Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Η σχέση του με τη μουσική ήταν καρμική. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο νεαρός που δούλεψε ως αποθηκάριος στην Columbia και πούλησε βραχιολάκια στα νησιά έμελλε να κατακτήσει τη δική του θέση μεταξύ των αστέρων της ελληνικής μουσικής και να προσφέρει στο πεντάγραμμο, αλλά και στο ανθρώπινο συναίσθημα τόσα πολλά.
Μέγας θαυμαστής των Beatles, των Rolling Stones και των Deep Purple, ο μόνος λόγος για τον οποίο χαιρόταν ο νεαρός Λαυρέντης που βρήκε εκείνη την δουλειά στην αποθήκη της δισκογραφικής ήταν γιατί έτσι θα μπορούσε να είναι ο πρώτος που θα έρχεται σε επαφή με όλες τις νέες ξένες κυκλοφορίες, αλλά και να πετυχαίνει παραγγελίες από τα αγαπημένα του ξένα συγκροτήματα. Ένας ζωηρός νέος, που δεν τα πήγε ποτέ καλά με τα ωράρια, τις Δευτέρες και τις συμβατικές δουλειές. Γι’ αυτό και λίγο αργότερα απολύθηκε, πράγμα μάλλον αναμενόμενο, καθώς η επαναστατική του ψυχή, που διψούσε για ζωή, δεν ταίριαζε μέσα στα τετράγωνα κουτιά του 8ωρου της αποθήκης.
Η αδυναμία του να προσαρμοστεί σε μια ήσυχη, «τακτοποιημένη» ζωή ξεκινά, όμως, από νωρίτερα, τότε που φάνηκε πως ούτε με το σχολείο θα τα βρει ποτέ, ενώ ένας διαπληκτισμός με καθηγητή του στάθηκε αιτία ο μικρός Λαυρέντης Μαχαιρίτσας να αποβληθεί τόσο από το δικό του, όσο και από όλα τα σχολεία της χώρας, με αποτέλεσμα να στραφεί προς δουλειές του ποδαριού, όπως ήταν εκείνη του αποθηκάριου, αλλά και άλλες, όπως του σερβιτόρου ή του παρκαδόρου.
Η ανήσυχη, επαναστατική ψυχή του, όμως, έκρυβε πάντα την ιδέα της μουσικής, που τόσο αγαπούσε. Ο έρωτας με τη μουσική ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όταν, στα έξι του χρόνια, ξεκίνησε να κάνει μαθήματα πιάνου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1966, ο δεκάχρονος, τότε, Λαυρέντης αγόρασε τον δίσκο «Help» των Beatles και από τότε η ζωή έπαιξε το δικό της παιχνίδι, ώστε αυτός ο νεαρός με τη μοναδική φωνή και το ταλέντο να συνθέτει και να γράφει, να βρει τον δικό του δρόμο στην τέχνη που αγάπησε με όλη του την ψυχή.
Έτσι και θα γίνει, αφού 15 περίπου χρόνια αργότερα, θα σχηματιστεί μια μπάντα, οι PLJ Band, που έρχονται να συστηθούν στην ανατολή μιας νέας δεκαετίας και φιλοδοξούν ότι θα αποτελέσουν μια νέα πρόταση στη μουσική, πετυχαίνοντας πολλά.
Το όραμα για την καθιέρωση ενός συγκροτήματος, που θα αντιπροσώπευε το progressive rock, στην Ελλάδα, «φλερτάροντας» παράλληλα με την βυζαντινή μουσική, αποτυγχάνει, καθώς η δεκαετία των 80’s είναι μεν ανοιχτή σε πολλά νέα στοιχεία, δεν φτάνει ωστόσο, σε αυτόν τον δύσκολο και άγνωστο για τα ελληνικά δεδομένα ήχο.
Λίγο πριν κυκλοφορήσει ο πρώτος δίσκος της μπάντας, που είχε τίτλο «Armagedon», έρχεται μια μεγάλη ευκαιρία για τον Λαυρέντη και την παρέα του. Ο Γιάννης Πετρίδης κανονίζει στο συγκρότημα να μεταβεί στο Παρίσι, ώστε να ακούσουν τη δουλειά τους οι Γάλλοι της δισκογραφικής εταιρείας Polygram. Ο Λαυρέντης, τότε, δανείζεται ένα παλιό Ford του αδερφού του που, όταν ξεπερνά τα 80 χιλιόμετρα, κινδυνεύει να εκραγεί από την υψηλή θερμοκρασία και η μπάντα μαζεύει ό,τι οικονομίες έχει και αναχωρεί για την Πόλη του Φωτός.
