ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«…Επένδυσα στην χώρα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ πιστεύοντας στην παγκοσμιοποίηση που υποσχέθηκαν, ώστε να είμαι οργανωμένος… Αυτοί ήρθαν χωρίς κεφάλαια χωρίς γνώση και φυσικά χωρίς στυλ και έφυγαν με περιουσίες, αφήνοντας πίσω τους σκουπίδια, τα ίδια τα παιδιά τους. Έπειτα; Ήρθε η αριστερά! Άφησε άθικτα αυτά τα σκουπίδια και δημιούργησε και άλλα! Λυπάμαι να διαιωνίσω αυτή την κατάσταση! Σκουπίζω μόνο το γύρω γύρω που πρέπει να περπατήσω για να μην τσαλακώσω το glamour μου την προίκα μου δηλαδή…»
…Αυτός είναι ο μόνος σχολιασμός του Λάκη Γαβαλά, του Mr. Lak, όταν τον ενημερώσαμε πως ετοιμάζουμε μια ιστορία για τη ζωή του. Του Λάκη Γαβαλά, που βραβεύτηκε ως «επιχειρηματίας της χρονιάς» πολλές φορές, που θεωρήθηκε δαιμόνιος επικεφαλής του εμπορίου, που γύρω του ένας πολύχρωμος θίασος κοσμικών τρίβονταν γατίσια στα πόδια του για ένα του χάδι – πρόσκληση στα περιβόητα πάρτι του στη Μύκονο, που έζησε στα παραδείσια Ηλύσια πεδία του life style και του εκλεπτυσμού του υψηλού γούστου αλλά και τα Τάρταρα, την ειρκτή των εγκάτων των ελληνικών φυλακών.
Εκκεντρικός; Καλός πωλητής των ειδών του, έχοντας εφεύρει τον εαυτό του; Όπως και να ‘χει, ο Λάκης Γαβαλάς, συνδύασε την στάση ζωή της επιτυχημένης Κοκό Σανέλ πως «για να είναι κανείς αναντικατάστατος, πρέπει να είναι πάντα διαφορετικός», με τον αφορεσμό του γεμάτου σκοτεινιά Φρίντριχ Νίτσε πως «πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι». Και στο κάτω, κάτω της γραφής, ο Λάκης Γαβαλάς, πλήρωσε αντρίκια το οποίο χρέος του στη κοινωνία, με φυλάκιση 15 μηνών, ενώ άλλοι που βύθισαν τους Έλληνες στη πυρακτωμένη λίμνη της κόλασης, να καίγονται φωτιά και θειάφι, είναι ελεύθεροι συνεχίζοντας μια κρυφή τρυφηλή ζωή που, κάποτε, ο ίδιος ο Γαβαλάς εφηύρε και τους σύστησε…
Κι άλλο ένα διαμέρισμα στο σφυρί…
Με την πρεμιέρα, τον περασμένο μήνα, για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων για οφειλές προς το Δημόσιο – Εφορία και Ασφαλιστικά Ταμεία, βγήκε στο σφυρί, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, το διαμέρισμα 4ου ορόφου του Λάκη Γαβαλά στην Αγία Παρασκευή, 151 τετραγωνικών μέτρων. Η τιμή εκκίνησης ήταν 187.000 ευρώ, την ώρα που τα χρέη του πάλαι ποτέ επιχειρηματία στον χώρο της μόδας αγγίζουν τα 18,7 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για ένα ακόμη χτύπημα για τον Λάκη Γαβαλά, καθώς προ ημερών το διαμέρισμα τετάρτου ορόφου στη συμβολή των οδών Πινδάρου και Τσακάλωφ στο Κολωνάκι κατέληξε στην Εθνική Τράπεζα. Η τιμή εκκίνησης ήταν 271.000 ευρώ. Σε αυτή την τιμή πήρε η ΕτΕ το σπίτι. Το γωνιακό διαμέρισμα, που έχει επιφάνεια 108 τ.μ., βρίσκεται στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας στο Κολωνάκι και διαθέτει τέσσερα δωμάτια, κουζίνα, δωμάτιο υπηρεσίας και αποθήκη 4 τ.μ. Φέρει προσημειώσεις και υποθήκες υπέρ των τραπεζών, συνολικού ύψους άνω των 3 εκατ. ευρώ.
