της Αθήνας, με διάθεση μπαρόκ αλά Palacio Real de Madrid, ήτοι αυτή του μεγαλύτερου ανακτόρου που υπάρχει και που δεν ζει καν στα 3.418 δωμάτια του η βασιλική οικογένεια της Ισπανίας!
Οι Λυμπέρηδες όμως ζούσαν στο εντυπωσιακό γωνιακό σπίτι τους, στο έξοχο Κεφαλάρι, γνωστό παλαιοτέρα για τα κρυστάλλινα νερά του και τις πήγες του, λίγους δρόμους πιο πάνω απ την ομώνυμη πλατεία της Κηφισιάς!
Πρώτα ήταν το ενοίκιο, μετά η ιδιοκτησία
Η Έλενα Μάκρη – Λυμπέρη είναι πραγματικά περιβόητη για το εξαιρετικό της γούστο και την υψηλή αισθητική της στο να διαλέγει αντικείμενα.
Το σπίτι, στην πρώτη του μορφή, ήταν σε ένα προνομιακό σημείο του Κεφαλαρίου και βρισκόταν σε ένα ιδιότυπο ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπου το καινούργιο ακόμη ζευγάρι της Έλενας και του Αντώνη Λυμπέρη δεν μπορούσε να το αγοράσει. Έτσι το νοίκιαζε.
Όταν βρέθηκε νομική διέξοδος, η κυρία Λυμπέρη ανέλαβε να το ανακινήσει συθέμελα και να το φτιάξει αντίστοιχο των υψηλών απαιτήσεων της για μια υπεροχή οικογενειακή ζωή σαν αυτή των διαφημίσεων, όπου γελαστές οικογένειες μοντέλων τρώνε περασμένα με γυαλιστικά τρόφιμα και δεν παχαίνουν ποτέ.
Πρώτα απ’ όλα, μεταμορφώνει το αίθριο, το μεγάλο σκεπαστό μπαλκόνι, με την εξωστρέφεια και τη σπουδαία θέα, έξω από το γραφείο και την τραπεζαρία, το οποίο έκλεισε και έκανε γυμναστήριο, 100 τετραγωνικών. Επέλεξε να ντύσει τον μεγάλο, προσωπικό χώρο εκγύμνασης, με ταπετσαρία μπαμπού, πετυχαίνοντας ένα πραγματικά εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Για να πετύχει την τελειότητα της ανακαίνισης, ώστε να έχει πραγματικά το πιο ωραίο σπίτι της Αθήνας, είχε στο πλευρό της την άριστη επαγγελματία Βέτα Στεφανίδου Τσουκαλά, που από την εστέτ γκαλερί της, ψηλά στη Κηφισίας, στο ύψος του Αμαρουσίου, δημιουργεί ατμόσφαιρα και κόσμους ολόκληρους κλεισμένους σε τοίχους.
Φυσικά το άγρυπνο μάτι της Έλενας Λυμπέρη προλάβαινε να τσεκάρει κάθε λεπτομέρεια! Κι ας πει χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή της στη Μαρία Λεμονιά πως «…δεν κλαίω εγώ για τα τσιμέντα. Έχω αλλάξει πολλά σπίτια στη ζωή μου κι απ’ ό,τι φαίνεται θα αλλάξω ακόμη πολλά. Πίστεψέ με, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου διότι δεν μεγάλωσα ποτέ σε σταθερή οικία. Βάλε με να ζήσω σ’ ένα λαγούμι, δεν με νοιάζει. Θα το μετατρέψω στο δικό μου λαγούμι και θα το μεταμορφώσω από την πρώτη μέρα, αφού βέβαια κάνω τα πάντα για να βρω το καλύτερο αύριο!».
Για τον καιρό που μιλούμε φυσικά, βέβαια, μεταμόρφωνε όχι λαγούμι, αλλά παλάτι σε θρυλικό ανάκτορο, με το απαράμιλλο γούστο και την αγωνιστικότητα της.
Το παλαιότερο εν ενεργεία φαρμακείο της Ευρώπης έγινε κουζίνα
Σπίτι χωρίς τιμή στην θεά Εστία, την ρωμαϊκή Βέστα, δεν νοείται. Έτσι στήθηκε ο βωμός της οικιακής ζωής και της οικογένειας, δηλαδή η κουζίνα, η οποία έγινε αντίστοιχη ενός αυτοκρατορικού ανακτόρου.
