ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όσοι γνωρίζουν τον Νουσρέτ Γκιεκτσέ, έχουν λίγο πολύ εξοικειωθεί με το κινηματογραφικό, success story της ζωής του.
Λιγότεροι ίσως ξέρουν το φιλανθρωπικό του έργο-εκεί όπου έπαιζε ξυπόλητος με τ’ αδέρφια του, τώρα έχτισε ένα σχολείο για να δώσει καλύτερες ευκαιρίες στα παιδιά των επόμενων γενιών.
Σε ηλικία 14 χρονών, έγινε μαθητευόμενος κρεοπώλης δουλεύοντας σκληρά, μπορεί και 18 ώρες τη μέρα.
Το 2009, στα 26 του, άφησε την Τουρκία και έφυγε για την Αργεντινή, όπου επί τρεις μήνες εργαζόταν σε φάρμες, κρεοπωλεία και εστιατόρια.
Σύντομα, το πάλεψε για Αμερική, αλλά ατύχησε, μιας που δεν κατάφερε να βγάλει βίζα, δεν είχε χρήματα σε λογαριασμό ή περιουσία και δεν ήταν παντρεμένος. Τέσσερις φορές προσπάθησε να την εξασφαλίσει, τέσσερις φορές απέτυχε και, έτσι, γύρισε πίσω, στην πατρίδα του.
Ένιωθε έτοιμος για ένα πρώτο επιχειρηματικό βήμα, έναν δικό του χώρο, να στεγάσει την αγάπη του για τις κοπές, το καλό κρέας και το φαγητό που είναι απολαυστικό όταν το μοιράζεσαι.
Η λύση ήρθε χάρη σε έναν φίλο από τα παλιά, τον Μιτάτ Ερντέμ, που τον εμπιστεύτηκε και τον βοήθησε να ανοίξει το πρώτο «Nusr Et Etiler» στην Κωνσταντινούπολη.
Δύο χρόνια μετά, ακολούθησε το Ντουμπάι. Τα πρώτα σοβαρά λεφτά είχαν αρχίσει να έρχονται και το πάλαι ποτέ χασαπάκι είδε για πρώτη φορά τις μετοχές του να ανεβαίνουν στ’ αλήθεια.
Ο χρυσός χασάπης, ο λαϊκός ήρωας του διπλανού story
Το Ιανουάριο του 2017 ανεβάζει στο twitter μια σειρά βίντεο που δείχνουν πώς κόβει και αλατίζει το κρέας.
Σε μερικά λεπτά της ώρας, γίνονται viral-είναι εκείνο το σημείο στις ζωές των ανθρώπων όπου η σκληρή δουλειά και η διαδρομή συναντά την μοίρα ή την τύχη κι ένα αστέρι σκάει.
Έκτοτε, εγγράφεται στις συνειδήσεις των followers ως Salte Bae, ως Μωρό του Αλατιού και γίνεται ο ίδιος brand, με το χαρακτηριστικό σπάσιμο του καρπού που, από ψηλά και με στιλ, αλατίζει το κρέας, πείθοντας για απίστευτη νοστιμιά σε κάθε μπουκιά.
Φοράει στενά ρούχα, είναι μικροκαμωμένος, μοιάζει με αίλουρο, επιλέγει γυαλιά ηλίου, τιμά την λαϊκότητά του, δεν επενδύει σε φινέτσα και σοφιστικέ διαδρομές, ο άνθρωπος είναι χασάπης.
Απλώς χρυσός, πια. Το είπε και ο ίδιος στους New York Times που του πήραν συνέντευξη: «Στην Τουρκία, το να είσαι χασάπης, είναι επάγγελμα χαμηλής κοινωνικής τάξης, υποτιμητικό. Τώρα, χάρη σε μένα, όλα τα παιδιά εκεί θέλουν να γίνουν χασάπηδες».
Τον Ιούνιο του 2019, λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, ο Νουσρέτ βρίσκεται στα καλύτερά του, διατηρώντας υποκαταστήματα στο Αμπού Ντάμπι, στο Ντουμπάι, στη Ντόχα, στη Κωνσταντινούπολη, στο Μαϊάμι, τη Νέα Υόρκη και τη Μύκονο.