Το σημείο που βρίσκεται το διαμέρισμα θεωρείται «φιλέτο», λόγω της ιδανικής του τοποθεσίας και για αυτό αναμένεται να γίνει ανάρπαστο. Δεύτερο σπίτι που χάνεται για τον επιχειρηματία που όμως δε δείχνει να μεμψιμοιρεί, αλλά συνεχίζει να αγωνίζεται. Όταν για το φημισμένο σπίτι του στη Φτελιά, στη Μύκονο, όπου όλοι οι ιθαγενείς celebrities, αλλά και η ελίτ του επιχειρηματικού, πολιτικού και εκδοτικού κόσμου είχαν περάσει από κει για να συμμετέχουν στα μυθικά του πάρτι, βγήκε σε ρεπορτάζ σε άθλια κατάσταση, ο ίδιος έδειξε πως δεν ιεραρχεί πρώτα τα ντουβάρια στη ζωή του. «Δεν παθιάζομαι με τα υλικά αγαθά…» έγραψε στο facebook του, «τα όνειρά μου και τα πιστεύω μου δεν αιχμαλωτίζονται σε ένα κρεβάτι σε μια βίλα στη Φτελιά της Μυκόνου, αλλά δίπλα στην αγκαλιά του αγαπημένου μου προσώπου». Η βίλα αυτή, βγήκε προς πώληση στη τιμή των 8.000.000 ευρώ.
Η προσφορά του κολοσσιαίου ακίνητου στην Παιανία και η απάντηση πως «το Δημόσιο δεν θέλει ακίνητα, θέλει ρευστό»
Ο Λάκης Γαβαλάς που πλήρωνε πάντα τους φόρους του και υπήρξε νόμιμος, μετρά τη κατάρρευση του πρότεινε στο ελληνικό δημόσιο συμψηφισμό των χρεών του με τα ακίνητά του μεταξύ των οποίων και το γνωστό ακίνητο της Κάντζας, που είναι ολόκληρο συγκρότημα κτηρίων και υπήρξε το άντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. Έχει γραφεία, χώρους επίδειξης, αποθήκες, συνολικής επιφάνειας 14.956,94 τ.μ και η αξία του υπερβαίνει τα 32.000.000 ευρώ, με βάση τις εκτιμήσεις Διεθνών Οίκων. Οι νομικοί εκπρόσωποι του Λάκη Γαβαλά, πήγαν, στον, τότε, υπουργό Γιάννη Στουρνάρα και του έθεσαν την πρόταση να λάβει τα ακίνητα του το κράτος και το εν λόγω κτήριο για τα χρέη του.
Η απάντηση που πήραν ήταν πως «το Δημόσιο δεν θέλει ακίνητα, θέλει ρευστό». Έμεινε να αναρωτιέται ο επιχειρηματίας πως αφού δεν υπάρχει ρευστό, δεν παίρνουν τα ακίνητα για να ισοσκελίσει έστω μέρος της ζημίας. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Λάκης Γαβαλάς πρότεινε να λάβει η Περιφέρεια Αττικής, η οποία δαπανά 7,5 εκατομμύρια το χρόνο για πάγια μισθώματα το κτίριο, ώστε να εντάξει όλες τις υπηρεσίες της. Ούτε αυτό έγινε!
Κάπου εδώ να πούμε, πως ο επιχειρηματίας μόδας, που θεωρήθηκε δαιμόνιος και ισχυρός πανευρωπαϊκά, με τη φήμη του να φτάνει στην Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες, ως ικανού να λανσάρει παγκόσμια στιλ και άτομα, πτώχευσε και βρέθηκε στις φυλακές, ενώ τα χρέη του προς το Δημόσιο ταμείο εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Να τα πιάσουμε όμως, όλα απ’ την αρχή; Λοιπόν…
… Μια φορά και έναν καιρό που ο Περπινιάδης και η Ρία Νόρμα τραγουδούσαν στη βάφτιση του Απόστολου…
Γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1952 -στον αστερισμό του Αιγόκερου λοιπόν για όσους τα εξετάζουν αυτά-, στον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά, για να μεγαλώσει αργότερα στον Κορυδαλλό. Μεγάλωσε με δύο αδερφές, χαϊδεμένος τους, τη Νότα και τη Νούλη. Ο πατέρας του, Διονύσης ήταν ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας με εργοστάσιο που έφτιαχνε μηχανήματα για κοπή μαρμάρων και που είχε πάρει βραβείο ευρεσιτεχνίας στην έκθεση της Θεσσαλονίκης, ενώ απασχολούσε 200 εργαζομένους. Είχε ακόμη νταμάρια για εξόρυξη μαρμάρων σε Αττική και Ιωάννινα.