Εκεί, θα συναντήσουν τους ανθρώπους της δισκογραφικής, όπου θα αφήσουν το δείγμα της δουλειάς τους και θα λάβουν την οδηγία να μην φύγουν από το Παρίσι, έως ότου να πάρουν απάντηση. Στα μέλη του συγκροτήματος δεν περισσεύουν λεφτά για ξενοδοχείο, γι’ αυτό και η διαμονή τους στη γαλλική πρωτεύουσα θα εξελιχθεί σε μια από εκείνες τις απίστευτες ιστορίες που θα έχουν μετά να διηγούνται. Οι τρεις φιλόδοξοι νέοι θα τριγυρίζουν στο Παρίσι για καιρό, αναμένοντας μια απάντηση από τη δισκογραφική, θα κοιμηθούν μέσα στο Ford, κάτω από γέφυρες, ενώ πολλά βράδια θα περιπλανώνται στο δρόμο πεινασμένοι.
Ο Δημήτρης Βακαλάκης, αρχικά κιθαρίστας της μπάντας και αργότερα, όταν το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Τερμίτες, μπασίστας, θα διηγηθεί, χρόνια αργότερα, ότι «στο Παρίσι μας έδιωχναν οι αστυνομικοί από τον Πύργο του Άιφελ, γιατί το σαραβαλάκι μας τους χαλούσε το τοπίο. Έχουμε κοιμηθεί μέσα σε νεκροταφεία, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι και μας ξυπνούσαν το πρωί οι κηδείες».
Ύστερα από λίγο καιρό, τα κουράγια των τριών νέων θα εξαντληθούν και τότε η μπάντα θα επιστρέψει στην Ελλάδα, αναμένοντας από εκεί την απάντηση των Γάλλων.
«Περιμέναμε το τηλεφώνημα, που θα άλλαζε τη ζωή μας, ενώ εγώ δεν είχα ούτε καν τηλέφωνο στο σπίτι. Κομμένο ρεύμα είχα», θα θυμηθεί αργότερα ο Λαυρέντης, σε συνέντευξη που είχαν παραχωρήσει οι «Τερμίτες» στο «Πρώτο Θέμα». Η απάντηση έρχεται τελικά από τους Γάλλους και, όπως θα ενημερώσει ο κιθαρίστας, Παύλος Κικριλής τον Λαυρέντη, είναι αρνητική. Το επόμενο βήμα για τους PLJ Band είναι να υπογράψουν με την Polygram Ελλάδας.
Το «Armagedon» κάθε άλλο παρά θα ενθουσιάσει τότε τα μουσικά δρώμενα, αφού οι κριτικές που θα κερδίσει στα μουσικά περιοδικά δεν θα είναι και οι πιο κολακευτικές, ενώ αντίστοιχη πορεία θα ακολουθήσουν και οι πωλήσεις του δίσκου. Πολλά χρόνια αργότερα, ωστόσο και συγκεκριμένα 30 χρόνια μετά, σχεδόν στο σήμερα, ο δίσκος αυτός θεωρείται αριστουργηματικός και κερδίζει τους ακροατές και του εξωτερικού.
Μετά την εμπορική αποτυχία του πρώτου δίσκου, το συγκρότημα συνειδητοποιεί πως αυτό που επιθυμεί να «πλασάρει» είναι κάτι που το ελληνικό κοινό δεν «αγοράζει».
Για να συνεχίσει την πορεία του στην μουσική, επομένως, πρέπει να αλλάξει προφίλ. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με την αλλαγή του ονόματος της μπάντας, όσο και του ήχου της. Το συγκρότημα, λοιπόν, τότε θα μετονομαστεί σε «Τερμίτες», ενώ, με παρότρυνση της δισκογραφικής, η μπάντα θα ηχογραφήσει με ελληνικό στίχο. Από τότε ξεκινά μια νέα εποχή για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και την παρέα του.
Η μουσική σφραγίδα των «Τερμιτών» θα είναι τόσο ξεχωριστή και τόσο έντονη, που πολλοί θα υποστηρίξουν τότε, αλλά και αργότερα, ότι χάρη σε αυτή τη μπάντα, δημιουργήθηκε ένα νέο είδος μουσικής, η «αστική μπαλάντα», με το ποιητικό στοιχείο. Οι «Τερμίτες», με τις μοναδικές δημιουργίες τους, έμελλε να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ελληνική μουσική.
Σημαντικοί αρωγοί σε αυτή την προσπάθεια της ανανεωμένης, πια, μπάντας, είναι οι στίχοι του Μιχάλη Μαρματάκη, που έγραψε, μεταξύ άλλων, τη «Σκόνη», αλλά και εκείνοι του Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλου, που θα έρθει λίγο αργότερα.