Ο χώρος αυτός, ο θεμελιώδης σε ένα σπιτικό, είχε πολύ απασχολήσει την Έλενα Λυμπέρη, για το πώς θα είναι, ώστε να μη θυμίζει απλοϊκό δωμάτιο για μαγείρεμα, ακόμα και αν είχε ντουλάπια και κουρτινάκια, ντουβάρια και πλακάκια και ηλεκτρικά πολυτέλειας.
Δεν έπρεπε να θυμίζει απλό λαϊκό σπίτι, ούτε και απ’ αυτά τα λουσάτα αλλά πλαστικά σκηνικά μαγειρικής της ταπεινής τηλεόρασης!
Έτσι σε ένα ταξίδι της στο μεσαιωνικό διαμάντι του Βελγίου, την ξακουστή Μπριζ, το κορίτσι που παράτησε την Φιλοσοφική στη μέση για να ασχοληθεί με τη μόδα και το styling, με καταξιωμένη δουλειά το ντύσιμο των πρωταγωνιστριών στην πετυχημένη και αλησμόνητη Λάμψη του Νίκου Φώσκολου, επισκέπτεται το παλαιότερο εν ενέργεια φαρμακείο της Ευρώπης.
Ω! Εκείνα τα μικρά συρτάκια, το βαρύ στεγανό ξύλο, ο πάγκος εργασίας με τις άπειρες κρύπτες και το ολοφώτιστο περιβάλλον, τα μυστηριώδη μπουκαλάκια και τα μεταλλικά γουδιά, πόσο την εντυπωσίασαν! Αυτή λοιπόν ήταν η κουζίνα των ονείρων της! Και θα γινόταν πραγματικότητα.
Πήρε άπειρες φωτογραφίες και αντέγραψε το φαρμακείο ακριβώς, κατασκευάζοντας την κουζίνα της στο Βέλγιο από τους έμπειρους στη συγκεκριμένη δουλειά Ευρωπαίους τεχνίτες.
Η κουζίνα μεταφέρθηκε και εφαρμόστηκε ακριβώς στο σπίτι, αφήνοντας έκθαμβους τους επισκέπτες του ανακτόρου στο Κεφαλάρι με την μοναδικότητά της. Και ήταν αυτή που το τιμολόγιο της, αντίστοιχο της υπέροχης αισθητικής της σε τιμή, βρέθηκε χρόνια αργότερα απ’ τους δικηγόρους των απλήρωτων εργαζομένων.
Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, η Λίντα, οι τέσσερις οικιακοί βοηθοί, οι «Βλάχοι» και οι «άλουστοι»
Εκεί, στην περίκομψη κουζίνα – φαρμακείο, αλλά και σε κάθε της δραστηριότητα, ακόμη και στο τσιμεντένιο σινιέ σε επίπλωση θηρίο των γραφείων στο Κορωπί, όπου γευμάτιζε το ζεύγος Λυμπέρη σε σπάνιες Hermesπορσελάνες, μαζί με την Έλενα ήταν πάντα και η παλαιότερη βοηθός της για τις οικιακές εργασίες, η Λίντα από τις Φιλιππίνες, που δεν την αποχωριζόταν, αν και είχε άλλες τέσσερις ομοεθνείς της κυρίες, εσωτερικές για βοήθεια, στο σπίτι.
Η τελειομανία της κυρίας Λυμπέρη έκανε συχνά την Λίντα, παρότι έπαιρνε 2000 ευρώ -τότε- το μήνα, να απελπίζεται και να μη μπορεί να αντέξει το ισχυρό μεσογειακό της ταμπεραμέντο της κυρίας με τις φωνές και τα ξεσπάσματά της.
Ενδεικτικό περιστατικό αυτού του -όχι και ιδιαιτέρα σπάνιου σε αφεντικά- εθνικού ταμπεραμέντου σημειώνεται κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης φωτογραφικής δουλειάς, που αφορούσε στα αφιερώματα BeautifulPeopleπου αγαπούσε η κυρία Λυμπέρη.
Βλέπει λοιπόν το υλικό απ’ το αφιέρωμα σ’ αυτούς τους όμορφους, διάσημους και πλούσιους ανθρώπους των Νοτίων Προαστίων της Αθήνας και δεν της αρέσει καθόλου! Το καυτό θέμα δεν είναι όσο αξιόλογο θα έπρεπε!
Καλεί τους συνεργάτες της, έναν εξαιρετικό φωτογράφο, τον με πολλές σπουδές art director και τους υπευθύνους της σύνταξης και δηλώνει τη δυσαρέσκεια της σε υψηλούς τόνους. Τινάζοντας τα καλοχτενισμένα ξανθά μαλλιά της τους λέει: «Είστε Βλάχοι, όλοι σας! Να πάτε κανένα ταξίδι να ανοίξει το μάτι σας επιτέλους. Είστε βλάχοι και άλουστοι»!