Στη βάφτιση του Απόστολου, έγινε τέτοιο γλέντι που θυμόντουσαν για χρόνια οι Πειραιώτες, με τον Βαγγέλη Περπινιάδη και με τη Ρία Νόρμα να τραγουδούν για το νεοφώτιστο μωρό, «ανεβαίνω σκαλοπάτια, ανεβαίνω ανηφοριές», «βραδιάζει και βαριά συννεφιάζει και ο δρόμος με βγάζει πάλι εκεί που πονώ» και «άμα θες να φύγεις, φύγε! Άμα θες να κλάψεις, κλάψε! Να γκρινιάζεις μόνο πάψε, δεν μπορώ να τ’ ανεχτώ».
Ο Λάκης πηγαίνει στη περιβόητη «Saint Paul – Ελληνογαλλική Σχολή Αρρένων», όπου δεν αγαπά τα σπορ και τη βοή των άγριων αγορίστικων παιχνιδιών, διαβάζει περιοδικά, προτιμά την μοναξιά, αλλά έχει ένα χιούμορ, τόσο ξεχωριστό και ευφυές, που τον κάνει δημοφιλή στην σχολική αυλή, όταν αρχίζει η εφηβεία. Ήσυχος, λένε, αλλά δε σήκωνε πολλά πολλά ο γιος του Νιόνιου και συχνά στα διαλείμματα με όποιον τον ενοχλούσε πλακώνοντας στο ξύλο, χωρίς να υποχωρεί ακόμα και αν ήταν πιο πολλοί και πιο δυνατοί οι αντίπαλοι του.
Στο σπίτι ακούνε, φυσικά λαϊκά και ρεμπέτικα. Είναι ο Πειραιάς, ο Κορυδαλλός έστω, η Νίκαια, η Κοκκινιά των ρεμπέτικων και της αντρίκιας, κάποτε περιθωριακής μπέσας. Το μαγαζί του Κεφάλα και του Περιβόλα! Ο μικρός Λάκης, όπως επιβάλει να τον φωνάζουν ακόμα και όταν φωνάζουν οι δάσκαλοι κατάλογο, μεγαλώνει εκεί με Καζαντζίδη, Διονυσίου, Παγιουμτζή, Τσαουσάκη, Δούκισσα, Βοσκόπουλο. Ο πατέρας του είναι φίλος με τον Βαγγέλη Περπινιάδη και συχνά οικογενειακά επισκέπτονται τον λαϊκό ερμηνευτή στο σπίτι του στο Χαϊδάρι.
Στα οκτώ ο Λάκης θυμάται να ανεβαίνει στο πάλκο, στα «Αστέρια», στη Νεάπολη και κάθεται στην αγκαλιά της Μαρινέλλας που τραγουδούσε με τον μέγα Καζαντζίδη, επίσης φίλο του πατέρα του. Σε όλη την επόμενη ζωή του, στις θεαματικές της αλλαγές, στις μεγάλες του επιτυχίες και στις οικονομικές κατακρημνίσεις, ο Λάκης, ο χορευτής στην Ευρώπη, με την εκπαίδευση στο μπαλέτο, θα εκφράζει τα μαράζια και τους νταλκάδες του, ή ο Γαβαλάς μόνο με ζεϊμπέκικο βαρύ και την φωνή του Καζαντζίδη…
Φυγή στην Ιταλία, η Ραφαέλα Καρά, ο Αρμάνι, ο Βερσάτσε, ο Τρουσάρντι, η μόδα…
Οι συμμαθητές του Λάκη Γαβαλα, από το φημισμένο γαλλικό σχολείο, θυμούνται την εφηβεία τους. Λένε πως ήταν ο πρώτος που φόρεσε, μπότες μυτερές με τακούνι και έβγαινε πάντα πρώτος στους διαγωνισμούς χορού, που συνηθίζονταν τότε, στα clubs. Κάποτε μπήκε, στη τάξη, με μπλούζα ναυτική με οριζόντιες ρίγες, ανοιχτής λαιμόκοψης και με κόκκινο φουλάρι στον λαιμό.
-«Τι είσαι, παιδί μου; γονδολιέρης;» τον ρώτησε ο καθηγητής.-«Όχι, κύριε! ο Ζακ Μπρελ!» απάντησε ο Λάκης με την τάξη να αναλύεται σε γέλια προς θυμό του καθηγητή.
Ο πατέρας του, ο Διονύσης, θέλει ο Λάκης, ο αέρινος και καλογυμνασμένος, εκείνη την εποχή, που αυτά ήταν άγνωστες λέξεις και συνήθειες, να ανάβει την οικογενειακή επιχείρηση σιγά σιγά. Αρνείται. Από πείσμα ξεκίνησε να εργάζεται σε τσαγκαράδικο στο Μοναστηράκι σε ηλικία 17 ετών και αυτό υπήρξε και η αφορμή μυηθεί στα αξεσουάρ και να κατανοήσει ποιότητες και ανάγκες.