Η αυτοκρατορία εστιατορίων του αξίζει 1,3 δισ. ευρώ και απασχολεί γύρω στους 500 εργαζόμενους.
Δεν φημίζεται για το πιο νόστιμο φαγητό στον κόσμο. Ούτε για τα πιο εκλεκτά υλικά. Γράφονται αμφιλεγόμενες κριτικές για υπερτιμημένα πιάτα, μέτρια κοκτέιλ, σκληρές μπριζόλες. Αλλά όλοι θέλουν ένα στόρυ μαζί του ή, έστω, σε κάποιο μαγαζί του.
Κοινωνικός, ανοιχτός, χωρίς μάνατζερ και επικοινωνιολόγο, δίνει στον κόσμο με γενναιοδωρία αυτό που θέλει να πάρει, αλλά χρεώνει στο κεφάλι.
Ναι, βγάλε σέλφι μαζί μου (συχνά, δε, λέγεται ότι αρπάζει το κινητό από το χέρι και τραβά ο ίδιος την σέλφι, τρελαίνοντας κόσμο και καίγοντας γυναικείες καρδιές), αλλά πλήρωσε και το τριψήφιο ποσό που κοστίζει το πιάτο σου.
Το «Μωρό του Αλατιού» στην Μύκονο
Ιούνιο του 2019, ανοίγει το πρώτο μαγαζί του Τούρκου στην Μύκονο, ένα steak house που, από την πρώτη εβδομάδα, απασχόλησε την κοινή γνώμη, μιας που αρκετές αποδείξεις δεν είχαν κοπεί-η συνολική τους αξία, σύμφωνα με την ΑΑΔΕ πλησίαζε τις 30.000-, αλλά το θέμα γρήγορα πέρασε στα ψιλά.
Το όνειρό του για μαγαζί στο Νησί των Ανέμων πραγματοποιήθηκε χάρη στη συνεργασία που πέτυχε με τους Ζαννή Φραντζέσκο και Σάμι Ιμπραήμ.
«Πρώτα απ’ όλα είμαστε γείτονες. Έπειτα η Μύκονος είναι γεμάτη τουρίστες, έχει δυνατό vibe και είναι αρκετά ελκυστικός προορισμός. Όλοι γνωρίζουν ότι πριν ήταν η Ίμπιζα και το Σεν Τροπέ, αλλά τα τελευταία χρόνια Νο 1 προορισμός είναι η Μύκονος. Στο νησί ήρθα για πρώτη φορά πριν από δύο καλοκαίρια. Γνώρισα μάλιστα τον Αντώνη Ρέμο. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν η ποιότητα που διέκρινα σε όλες τις υπηρεσίες. Μετά με κέρδισαν οι άνθρωποι με την ευγένειά τους, οι φανταστικές γεύσεις και οι πανέμορφες γυναίκες. Τι άλλο να ζητήσεις;»
Αυτά είχε δηλώσει ο Νουσρέτ για τον ερχομό του στο νησί, σε ανθρώπινο και επιχειρηματικό επίπεδο.
Είχε πει όμως και το εξής που, λίγα χρόνια μετά, φαντάζει κωμικοτραγικό: «Το νησί είναι εξωφρενικά ακριβό και αυτό είναι κάτι που πρέπει να διορθωθεί. Ο κόσμος έρχεται στη Μύκονο και φεύγει θυμωμένος όχι επειδή δεν πέρασε καλά, αλλά επειδή πλήρωσε πάρα πολλά χρήματα. Εγώ λοιπόν δεν θέλω να έρχεται κόσμος στο μαγαζί μου και να λέει ότι πλήρωσε πολλά σε σχέση με την ποιότητα που τους προσφέρουμε. Θέλω να φεύγουν με το χαμόγελο στα χείλη. Δεν ήρθα άλλωστε εδώ για να βγάλω λεφτά, αλλά για το πρεστίζ και να ευχαριστήσω τον κόσμο που με ακολουθεί παντού».