Μαθημένοι οι εργαζόμενοι σ’ αυτές τις συμπεριφορές δεν αντιδρούν, εκτός απ τον art, ο οποίος ήρεμα της λέει πως «δεν έχω χρήματα για ταξίδια». «Τότε να μη δουλεύεις στο lifestyle» τού απαντά εκείνη…
Damask ταπετσαρίες, τεράστια τζάκια, ακόμα πιο τεράστια πορτρέτα – ελαιογραφίες και γλυπτά Takis
Σαν αντίλαλος νοερός απ’ τη μουσική τίτλων της εμβληματικής Δυναστείας που είχε γράψει ο Μπιλ Κοντ, το ανάκτορο του Κεφαλαρίου έχει μία είσοδο που θυμίζει τη σειρά στην οποία η σύζυγος, Κρίσταλ, βάζει συνέχεια λουλούδια σε ένα κρυστάλλινο βάζο και ο Μπλέικ Κάριγκτον κάνει μπίζνες με πραξικοπηματίες στη Μολδαβία και σεΐχηδες στην Αραβία.
Το τεράστιο χολ έχει μία εντυπωσιακά θηριώδη σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο και στα υπνοδωμάτια. Υπάρχει μια σπιτική αίσθηση ενός λόμπι αριστοκρατικού ξενοδοχείου, όπως εκείνου του Μεγάλη Βρετάννια αλλά με ζεστασιά κατοικίας.
Σε αυτό το πολυτελέστατο χολ, η πρώτη πόρτα οδηγεί σε ένα μπάνιο για καλεσμένους με ξύλινο πάτωμα και φυσικά ταπετσαρία damask. Η κυρία Λυμπέρη για το καταφύγιο της, το βασίλειο της, το άντρο της, το σπίτι της, προτιμούσε το damask, με υφασμάτινα μοτίβα, που προέρχεται από την τεχνική της Δαμασκού της Συρίας, κατά τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, και που θεωρείται η πεμπτουσία της εξαίσιας ύφανσης, των περίτεχνων στρώσεων για τα σχέδια, με υλικά απαράμιλλης αξίας, σπανιότητας και ποιότητας.
Στο ισόγειο, λοιπόν, βρίσκεται και η κουζίνα που έχουμε επανειλημμένως εκθειάσει, η ευρύχωρη αποθήκη τροφίμων (μη συμβεί και τίποτα στη χώρα και υπάρξει έλλειψη από διατροφικά είδη) και τα δωμάτια της Λίντας και των υπολοίπων κυριών της οικιακής βοήθειας.
Εδώ φυσικά βρίσκεται και το σαλόνι! Ας μη μιλήσουμε για το αυτονόητο, δηλαδή για το μεγάλο μέγεθός του, την αναπαυτικότητα των σινιέ καναπέδων και την αστραφτερή γυαλάδα των κρυστάλλινων φωτιστικών.
Ας σταθούμε στο τεράστιο τζάκι, που δεσπόζει στο χώρο και που πάνω του κρέμεται μια καλοφωτισμένη, σαν από φυσικό κρυμμένο φως, ελαιογραφία πορτρέτου της Έλενας Μακρή Λυμπέρη, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, αλά Γκόγια, για να θυμηθούμε ξανά το Palacio Real de Madrid, αλλά και να τιμήσουμε τον «ζωγράφο του βασιλιά», τον Φρανθίθκο Γκόγια, διάσημο Ισπανό ζωγράφο του ροκοκό και του ρομαντισμού, ξεχωριστό για τις προσωπογραφίες του, που φιλοτεχνούσε κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και των πλούσιων αστών.
Δυο γλυπτά έργα του Takis, του διακεκριμένου καλλιτέχνη της σύγχρονης εικαστικής σκηνής και της κινητικής τέχνης στην οποία υπήρξε πρωτοπόρος, βρίσκονται στο σαλόνι, τολμηρής -φυσικά για απαίδευτους, τους «Βλάχους» και τους «άλουστους»- θεματολογίας, τόσο που να μην ξεκολλούν οι καλεσμένοι το βλέμμα απ’ αυτά ενώ πίναν το κοκτέιλ σαμπάνιας ή το παλιό, μεστό, σπάνιο ουίσκι τους και που ταιριάζει με την κοσμοθεωρία του καλλιτέχνη πως «ο κόσμος θα σωθεί μόνο αν επιστρέψει η μητριαρχία και οι γυναίκες κλείσουν τους άντρες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η γυναίκα είναι η Φύση και αποκλείεται να τη βλάψει. Ο άντρας είναι απλώς ένα μόριό της, μία σταγόνα σπέρμα».