Σε ηλικία 21 ετών πήγε στην Ιταλία, όπου και έμεινε για 9 χρόνια. Λένε πως η σύγκρουση με τον πατέρα του, τότε, ήταν δραματική. Σήμερα μου απαντά πως «όχι δεν συγκρούστηκα με την έννοια την απόλυτη! Απλά δεν χαιρόταν, κιόλας, που δεν έβαζα στον τόρνο τα μπουλόνια, ενώ αγνοούσε ότι ήμουν τρομερός στην… αραμπέσκ!».
Σπουδάζει χορό στη σχολή της θρυλικής και τεράστιας για την εποχή και τη χώρα, Ραλλούς Μάνου. Μόλις βρίσκεται στην πολύχρωμη, φασαριόζα, νεανική πάντα Ρώμη χορεύει στο μπαλέτο της RAI. Είναι χορευτής στο περιβόητο και εμβληματικό σόου της Ραφαέλα Καρά και «Zero Tres Cuatro Cinco Seis» ή «Aαααα far l’amore comincia tu»!
Κάποια στιγμή, ως καλεσμένος στην εκπομπή «Καρντάσιανς» στον ΑΝΤ1, θα του δείξουν ασπρόμαυρα πλανά από χορευτικό, με την μελαχροινή ακόμα, Ραφαέλα, απ’ το 1972 με εκείνον να την πλαισιώνει χορεύοντας, αγνώριστος. Συγκινείται και δηλώνει πως δεν έχει τίποτα στο αρχείο του.
Όσο για τον χορό του; Ε! «Δεν ήμουν και ο Νουρέγιεφ» έχει πει σε άλλη συνέντευξη του, «ο χορός ήταν για μένα μια άσκηση ομαδικής πειθαρχίας. Τότε η μόδα δεν ήταν όπως τώρα, που απλώς τα μοντέλα περπατούν στην πασαρέλα. Τότε έπρεπε όλα να παρουσιάζονται με χορευτικές κινήσεις και ιδιαίτερες δεξιότητες. Ήθελαν κάποιον χορογράφο, κάποιον να σκηνοθετήσει την επίδειξη». Και τον βρήκαν. Ήταν ο Λάκης στην Ιταλία, που αναλαβαίνει την κίνηση στις πασαρέλες και γνωρίζεται με τους Αρμάνι, Βερσάτσε και κυρίως τον Νικόλα Τρουσάρντι, που το 1965 είχε αναλάβει του ομώνυμου παππού και ιδρυτή του οίκου Trussardi, την εταιρείας κάνοντας την παγκόσμιας φήμης. Η φιλία μαζί με τον υψηλής αισθητικής σχεδιαστή, στάθηκε καθοριστική για τον Λάκη. Η μόδα είναι λοιπόν αυτό που, ο Λάκης θέλει να κάνει. Με πειθαρχία, άσκηση και Πειραιώτικη προσήλωση πάντα…
Ένας γάμος…
Και ενώ φήμες διανθισμένες με εξωτισμό και μυστήριο διαδίδονται για τον Λάκη Γαβαλά, όπως ότι υπήρξε χορευτής στην Μέση Ανατολή και πως μεγάλοι έρωτες με διάσημα πρόσωπα κρύφτηκαν επιμελώς, ο ίδιος θα μιλήσει κάποτε για την επί 9 χρόνια σχέση και γάμο, με μια Σουηδέζα καλλονή, που γνώρισε όταν εκείνη ήταν 19 και εκείνος 21, στο Πόρτο Φίνο. Ο Λάκης ήθελε παιδί. Η γυναίκα του όχι, ή τουλάχιστον όχι τότε. Ήταν μοντέλο και απλά υπέροχη όπως ο Λάκης Γαβαλάς την έχει περιγράψει. Για εννέα χρόνια έκανε πέρα «τις πούδρες και τα κουτάκια τους» και ήθελε μόνο να «αγγίζει εκείνη». Η Σουηδέζα καλλονή είχε μεγαλώσει στο Λονδίνο, αλλά παντρεύτηκε τον Έλληνα που ζούσε στην Ιταλία, στην Ελβετία, μες σε ένα κοσμοπολίτικο κυκεώνα, ανάμιξης εθνικών συνηθειών. «Από τα 30 μου και μετά τις γυναίκες τις βλέπω μόνο στο κομμωτήριο» λέει ο επιχειρηματίας γελώντας!