Η συνάντηση του Σπυρόπουλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα έμελλε να είναι καρμική, καθώς, ένα ήσυχο βράδυ, άλλαξε τη ζωή του τραγουδιστή για πάντα.
Συγκεκριμένα, ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος θα καθίσει ένα βράδυ με τον Λαυρέντη, ο οποίος θα αρχίσει να του διηγείται ιστορίες από την στρατιωτική του θητεία στον Έβρο. Ο Σπυρόπουλος, που τον ακούει με προσοχή, θα εμπνευστεί από τα όσα μαθαίνει για τα βιώματα του τραγουδιστή και θα αρχίσει να γράφει στίχους, δημιουργώντας τελικά το εμβληματικό «Διδυμότειχο Blues», ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια της δισκογραφίας του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, στο οποίο μάλιστα συμμετέχει και ο ήδη καταξιωμένος, τότε, Γιώργος Νταλάρας. Το κομμάτι αυτό θα γίνει ο ύμνος των φαντάρων, αλλά και ένα από τα πιο αγαπημένα, διαχρονικά, τραγούδια του καλλιτέχνη, ο οποίος θα δηλώσει, χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του, πως το «Διδυμότειχο Blues» του άλλαξε τη ζωή.
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας θα κάνει άστατη ζωή, φλερτάροντας με τις καταχρήσεις, ώσπου θα βρεθεί στον δρόμο του η γυναίκα της ζωής του.
Τότε, όλα θα αλλάξουν και ο Λαυρέντης θα κόψει τα πάντα. Έχοντας πάντα στο μυαλό του την ιδέα της συντροφικότητας και του «σπιτικού», θα καταλάβει γρήγορα ότι αυτή είναι η γυναίκα με την οποία θέλει να είναι. Θα την παντρευτεί, όταν εκείνος είναι σε ηλικία 40 ετών, στη Μονή Πεντέλης, με την παρουσία δύο ατόμων και έναν παπά celebrity, αφού, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει, ο ιερέας ήταν γνωστός από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις.
Ο ερχομός της κόρης του, λίγο αργότερα, θα τον αλλάξει για πάντα, κάνοντας τον έναν άνθρωπο που αφοσιώθηκε στις δύο γυναίκες που λάτρεψε και που έγιναν η έμπνευσή του για τραγούδια αγάπης, που μίλησαν στις ψυχές όλων και που δεν μοιάζουν με κανένα άλλο.
Τον κόσμο, ο Λαυρέντης θα τον κερδίσει εύκολα, καθώς η καθαρή, αθώα του ψυχή διακρίνεται εύκολα και το αστείρευτο ταλέντο του στη μουσική δεν τον προδίδει ποτέ. Οι ακροατές και θαυμαστές του δεν θα είναι από εκείνους που απλώς ακούν, αλλά από εκείνους που ακολουθούν τον καλλιτέχνη σε κάθε του βήμα και δεν χάνουν ποτέ τις ζωντανές εμφανίσεις του. Τραγουδούν μαζί του, αισθάνονται μαζί του.
Δεν είναι όμως μόνο εκείνο που θα φέρει τον κόσμο κοντά σε αυτόν τον μοναδικό καλλιτέχνη. Είναι και η σπάνια ειλικρίνειά του, εκείνη με την οποία θα αποκαλύψει μόνος του τις σκοτεινές πλευρές του εαυτού του, σαν μια κατάθεση ψυχής, που όταν μιλά στους δημοσιογράφους, δεν μπορεί να βάλει το πονηρό με το νου του και νιώθει ότι μιλά απευθείας στο κοινό του, στους φίλους του.
Λίγα χρόνια πριν, ένα πρόβλημα στην καρδιά του θα τον προειδοποιήσει για τα επακόλουθα. Τότε, θα χρειαστεί να υποβληθεί σε επέμβαση bypass, γεγονός που σε αυτόν τον άνθρωπο, που διψάει για ζωή, θα προκαλέσει φόβο και κατάθλιψη.
Την ψυχική αρρώστια που τον «τρώει» θα την παλέψει με σύμμαχο το καλύτερο φάρμακο: τη μουσική. Ο Λαυρέντης θα συνεχίσει να δημιουργεί, να γυρνάει την Ελλάδα, τραγουδώντας για τους φίλους του και να συνεργάζεται με αγαπημένους του φίλους, όπως τον Διονύση Τσακνή, τον Νίκο Πορτοκάλογλου και άλλους.