Εκεί και ο βαρύς μπουφές. Ένα μεγάλο παράθυρο με θέα σε περιποιημένα λουλούδια. Δίπλα η βαρύτιμη τραπεζαρία, ικανή να φιλοξενήσει άνετα ακόμη και 16 άτομα.
Στον ίδιο όροφο βρίσκεται και το μεγάλο γραφείο του Αντώνη Λυμπέρη που λειτουργούσε, συχνά, και ως καθιστικό. Ευρύχωρο, με δερμάτινους καναπέδες, είχε πάνω από το μεγάλο τζάκι, επίπεδη τηλεόραση τότε που αυτές οι συσκευές ήταν ασυνήθιστες. Η τηλεόραση ήταν μονίμως ανοιχτή και έπαιζε αγώνες τένις, το οποίο λατρεύει και στο οποίο επιδιδόταν πολύ ο Αντώνης Λυμπέρης από νεαρός, ενώ μεγάλος απολάμβανε αγώνες κυρίως με τον Γιώργο Βουλγαράκη ως συμπαίκτη. Γύρω απ’ το τζάκι και τη γιγαντιαία τηλεόραση υπήρχαν βιβλιοθήκες, κυρίως με φωτογραφικά βιβλία και coffeetable books που αποτελούν την αδυναμία του εκδότη.
Το γυμναστήριο – καθιστικό αποικιακού ρυθμού, τα υπνοδωμάτια και το «εσείς μιλάτε που χάσατε τόσο λίγα» στους εργαζομένους
Στον επάνω όροφο και στο τέλος της επιβλητικής τεράστιας σκάλας, βρίσκονται τα υπνοδωμάτια και τα gestrooms. Εκεί και το γυμναστήριο που λειτουργούσε ως χαρούμενο και εξωστρεφές καθιστικό επίσης, σε στυλ fourseasons αποικιακού ρυθμού όλο, που αγαπά ιδιαίτερα η Έλενα Μακρή Λυμπέρη αλλά και η Βέτα Στεφανίδου Τσουκαλά.
Αυτόν το χώρο αγαπούσε η Ιόλη, η πανέμορφη κόρη του Αντώνη Λυμπέρη από προηγουμένη μεγάλη σχέση του. Μία καλλονή με καταπράσινα μάτια που κόβει ανάσες.
Εκεί, σ’ αυτό το γελαστό δωμάτιο, συναντούσε τα αδέλφια της από τον γάμο του πατέρα της με την Έλενα Μακρή, την Φιλίππα, ένα εξαιρετικά ευγενικό παιδί, τον πολύ όμορφο Αλέξανδρο, που όπως και ο μικρότερος αδελφός του, ο Άρης, ασχολείται, κατά την οικογενειακή παράδοση, με το τένις.
Απ’ ό,τι παρατηρούμε από τα ονόματα των αγοριών, ο θαυμασμός του Αντώνη Λυμπέρη, που οι εργαζόμενοι του αποκαλούσαν Φωνάση, για τον Αριστοτέλη Ωνάση είχε απτές αποδείξεις. Και Αλέξανδρος και Άρης και στην καθημερινότητά του.
Όταν η χάρτινη αυτοκρατορία της αποθέωσης των υλικών πραγμάτων και της εικόνας αποκλειστικά, εις βάρος κάθε ουσίας, κατέρρευσε, η Έλενα Μακρή Λυμπέρη άντεχε να αντιμετωπίζει τους απλήρωτους εργαζομένους, που ύστερα από χρόνια εργασίας βρίσκονταν στο δρόμο και έβλεπαν τις ζωές τους να καταστρέφονται.
«Εσείς μιλάτε; Που χάσατε τόσο λίγα; Εμείς τι να πούμε που χάνουμε τόσα» είχε πει σε μια συνάντηση της μαζί τους, αφήνοντας τους αποσβολωμένους.
«Έχει σύνδρομο Βίκυς Σταμάτη» θα πούνε κάποιοι, χρόνια αργότερα.