Ρόδος – Κολωνάκι και τα χρυσά χρόνια
O Γαβαλάς επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές του 1980 και άνοιξε αρχικά ένα μικρό μαγαζί στη Ρόδο. Το 1982, παίρνει την απόφαση και επιχειρεί το πρώτο του κατάστημα, στην Αθήνα, από τον οίκο Trussardi. Κάνει θραύση! Καθιερώνει και συστήνει στους Αθηναίους τους Moschino, Krizia, Dolce & Cabbana, DSquared2. Τα πρώτα γραφεία της εταιρείας στη λεωφόρο Θησέως στην Καλλιθέα εγκαταλείφθηκαν για ένα πολυτελές κτίριο στη εμβληματική λεωφόρο Κηφισιάς, στο Μαρούσι.
Η εταιρεία από ΑΠΕ έγινε Ανώνυμη, με βασικούς μετόχους φυσικά τον Λάκη Γαβαλά, τη μικρή αδελφή του Νότα και τον πρώην σύζυγο της μεγάλης αδελφής Νούλης, τον Κώστα Πανουσόπουλο. Θα προστεθούν αργότερα στη δουλειά, που είναι οικογενειακή υπόθεση και οι δύο κόρες της Νούλης Γαβαλά, Στήβη και Τζοβάννα Πανουσοπούλου.
Με έξυπνες κινήσεις, αλλά κυρίως άπειρες εργατοώρες δουλειάς και σκληρές διαπραγματεύσεις, μαθαίνει την Αθήνα να ντύνεται απ’ τους διεθνείς οίκους, επιβάλλει σχεδιαστές, κατανοεί τις τάσεις και την ζήτηση της εποχής και κάνει τα πάντα. Ρούχα και αξεσουάρ αλλά και είδη σπιτιού. Η εταιρεία, στις αρχές της δεκαετίας του 90, κάνει τζίρο περισσότερο από 90 εκατομμύρια δραχμές τον χρόνο! Στις αρχές του 2000, ο Γαβαλάς είχε πλέον την αντιπροσωπεία των Burberry, της σειράς Rive Gauche του Υves Saint Laurent, ενώ είχε φέρει στην Ελλάδα και τα ιταλικά αρώματα Acqua di Parma.
Αντιπροσωπεύει 85 ξένες εταιρείες, το 90% των οποίων ήταν πολυεθνικές, διαθέτει 850 πελάτες στη χονδρική, 13 καταστήματα και 300 εργαζομένους! Το 2003 ξεκίνησε και τη δική του, πιο οικονομική, νεανική μάρκα, τα LAK. Μετακομίζει στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις του, στο οικόπεδο των 30.000 τετραγωνικών μέτρων, με τα τρία κτίρια, τις αποθήκες, τα γραφεία, το σχεδιαστήριο και το showroom.
Party time
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Λάκης Γαβαλάς έχει ήδη καλλιεργήσει το μύθο του. Δοτικός, γαλαντόμος, με άψογους τρόπους και βιτριολικό χιούμορ, δε δίνει συνεντεύξεις, εκτός από το πάρτυ του κάθε καλοκαίρι στη Φτελιά και κάποιες εμφανίσεις εκκεντρικές, περισσότερο για να προβάλει τις νέες του συνεργασίες, δεν βγαίνει απ’ το σπίτι, ούτε κανείς ξέρει τι κάνει στη ζωή του. Άνθρωπος της οικογένειας, επιδιώκει το χρόνο με τις αδελφές και τις ανιψιές του.
Οι ιδιαίτερες εμφανίσεις του, έχουν να κάνουν με έναν επαγγελματισμό καλοσχεδιασμένο που αποσκοπεί στην οικειότητα με τα είδη των οίκων μόδας που λανσάρει. Φουστανέλες και σακάκια, σκωτσέζικες η χαβανέζικες φούστες, μακεδονικές σκούφιες, κοσμήματα, τσάντες. Όχι! Δεν κάνει επίδειξη ματαιοδοξίας, αλλά υπηρετεί τη καλά σχεδιασμένη τακτική του για τους επαγγελματικούς θριάμβους τους. Όλοι οι πελάτες και οι ισχυροί της μόδας και όχι μόνο, καλούνται στα θεματικά του πάρτι που διαρκούν μέχρι τις 8 και τις 10 η ώρα το πρωί, στη Μύκονο.