Λάτρης του πολιτισμού, προσπαθεί πάντα να ωθεί τα πράγματα προς την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων που προάγουν την πολιτιστική κουλτούρα. Με υψηλή αίσθηση του χιούμορ, αλλά και έντονη πολιτική και κοινωνική ευαισθητοποίηση, ο Λαυρέντης δεν θα πει ποτέ όχι σε κάποιον που θα ζητήσει να τον δει μετά από μια ζωντανή εμφάνιση.
Τον περασμένο Φεβρουάριο θα έρθει άλλη μια προειδοποίηση για τα όσα έρχονται, από εκείνες, όμως, που δεν τους δίνουμε σημασία. Σε μια ζωντανή του εμφάνιση στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, ο Λαυρέντης βρίσκεται στην σκηνή, όταν ξαφνικά αρχίζει να αισθάνεται μια δυσφορία και καταρρέει μπροστά στα μάτια του κοινού.
Επικρατεί πανικός, από τα μικρόφωνα αναζητείται γιατρός μέσα στους θεατές και οι κουρτίνες κλείνουν, ώστε να μεταφερθεί ο Λαυρέντης στο καμαρίνι και να του δοθούν οι πρώτες βοήθειες.
Το συμβάν έγινε λίγο πριν το τέλος του προγράμματος, στο οποίο συμμετείχε και ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Ο Πορτοκάλογλου θα βγει να πει δύο τραγούδια ακόμα, για να συνεχίσει η βραδιά, ενώ θα ευχηθεί δημόσια ταχεία ανάρρωση στον Λαυρέντη, ο οποίος πράγματι συνέρχεται λίγη ώρα μετά.
Τίποτα δεν πτοεί τον παθιασμένο καλλιτέχνη, που δεν θα σταματήσει να κάνει εκείνο που ξέρει καλύτερα να γυρίζει σε περιοδείες και να περνά τα βράδια του μαζί με φίλους, στην Αθήνα, αλλά και σε όλη την Ελλάδα.
Σε ένα τέτοιο βράδυ, που αγαπούσε να περνά από μικρός, θα γραφτεί το αξεπέραστο «Πόσο σε θέλω». Ο Λαυρέντης κάθεται με τον Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλο και μελετούν τους στίχους που μόλις έχουν «σκαρώσει». Παράλληλα, ο Λαυρέντης συνθέτει στο μυαλό του τη μελωδία. Με μερικές προσθήκες, σε μουσικά μέρη, του Αντώνη Μιτζέλου, δημιουργείται τελικά αυτό το αριστούργημα, ο «ερωτικός ύμνος» που σφραγίζει το συναίσθημα όλου του κόσμου που το έχει ακούσει.
Ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του ίδιου, ωστόσο, είναι το «Και τι ζητάω, τι ζητάω μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω…», ένα τραγούδι που, με ένα παιχνίδι της μοίρας, θα γίνει σκληρή πραγματικότητα για τον ίδιο, όταν ένα βράδυ Κυριακής προς Δευτέρα, μετά από τραγούδια με τον κόσμο που τόσο τον αγάπησε και γέλια με τους φίλους του, που πάντα αναζητούσε, ο Λαυρέντης θα σβήσει για πάντα, προδομένος από την καρδιά του.
Έφυγε την ημέρα που απεχθανόταν πιο πολύ, την Δευτέρα, για να συναντήσει τους φίλους του, που τον περιμένουν εκεί ψηλά, τον Σάκη, τον Παύλο, τον Τζίμη και να αφήσει τους επίγειους να ταξιδεύουν με τα τραγούδια του, τα οποία θα ακούνε πια μόνο σε ηχογραφήσεις.
Αύριο, Τετάρτη, 11 Σεπτεμβρίου, θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία του αγαπημένου καλλιτέχνη, στο κοιμητήριο Ζωγράφου. Παράκληση της οικογένειας, μάλιστα, είναι, αντί στεφάνων, να ενισχυθεί η πρωτοβουλία της Ένωσης «Μαζί για το παιδί», για την οποία μάλιστα ο Λαυρέντης επρόκειτο να τραγουδήσει σήμερα, σε μια συναυλία στο Ηρώδειο.
Για όσους επιθυμούν να κάνουν δωρεά, μπορούν με τους παρακάτω τρόπους:
EUROBANK
Αρ. Λογ. 0026.0102.16.0200303078
IBAN: GR 8302 601020000 160200303078
ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αρ. Λογ. 6017 0400 56698
ΙΒΑΝ: GR210 171 0170 0060 1704 0056 698
Στην αιτιολογία: Εις μνήμην Μαχαιρίτσα
Ή τηλεφωνικά στο 210 74 82 690».