Πρόκειται για το σύνδρομο, μη ιατρικό αλλά κοινωνικό, που εκδηλώθηκε την τελευταία δεκαετία, όπου οι φορείς του αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα και να κατανοήσουν πως δεν αποτελούν το κέντρο του σινιέ τους σύμπαντος και πως δεν αποτελεί τραγωδία να μην πάρεις το νέο μοντέλο της τσάντας Fendiαλλά να σου κόψει η ΔΕΗ η ρεύμα γιατί απλήρωτος αδυνατείς να ανταπεξέλθεις στον λογαριασμό. Η πραγματικότητα των άλλων δεν είναι τίποτα, αποτελεί ένα μηδαμινό σημείο ενόχλησης, μόνο οι ίδιοι ζούνε δράματα. Και το πιστεύουν!
Σ’ όλα αυτά, εκεί, παρούσα και η Χρύσα. Ένα, όπως λέει και το όνομα της χρυσό κορίτσι, που ήταν η γραμματέας του Αντώνη Λυμπέρη. Απηυδισμένη απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, τις ασυνεννοησίες και τις αδικίες, μένει στην Κρήτη πλέον με τον σύζυγο της και έχει αλλάξει ριζικά καθημερινότητα, με ουσιαστική ποιότητα ζωής.
Το minimal λευκό σπιτάκι της πισίνας είναι όλο Ralph Lauren, ακόμα και οι κρεμάστρες και οι πετσέτες της κουζίνας (α! και το «ταξικό μίσος» που λέγαμε)
Ο κήπος είναι τεράστιος και περιποιημένος, με πολύ γκαζόν ανθεκτικό επιπέδου γηπέδου ποδοσφαίρου, καλοσχηματισμένα λέιλαντ και γκόλντεν κρεστ να κρατάνε μακριά τα αδιάκριτα μάτια και αρκετά λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα.
Έξω από το γραφείο του Αντώνη Λυμπέρη, μια υπεροχή μανόλια γεμίζει λευκά λουλούδια κάνοντας το θέαμα φυσικό πίνακα έξοχης ζωγραφικής.
Είπαμε, ήδη, για την πισίνα των 100 τ.μ.. Ζήσαμε την εποχή άλλωστε, που πλούτος χωρίς μετρήσεις μεγέθους του απαραίτητου αυτού είδους στο σπίτι δεν νοούταν!
Η συγκεκριμένη πισίνα, ως έμβλημα επιτυχίας, κοινωνικής ανόδου, πλούτου και χλιδής, πέτυχε τον σκοπό ύπαρξης της. Ολυμπιακών διαστάσεων, μονίμως καλοφωτισμένη, φιλοξένησε πάρτι γύρω της και στιγμές ευδαιμονίας αφήνοντας τα βλέμματα να θαυμάζουν, λοξά αριστερά, το poolhouse, ένα κομψοτέχνημα που κέρδιζε τις εντυπώσεις σε όλο το οικοδόμημα σαν τον ναό της Νίκης, σε σχέση με τον Παρθενώνα στην τελειότητα της Ακρόπολης.
Το συγκεκριμένο σπιτάκι είναι διαφορετικό απ’ όλο το υπόλοιπο αρχιτεκτονικό δημιούργημα. Είναι κατάλευκο και λιτό, τόσο που μοιάζει σχεδόν απόκοσμα γελαστό. Και είναι όλο, μα όλο, διακοσμημένο με έπιπλα και υφάσματα Ralph Lauren, του αγαπημένου σχεδιαστή του Αντώνη Λυμπέρη που έχει ορίσει την εικόνα των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες.
Και πώς να μην ταυτιστεί με την προσωπικότητα του σπορτίφ Ralph Lauren ο κύριος Αντώνης Λυμπέρης, που ακόμα και στο γραφείο, ακόμα και στις συσκέψεις του, επιθυμεί τα πιατικά στο τραπέζι να ταιριάζουν χρωματικά με τα ρούχα που φοράει και που όταν ποζάρει για φωτογραφία βρίσκει πάντα τρόπο να μη φαίνεται κοντός, όπως είναι, δίπλα στα πανύψηλα μοντέλα του;
Όσο για τη δουλειά του στη μόδα; Ορίζει με παραμυθένια απόδοση το στιλ της αμερικανικής άρχουσας τάξης, έτσι όπως καταγράφεται στα ξύλινα λευκά σπίτια στις μεγάλες ωκεάνιες παραλίες της βορείων ανατολικών ακτών των ΗΠΑ, όπως στα Long Island, Cape Cot, Hamptons, τα μανικετόκουμπα και τις γραβάτες των μεγάλων πανεπιστήμιων, τα μονογράμματα σε φίνα λινά, το λευκό του κρίκετ, μια ξέφρενη αλλά κλασάτη minimalδιάθεση αλά GreatGatsby.