Τότε ήταν ράπισμα στη κοσμικότητα κάθε κυρίας και θέμα γοήτρου να μη τη καλέσει ο Γαβαλάς. Ως και πολιτικά μέσα επιστρατεύονται για να υπάρξει η πολυπόθητη πρόσκληση! Είναι η εποχή που το παράξενο αυτό, βουερό πλήθος τον αποθεώνει για να βγει μια φωτογραφία μαζί του, ή να αποκτήσει ένα σινιέ, έστω και μαντήλι του, τσάμπα! Αυτός ο κατά βάση μοναχικός άνθρωπος, πνίγεται από κόλακες και αυτοχρισμένους αυλικούς και τα ωσαννά τύπου «είσαι θεός», «είσαι υπέροχος», «έχεις πάντα δίκιο», που μοιάζουν να θέλουν ένα κομμάτι του. Όχι ρούχου! Σάρκας! Και δημοσιές σχέσεις και συμφωνίες και ταξίδια στο εξωτερικό. Και κούραση! Και η βιτρίνα της εποχής, για αυτό που διαμόρφωνε και στο τέλος τον επηρέαζε πίσω.
Μια Bentley με σοφέρ, 423, λένε, τσάντες Hermès, σολάριουμ, Rolex μισού εκατομμυρίου, κολιέ με τα 32 πελώρια μαργαριτάρια του οίκου Cartier, οι δουλειές να φαίνεται πως πάνε πάντα καλά, η οικονομική κρίση να ακονίζει τους κοπτήρες της, σα βαμπίρ που ψάχνει φλέβες, η οργή που σιγά σιγά θα ξεχυθεί στη κοινωνία σαν ανεξέλγκτο ιογενές μπούλινγκ. Σχόλασε το πάρτι…
Τέλος εποχής…
2010. Η Εφορία κάνει ελέγχους στην επιχείρηση και βρίσκει χρέη προς το Δημόσιο των 15 εκατ. ευρώ. Οι προμηθευτές δηλώνουν απλήρωτοι. Ο Λάκης Γαβαλάς καταθέτει μήνυση εις βάρος του γαμπρού του. 2011.Οι υπάλληλοι δεν πληρώνονται. Ένας – ένας, ακόμη και οι πιο παλιοί, ακόμη και οι πιο πιστοί, εγκατέλειπαν την εταιρεία. Burberry και Dolce & Cabbana παραδίδουν οι ίδιες τα ρούχα στους πελάτες. DSquared2 και Moschino σταματούν συνεργασία και περνούν στον όμιλο Παγώνη.
Δεκέμβριος του 2011. Η πρώτη σύλληψη. Φεβρουάριος 2011. Δεσμεύεται όλη του η περιουσία! Απριλίος 2011: Ο Λάκης Γαβαλάς και η αδερφή του Νότα, συλλαμβάνονται και προφυλακίζονται για χρέη της τάξης των 2,2 εκατ. ευρώ. Στις 6 Μαΐου συλλαμβάνεται και ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και πρώην γαμπρός του Λάκη Γαβαλά, Κώστας Πανουσόπουλος. Ο Λάκης Γαβαλάς δηλώνει πως το τεράστιο ακίνητο του για τις επιχειρήσεις του, δημιουργήθηκε το 2006 στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης, γιατί πίστευε στην ανερχόμενη ελληνική οικονομία, όπως την προέβαλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Προόριζε το κτήριο να γίνει ο συνδετικός κρίκος της Ελλάδας με τα Βαλκάνια και τον αραβικό κόσμο, όπου σκόπευε να επεκταθεί, πιστεύοντας στις πολιτικές διαβεβαιώσεις πως η χώρα θα πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις της γεωγραφικής γειτονιάς της. Και μετα;
«Οι τράπεζες δεν μου έδιναν τα χρήματα για να προπληρώσω το εμπόρευμα στις ξένες πολυεθνικές. Και φυσικά τα .LAK, η ελληνική γραμμή που δημιούργησα από το 2000, δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Μου πρότειναν τότε να απολύσω το 50% του προσωπικού. Δεν το δέχτηκα! Την ίδια περίοδο, στελέχη της εταιρείας, που είχα δίπλα μου 20 χρόνια, άρχισαν να με εγκαταλείπουν, αλλά αφού είχαν μαζέψει λεφτά στην τσέπη. Αυτοί έφευγαν ξηλώνοντας παραστατικά… Τότε διαπίστωσα τις καταχρήσεις και την κακοδιαχείριση».
Οι συλλήψεις, η φυλακή, οι Πυρήνες της Φωτιάς, ο Άκης, οι λαχανοντολμάδες…
Ένα σόου στη τηλεόραση για την μόδα που δεν πάει καλά. Κάποιες βραδινές έξοδοι στα μπουζούκια, που δεν ταίριαζαν στον εστέτ Λάκη Γαβαλά πάρα μόνο ως ξόρκισμα μιας καπνισμένης σκοτεινιάς στη ζωή του, τότε.