Εντάξει, Νουσρέτ, όλο και κάτι θα κερδίσεις πουλώντας μπριζόλες με βρώσιμα φύλλα χρυσού στα 245, τα 400 και τα 500 ευρώ το κομμάτι, χωρίς καν να συνοδεύεται από λίγες πατατούλες ή λαχανικά. Εκτός και αν επιτρέψεις σε κάποιον πελάτη να καθίσει για μια απλή μπιρίτσα, στα 10 ευρώ.
Άλλωστε, για πρεστίζ ανοίγει κανείς ένα μαγαζί. Για να κάνει και δεύτερο, σημαίνει πως κάτι βλέπει ότι πηγαίνει καλά.
Έτσι, σε συνεργασία με τον real estater Κωνσταντίνο Κορωνιώτη και τον χαλκέντερο επιχειρηματία Μάνο Πενταράκη, ο Τούρκος είδε στα μέσα Μάη να ανοίγει στην μικρή πλατεία Γουμένιο, στην καρδιά της Χώρας, το «Salt Bae».
Χωράει 180 άτομα, είναι διακριτικό από εμφάνιση για να παραπέμπει στην comfort διάσταση του μπεργκεράδικου και βέβαια, διαθέτει την γνωστή πια φωτογραφία-μακέτα του Νουσρέτ που σπάει τον καρπό, αλατίζει το κρέας και αλαλάζουν τα πλήθη.
Το ερώτημα είναι: Ποια πλήθη ακριβώς;
Άλλο η περσόνα, άλλο η επιχείρηση
Μπορεί να έχει 43.500.000 ακολούθους στο Instagram, αλλά αν χρειάζεται να βρίσκεται εκεί και να κάνει σόου για να βλέπει τα μαγαζιά γεμάτα, τότε υπάρχει θέμα.
Πασίγνωστος επιχειρηματίας του νησιού, από τους πλέον σεβάσμιους, που επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος δήλωσε στο Mononews.gr ότι δεν ακούει κανέναν από τους γνωστούς του να πηγαίνουν για μπέργκερ στο Salt Bae. Ούτε ο ίδιος έχει πάει και, μάλιστα, δεν το σκοπεύει.
H κριτικός Κέιτ Κρέιντερ που είχε φάει σε ένα από τα εστιατόριά του στην Αμερική, είχε γράψει το εξής, που λέει πολλά: «Όταν εμφανίζεται ο Salt Bae για να κόψει και να αλατίσει την μπριζόλα μας, το θέαμα είναι ντροπιαστικά συναρπαστικό.
Ο Τούρκος σεφ ποζάρει για ατελείωτες φωτογραφίες. Εκτός από ελάχιστα λόγια που μπορεί να ανταλλάξει με τους θαμώνες, είναι μια σιωπηρή παρουσία. Δεν φαίνεται σαν να είναι ιδιοκτήτης του εστιατορίου.
Είναι περισσότερο σαν ένας καλλιτέχνης που εργάζεται με εμπειρία. Όλοι οι πελάτες, που αποτελούνται σε αναλογία 50 – 50 από γυναίκες και άνδρες επιχειρηματίες και τουρίστες με επώνυμα ρούχα, βγάζουν τα τηλέφωνά τους για να τραβήξουν φωτογραφίες.
Κι αυτό, ίσως, σε κάνει να ξεχάσεις για λίγο τον λογαριασμό που θα σου έρθει στο τέλος».
Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τις στρατιές διάσημων ανδρών και γυναικών (από πολιτικούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές, επιχειρηματίες) που έχουν δημοσιεύσει την επίσκεψή τους σε κάποιο από τα εστιατόρια του Νουσρέτ: Μπέκαμ, Ντι Κάπριο μέχρι και ο δικός μας Αντώνης Ρέμος (που πήρε τον Τούρκο και στον γάμο του!) είναι ελάχιστοι μόνο από αυτούς.