Toυπέροχο αυτό μικρό σπιτάκι, που φιλοξενούσε άνετα και παραμυθένια ένα ζευγάρι, είχε ακόμα και τις κρεμάστρες και τις πετσέτες της κουζίνας του με την υπογραφή του Ralph Lauren.
Εκεί, λέγεται πως φωτογράφιζε κιόλας ο Αντώνης Λυμπέρης και πως βρισκόταν ο φωτογραφικός του εξοπλισμός. Μιλάμε δε για έναν πραγματικά ταλαντούχο και με όραμα φωτογράφο. Το σπιτάκι αυτό θεωρείται πολύ πιο κοντά σ’ εκείνον, στο στιλ του, και είναι πιο αρρενωπό σε αδρές γραμμές, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σπίτι, που ακόμα και οι βαρύτιμες, πάντα, damaskκουρτίνες κρέμονταν από κουρτινόξυλα σαν θεμέλια ή σαν κολώνες της ΔΕΗ.
Φυσικά και όλο το υπόλοιπο οίκημα έχει αντικείμενα και διακοσμητικά θεατρικά, φορτωμένα πάθος και δραματικότητα σαν την πληθωρική προσωπικότητα της Έλενας Μακρή – Λυμπέρη, που πάντα εντυπωσίαζε.
Παλεύοντας όμως, μέχρι τελικής πτώσεως, μη βάζοντάς το κάτω, αντιμετωπίζοντας το τέλος κατάματα, όταν έκλεινε ο εκδοτικός όμιλος ήταν κάθε μέρα εκεί, μαζί με τους εργαζομένους.
Ένας απ’ αυτούς τής είπε, κατά τη διάρκεια ενός λόγου της, πως «κυρία μου δεν έπρεπε να έχετε μούτρα να μας μιλάτε, εσείς που μας χρωστάτε τόσα».
Εκείνη, αφού τον κοίταξε ανάμεσα από τις βαριές, πυκνές, περιποιημένες και καλοβαμμένες με τα καλύτερα τρισδιάστατα προϊόντα βλεφαρίδες της, του απάντησε το μαρξιστικό: «Αυτό που μου λες είναι ταξικό μίσος»!
Οι εργαζόμενοι χαμογέλασαν πικρά και κατανόησαν, για άλλη μια φορά, πως πράγματι ένα χάσμα, ας το πούμε ταξικό ή σεισμογενές βάραθρο, θα εμπόδιζε για πάντα κάθε συνεννόηση μεταξύ του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου και της Μαρίας Αντουανέτας, αφού μιλάμε για επαναστάσεις και μίση μεταξύ κοινωνικών τάξεων.
Από σεβασμό σε μια κυρία, φυσικά ουδείς από τους καλλιεργημένους και με πολλές σπουδές και μελέτες εργαζομένους, μένοντας στο ταξικό μίσος και στην Γαλλική Επανάσταση, δεν απάντησε με την φράση του Ζαν Ζακ Ρουσσώ πως «όταν ο λαός δεν θα ‘χει τίποτα πια να φάει, θα φάει τους πλούσιους», δείχνοντας χαμογελαστά τα δόντια του!
Ο ομηρικός καβγάς για τη Vogue, η «βλάχα» Φέτση και η απελπισία εκείνων των εργαζομένων που τους χρωστάνε 50.000 και 65.000 ευρώ
Σα να είναι σκηνές από ταινίες οι ζωές όταν χωράνε σε λέξεις πάνε πίσω-μπρος και όλα γίνονται ένα με τις αποχρώσεις των μικρών, προσωπικών δραμάτων, να καταπίνονται στην ανάγκη να θυμίσουν σκληρές εποχές και το γύρισμα των καιρών.
Κάπου στο τέλος, η Έλενα Μακρή – Λυμπέρη κάνει σκηνές και φωνάζει σε εργαζομένους που υπογράψανε τα νομικά έγγραφα ζητώντας τα χρήματά τους. Μιλάμε για όφειλες σε εργαζομένους που έφταναν στις 50.000 και στις 65.000 ευρώ. Ζευγάρια χώρισαν, οικογένειες χάσανε σπίτια και αλλάξαν τόπους μεταναστεύοντας σε Ελλάδα και εξωτερικό, όλοι ξεκίνησαν απ’ την αρχή σε ηλικίες που οι αφετηρίες είναι απαγορευτικές, αλλά να που είναι και επιβεβλημένες.