Θυμάται πως «έχω μάθει ότι έχω ένταλμα σύλληψης έναν μήνα πριν γίνει το σκηνικό. Είκοσι μέρες μετά, κι ενώ έχω ξεχάσει ότι είμαι καταζητούμενος, πηγαίνω με την παρέα μου να διασκεδάσω σ’ ένα νυχτερινό κέντρο. Με το που επιστρέφω στο σπίτι, πέφτουν πάνω μου τέσσερα άτομα και με πετάνε σ’ ένα αυτοκίνητο. Νομίζω ότι πηγαίνουν να με απαγάγουν, αργότερα, όμως, καταλαβαίνω ότι μιλάμε για άτομα της ΓΑΔΑ, που με παρακολουθούν εδώ και μέρες. Αναρωτιέμαι πραγματικά τι αποκόμισε η Ελλάδα από αυτήν την ιστορία. Συνέλαβε έναν άνθρωπο που είχε τζίρο 100 εκατομμύρια τον χρόνο και απασχολούσε προσωπικό 300 ατόμων».
Ο άνθρωπος που είχε μανία με τη καθαριότητα, που δεν ανεχόταν κόκκο σκόνης στο παρκέ, ή αιωρούμενο στο φως και χνουδάκι στα χαλιά, που ψυχαναγκαστικά σχεδόν εξέταζε στα μαγαζιά και στο χώρο του, κάθε γωνίτσα για ελέγξει αν αστράφτει, είναι πια στις φυλακές Κορυδαλλού. «Την πρώτη νύχτα μέσα στη φυλακή αποκοιμήθηκα αμέσως από την κούραση» λέει μετά την αποφυλάκιση του. Μετά, έφερε δύο σφουγγαρίστρες με όλα τους τα εξαρτήματα και μια νάιλον κουρτίνα που την έβαλε στην ντουζιέρα του κελιού σαν διαχωριστικό. Είχε αρωματικά χώρου, δύο πατάκια, άνοιξε το χώρο, ζητώντας να μετακινήσουν δυο τραπέζια που ήταν μέσα στο κελί. Μετά έμαθε πως έπρεπε να δίνει σημασία σε κάποιους ανθρώπους, για να μην ασχολούνται αρνητικά μαζί του.
«Αν κάποιος ασχοληθεί αρνητικά μαζί σου, μπορεί να σε σκοτώσει χωρίς να το πάρεις είδηση» είπε. Και μετά άρχισε να περνά ο καιρός. «Οι πρώτοι τρεις μήνες εκεί μέσα ήταν τραγικοί, αισθάνεσαι ταπεινωμένος και ψάχνεις να βρεις γιατί θεωρείσαι ένοχος. Μετά, έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις απ’ όλους εκείνους που ήθελαν να με «γλείψουν» μέσα στη φυλακή επειδή είμαι επώνυμος. Ήθελα να κλειστώ στον εαυτό μου και να δίνω την ενέργειά μου μόνο στους δικηγόρους μου. Από ένα σημείο και μετά είχα την αίσθηση ότι παίζω σε μια ταινία κι έπεισα τον εαυτό μου να παίξει αυτόν τον ρόλο όσο καλύτερα γινόταν. Δεν ένιωσα ούτε στιγμή ότι κινδυνεύει η ζωή μου μέσα στον Κορυδαλλό. Έχω τέτοιο βλέμμα που τον στήνω τον άλλον στον τοίχο».
«Μια μέρα, όμως, που μου έφεραν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου μέσα στο εκκλησάκι της φυλακής μ’ έπιασαν τα κλάματα με λυγμούς. Δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν τη στιγμή. Έζησα, λοιπόν, 15 μήνες μέσα στη φυλακή. Αυτό το ταξίδι δεν ξεπερνιέται ποτέ. Νόμιζα ότι βγαίνοντας θα έβλεπα μια Ελλάδα αλλαγμένη και βελτιωμένη. Αυτό, βέβαια, δε συνέβη ποτέ».
Ούτε εκεί άλλαξε για να ταιριάζει ή να είναι αποδεκτός. «Έβγαινα με το σορτς για να πάω για θεραπεία ή ανέβαινα στο γραφείο της κοινωνικής λειτουργού με την πετσέτα μου ως τουρμπάνι και ποτέ δεν άκουσα ούτε ένα επιφώνημα αποδοκιμασίας. Όλοι, από τους Πυρήνες της Φωτιάς και τους απατεώνες, μέχρι τους δεσμοφύλακες, με φώναζαν «κύριο Γαβαλά». Σε όλη τη ζωή μου βαθιά μέσα μου αισθάνομαι ένα καρτούν που θέλω να μείνω στην ιστορία για πολλές γενιές ακόμα».