Μαυλισμένοι από την οικειότητα και το υπερχειλίζον χιούμορ που εκπέμπει ο Νουσρέτ, γοητευμένοι από την ταπεινή καταγωγή του που παραμένει αξιοθαύμαστο άλλοθι αυτοδημιουργίας και απόδοσης σεβασμού, τρελαμένοι από το ότι μπορούν να βρίσκονται στο μαγαζί του-έχουν τα χρήματα για να το κάνουν!-κι ας τους κερνάει ο ίδιος ό, τι ποθεί η ψυχή τους.
Όταν το Mononews.gr επισκέφθηκε το μπεργκεράδικο για το ρεπορτάζ (με μπέργκερ αξίας από 50 μέχρι και 170 ευρώ!) δεν προσεφέρθη ούτε ένα ποτήρι νερό-να τα λέμε κι αυτά. Και όχι, δεν είχε δουλειά.
Ήταν Τετάρτη, 7/7, ώρα απογευματινή και άλλα μαγαζιά στην Χώρα έδιωχναν κόσμο, αλλά το Salt Bae είχε μόνο τρία τραπέζια κατειλημμένα-ο Νουσρέτ έλειπε, πηγαίνει συνήθως μεσημέρια από 13:30 μέχρι 16:00 το πολύ.
Σε σχετικό ρεπορτάζ στο Πρώτο Θέμα γίνεται λόγος για συνολικό τζίρο 11.312.500 ευρώ στο steak house-φαίνεται πως το μπεργκεράδικο θα χρειαστεί περισσότερο από μία σεζόν (και αν!) για να αγγίξει αυτό το αστρονομικό νούμερο.
Ο μάνατζερ του καταστήματος Yusuf Demiroglu πιστεύει και δηλώνει στο Mononews ότι στην Μύκονο κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να πουλήσει τόσο εύκολα μπέργκερ όσο το Salte Bae.
Το Best Seller τους είναι το κλασικό, juicy burger. Δουλεύουν πολύ με όλες τις εθνικότητες, ιδίως Αμερικανούς και Ιταλούς, λέει ο Demiroglu, αλλά δυστυχώς η Μύκονος δεν έχει και πολλούς Τούρκους τουρίστες-η Τουρκία είναι μια φτωχή χώρα, τονίζει. «Άλλωστε, ο σεφ είναι διεθνής προσωπικότητα, πια. Μπορεί να έρχονται κάποιοι Τούρκοι να τον χαιρετήσουν γιατί είναι πολύ διάσημος στην χώρα του, αλλά δεν έχουν, η αλήθεια είναι, την δυνατότητα να αγοράσουν πολλά, δεν διαθέτουν τα χρήματα».
Μέχρι να βγάλουμε μια φωτογραφία, δεν γελάει σχεδόν καθόλου, είναι κάπως αγχωμένος. Ύστερα σπάει, μου προσφέρει έναν ανθό μπουκαμβίλιας.
Δεν μιλά αγγλικά και δεν έχει το επικοινωνιακό χάρισμα του Νουσρέτ ο οποίος απαγορεύει τα κινητά στους εργαζομένους την ώρα εργασίας, αλλά αν είναι να θέλει κανείς να φωτογραφηθεί πλάι του και, ιδίως, μπροστά στην αφίσα με τον σπασμένο καρπό του, τότε είναι ο πρώτος κι ο καλύτερος.
Και τι δεν έχει κάνει στο νησί ο σόουμαν της ψησταριάς: έχει μαγειρέψει μπριζόλα στο σπίτι μιας μυκονιάτισσας γιαγιάς, έχει κάνει εκατοντάδες στόρυ στα οποία λέει πόσο πολύ έχει αγαπήσει τον τόπο (αγόρασε και σπίτι εδώ, μια βίλα 300 τ.μ λίγο έξω από την Χώρα), έχει κάνει τρελές χορογραφίες σε τραπέζια άσημων και διάσημων με το περίφημο αλάτισμά του, έχει καταφέρει να συντηρήσει τον μύθο του, πίσω από τα σκούρα γυαλιά και το αινιγματικό χαμόγελο, παίζει μπάλα με το Instagram του με επαγγελματικές φωτογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις, εν ολίγοις, γνωρίζει άριστα από marketing.