Όμως ακόμη, η Έλενα Μακρή Λυμπέρη ζει την ανάγκη του μεγαλείου της Vogue.
Ω! αυτή η «Βίβλος της Μόδας» που έγινε σύμβολο, τον Δεκέμβριο του 1892, όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά και είχε ως εξώφυλλο μια ντεμπιτάντ μέσα σε ένα σύννεφο τριαντάφυλλων για να μάθει στις ανερχόμενες Νέο Υορκέζες το δυναμικό στιλ της σύγχρονης γυναίκας. Μετά ο δαιμόνιος επιχειρηματίας Arthur Baldwin Turnure συνειδητοποίησε στα τέλη του 19ου αιώνα πως έπρεπε να αναδειχθεί το στιλ και ο τρόπο ζωής της ανερχόμενης καλής κοινωνίας του BigApple. Το 1909 ο Condé Montrose Nast, ιδρυτής του μετέπειτα εκδοτικού γίγαντα Condé Nast, αγόρασε τον τίτλο και έφτιαξε το πλέον εμβληματικό γυναικείο περιοδικό του κόσμου. Η ελληνική έκδοση της Vogue κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λυμπέρη, πανηγυρικά, σε μια μικρή χώρα, με καλή κοινωνία και μέτρια ή και κακή να συναντιέται στις τρεις πλατείες της Αθήνας και στις περαντζάδες της επαρχίας και με τις εγχώριες κυρίες που φιλοξενούσε στις ιλουστρασιόν σελίδες της να φορούν ρούχα δανικά!
Επικεφαλής της ελληνικής έκδοσης της «βίβλου», λοιπόν, είναι η εργατική, δυναμική και έμπειρη Ελεονώρα Φέτση. Η ελληνική εκδοχή της θρυλικής για κάποιους εκδοτικούς λόγους Άννα Γουίντουρ της αμερικανικής Vogue.
Toπεριοδικό έβγαινε με αξιοπρέπεια και άποψη αν και οι πωλήσεις του, όπως ήταν αναμενόμενο με μεταμφιεσμένες λαϊκές τραγουδίστριες και τηλεσταρ σύντομης καύσης, σε Τζάκι Κένεντι, Οντρεϊ Χέπμπορν και Γκρέις Κέλι, ήταν τουλάχιστον αστείες και δεν έβρισκαν το κοινό τους στις πολύ πλούσιες Ελληνίδες που προτιμούσαν να ενημερώνονται από την αμερικανική Vogue, απευθείας.
Η Έλενα Μακρή Λυμπέρη πιστεύει πως θα τα καταφέρει ως διευθύντρια στο περιοδικό καλύτερα. Αλλωστε ήταν η Vogueο δικός της Ολυμπος!
Δεν κρύβει την δυσαρέσκεια της για την κυρία Φέτση, που τελικά οδηγεί σε έναν τεράστιο καβγά στο αίθριο ανάμεσα στα γραφεία των περιοδικων, στο κτήριο στο Κορωπί, που έκανε όλους τους εργαζομένους να βγουν έξω για να δουν τι γίνεται και να ανησυχήσουν πως οι δυο κυρίες θα πιαστούν στα χέρια. Εκσφενδονίστηκε δε η χειρότερη βρισιά που είχαν εύκαιρη, το «βλάχα», που συνηθιζόταν σ’ αυτούς τους κύκλους ως υποτίμηση, αν και όλες αυτές οι κυρίες και οι κύριοι θα είχαν πολλά να μάθουν απ την αρχοντιά των Αρμάνων, των Βλάχων δηλαδή, των μόνων λατινόφωνων πληθυσμών της Ελλάδας, που κατά πολλούς κατάγονται από τους Ρωμαίους λεγεωνάριους. Παρατηρητικοί δε εργαζόμενοι, που ήταν αυτόπτες μάρτυρες στον γυναικείο καβγά, παρατήρησαν πως η κυρία Μακρή Λυμπέρη είχε εμμονή με το «βλαχιά» και «βλάχος» παρότι η αδελφή της, ο αξιόλογος ως άνθρωπος γαμπρός της και η ανίψια της φέρουν το επώνυμο Βλαχάβα!