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, έγραφε πως «αν θες να μάθεις ποιοι είναι οι φίλοι σου, επιδίωξε να καταδικαστείς σε φυλάκιση». Χωρίς επιδιώξεις ο Λάκης Γαβαλάς πάντως, τσέκαρε τους δικούς του! Από το πλήθος των ακολούθων και των συναναστροφών τις μέρες της οικονομικής δύναμης του, μόνο τρεις φίλοι, πάνε στο επισκεπτήριο να τον δουν, τους 15 μήνες της φυλάκισης του. Ο Φώτης Σεργουλόπουλος, η Τζένη Μπαλατσινού και ο Γιώργος Μαζωνάκης. Ένας κρατούμενος, που είχε σκοτώσει τον εραστή του, του έκανε δώρο το βιβλίο «Δυο Αγόρια Ερωτευμένα». Δεκαπέντε μήνες φυλακή και δεν πήρε ούτε μια ασπιρίνη, είχε τέσσερις ανθρώπους να μιλά, θεώρησε «υπέροχο κρατούμενο» τον Άκη Τσοχατζόπουλο που «δε χαμογελά ποτέ», ενώ κανείς δε του έστειλε χρήματα, πράγμα που ούτε ο ταμίας της φυλακής δε μπορούσε να πιστέψει. Μόνο μια γυναίκα, που κάποτε δούλευε στο σπίτι του, του πήγε μια μέρα 100 ευρώ, μια εικόνα και λαχανοντολμάδες που είναι το αγαπημένο του φαγητό. Δεν την άφησαν να περάσει…
«Δεν φοβάμαι τίποτα»…
Τον αφήνουν, τον συλλαμβάνουν ξανά και ξανά, σα να εξαντλούνταν η αυστηρότητα σε εκείνον που προσφέρθηκε να πληρώσει για όλα και ανέλαβε κάθε ευθύνη. «Χρησιμοποιήθηκα από το ελληνικό Δημόσιο ως το εξιλαστήριο θύμα, προκειμένου να φανεί πως πλέον το σύστημα κάνει σωστή δουλειά και πως τώρα στην Ελλάδα και οι επώνυμοι τιμωρούνται» λέει σε παλιότερη συνέντευξη του στο Έθνος της Κυριακής και συνεχίζει «όμως εγώ ούτε έκανα ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ούτε έκλεψα από το Δημόσιο όπως έκαναν όσοι θα έπρεπε να τιμωρηθούν. Γιατί στην πλειονότητά τους αυτοί που έκλεψαν είναι έξω. Ήμουν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που λόγω της κρίσης και κάποιων ανθρώπων της εταιρείας μου, τους οποίους λανθασμένα εμπιστεύτηκα, έπεσα έξω. Εγώ χρωστάω, δεν έκλεψα, και θέλω να πληρώσω».
Ζει πια σε ένα διαμέρισμα 80 τ.μ. στο κέντρο της Αθήνας, ενώ πριν έμενε σε ένα αχανές σπίτι στη Κηφισιά. Πάντα καλοντυμένος, ενεργός, με αυτό το καυστικό και απρόβλεπτο χιούμορ, με άποψη, με αρχοντιά που χωράει στα 80 τετραγωνικά σα να ‘ναι οι Βερσαλλίες.
«Εγώ εξακολουθώ να συλλαμβάνομαι για τα χρέη μου, ενώ όλα τα χρήματα που παίρνω από το Dancing With The Stars τα παίρνει το ΣΔΟΕ». Α! Ναι χορεύει σε παλαιότερο Dancing with the stars… Ποιος; Ο Λάκης Γαβαλάς που δεν είχε καν τηλεόραση, δουλεύει σε αυτήν…
Και; «Ξέρεις;» λέει, «πιο χλιδάτα ζω τώρα. Φοράω ό,τι θέλω και μου δανείζουν ό,τι θέλω ενώ κράτησα τους 5 φίλους που είχα από παλιά. Όμως αυτό που με πικραίνει πιο πολύ είναι ότι έχασα την περιουσία μου και μαζί έχασα και την οικογένειά μου. Μόνο η αδελφή μου η Νότα έχει μείνει δίπλα μου. Πλέον δεν φοβάμαι τίποτα εκτός από το να φτάσω σε σημείο κάποια στιγμή να ζητήσω ελεημοσύνη για να επιβιώσω. Μόνο αυτό με τρομάζει».