Πλασάρει την ερωτική σχέση που έχει με το κρέας με τρόπο σχεδόν ερεθιστικό, προσομοιάζοντας στον πρωτόγονο, δυνατό άνδρα που σφάζει την τροφή, αλλά και στον σύγχρονο, πιο ραφιναρισμένο με κοστούμι, αυτόν που την απολαμβάνει ακριβομαγειρεμένη καπνίζοντας το πιο ακριβό πούρο.
Αρκεί αυτό το image για να δει το δεύτερο μαγαζί του να πηγαίνει καλά;
Πληροφορίες λένε ότι φέτος ούτε το πρώτο, το steak house του, σκίζει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, στα μέσα του Ιούλη. Όσο εντυπωσιακή και αν είναι η προσωπικότητά του και το σόου που προσφέρει, αν το ζήσεις μια φορά, είσαι εντάξει.
Σε ένα μαγαζί επιστρέφεις επειδή σου έχει μείνει αξέχαστη η γεύση, η φιλοξενία, το περιβάλλον. Επειδή αισθάνεσαι ότι δεν έχεις πληρώσει μεταξωτές κορδέλες, έχοντας πάρει φύκια.
Και αλίμονο! Και άριστο κρέας έχουμε στην Ελλάδα, και άρτια εκπαιδευμένους σεφ και πάνω κάτω γνωρίζουμε τις τιμές. Η Μύκονος δε έχει τα πάντα, δεν της έλειπε η τεχνική του Νουσρέτ, ούτε τα φύλλα χρυσού που βάζει στις μπριζόλες και τα μπέργκερ του-σε κάποια μαγαζιά στο νησί τα καπνίζουν μες στον αργιλέ τα φύλλα χρυσού!
Κανένας σοβαρός κριτικός φαγητού δεν έχει ασχοληθεί με το φαγητό του Νουσρέτ. Δεν συζητιέται πολύ το φαγητό του Νουσρέτ per se.
Περισσότερο οι ακριβές τιμές του που κόβουν την ανάσα συζητιούνται. Και βέβαια και ο ίδιος συζητιέται. Πολύ. Αυτός όμως κάποια στιγμή θα πάψει να είναι σέξυ, θα πάψει να αφορά ή να ξετρελαίνει τόσο.
Θα έχουν βγει άλλοι δέκα, άλλοι πενήντα, κάποιοι θα κόβουν το κρέας με ψαλίδι στον αέρα, άλλοι με σφυρί πάνω στο κεφάλι τους-η εποχή της εικόνας τα ευνοεί όλα αυτά.
Τότε θα πρέπει ίσως να επενδύσει περισσότερο σε μια ανάδειξη της γαστρονομίας του, αναθεωρώντας ίσως το μενού του (είναι πασέ τα φύλλα χρυσού, είναι τουρκοελληνικό, βαλκάνικο πράγμα που δεν απευθύνονται στους πραγματικά πλούσιους, αλλά σε αυτούς που θέλουν να επιδειχθούν), αν όχι και τις τιμές του.
Το storytelling είναι άγιο και χρήσιμο πράγμα και ειδικά όταν μια ιστορία σαν αυτή του Νουσρέτ έχει τόσα ζόρια και τόση λάμψη μέσα της.
Απλώς, δεν αρκεί για να συντηρήσει αυτοκρατορίες, ειδικά όταν δεν είναι άμεσα και εκτός ψηφιακού περιβάλλοντος επαληθεύσιμα τα όποια αγνά και θελκτικά υλικά της, η λαϊκότητα, η αμεσότητα, η ευγένεια, το χαμόγελο.
(Νουσρέτ και συνεργάτες, ένα ποτήρι νερό προσφέρουμε και στον ξένο, όχι απλώς στον δημοσιογράφο που κάνει την δουλειά του…Κι ύστερα, μπορούμε να μασουλήσουμε ή να τηγανίσουμε όσα φύλλα χρυσού αντέχουμε! Πρώτα όμως το νεράκι!).
Διαβάστε επίσης