Η κυρία Φέτση τελικά αποχώρησε και η κυρία Μακρή Λυμπέρη κατάφερε να είναι επικεφαλής στο πολυπόθητο περιοδικό της απόλυτης καταξίωσης. Μάλιστα οργάνωσε μια μεγάλη βραδινή έξοδο στο στιλάτο και αρτιστίκ, πάντα, «48» της Ιλεάνας Τούντα, στο στενάκι, πίσω από τον «τάφο του Ινδού», το γήπεδο, δηλαδή, του Παναθηναϊκού. Εκεί ήταν ο Χάρης Χριστόπουλος, όλοι οι διευθυντές του ομίλου και τα σημαντικά στελέχη. Το χιούμορ της Έλενας Μακρή Λυμπέρη, εκείνο το βράδυ, ήταν προς όλους, πως αφού το περιοδικό δεν πήγαινε καλά λόγω κακών χειρισμών, τότε «βοηθήστε παρακαλώ στην αναστήλωση του Ιερού Ναού της Vogue».
Το περιοδικό πήγε ακόμη χειρότερα.
Τελικά η κυκλοφορία της Vogue ανεστάλη όταν η εταιρεία έκλεισε, στις 12 Νοεμβρίου 2012.
Πουλώντας μια Bentley και γιατί η κυρία Λυμπέρη δε θα γίνει Βασιλάκης Καΐλας!
Μένοντας, πάντα, στο ανάκτορο τους στο Κεφαλάρι, πούλησαν μια υπερπολυτελή Bentley και συνέχιζαν τον συνηθισμένο τρόπο ζωής τους, με τα παιδιά τους να σπουδάζουν στα καλύτερα πανεπιστήμια σε Βρετανία και ΗΠΑ, ενώ είχαν δει τον Πέτρο Κωστόπουλο το 2010 να κλείνει τα περιοδικά και τα ραδιόφωνα της ΙΜΑΚΟ.
Το παράδειγμα ακολουθήθηκε το 2012. Λέγεται πως μόλις είδαν τι έκανε ο Κωστόπουλος, συζήτησαν να κάνουν το ίδιο με συμβούλους τους. Οι αμοιβές τότε για τους εργαζομένους θα ήταν 1.000.000, ποσό μικρό για τον πλούτο τους.
Ο κύριος Λυμπέρης, λένε, πως το σκεφτόταν να τους αποζημιώσει, αλλά έπεσε πάνω στις αντιρρήσεις της κυρίας Λυμπέρη. Μάλλον δικαιώθηκε εκείνη, αφού, επτά χρόνια αργότερα, η ίδια διαθέτει κατάστημα στην Μύκονο, συνεχίζει την πολυτελέστατη ζωή με συμμέτοχη σε πάρτι, κοσμικά καλέσματα και δεξιώσεις, ενώ είναι πάντα ντυμένη σινιέ από την κορφή ως τα νύχια, ως κούκλα βιτρίνας της περιβόητης μια φορά και έναν καιρό σινιέ μπουτίκ Luisa.
Βέβαια η ίδια η κυρία Μακρή Λυμπέρη στη συνέντευξή της στην Μαρία Λεμονιά, στην ερώτηση αν ζει πολυτελώς όπως ακούγεται, είχε απαντήσει πως «…Δεν θα γίνω ποτέ Βασιλάκης Καΐλας για να πω τον πόνο της ζωής μου και να προκαλέσω το λαϊκό αίσθημα προκειμένου να μην ασχολούνται κακόβουλα μαζί μου. Ζω και θα ζω με την ύψιστη αξιοπρέπεια που θεωρώ εγώ για μένα, όπως ζούσα πριν και ακόμα πιο πριν, δουλεύοντας νυχθημερόν και ουχί πίνοντας καφέδες, κριτικάροντας την κρίση και υπερθεματίζοντας σαν την αδελφή του Κωνσταντάρα «άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα». Ουδείς γνωρίζει τι συμβαίνει στο σπίτι του διπλανού του και αυτό είναι και το σώφρον, όπως επίσης ο καθένας πρέπει να ασχολείται επισταμένως με τα της οικίας του. Τα εν οίκω μη εν δήμω».
Βέβαια, αρκεί ο οίκος να μην χρειάζεται να πληρώσει δέκα φορείς του Δημοσίου, τράπεζες και ιδιώτες που τους χρωστάει πολλά εκατομμύρια, γιατί τότε και εν δήμω και εν πόλη θα βγει ο οίκος.
Και για τους εργαζομένους κουβέντα καμία! Ο καθείς το δράμα του και ελπίζουμε να φτάνουν τα κέρματα από τα ρέστα μια ζωής εργασίας για κάνα καφεδάκι, απ’ αυτούς που υποτιμά και δεν πίνει η κυρία Λυμπέρη.
Άτιμη κοινωνία, λοιπόν, που άλλους τους έχεις πάντα κατεβασμένους και άλλους δεν τους ακουμπά η αγωνία σου…