Δεξαμενές χαώδεις και αβυσσαλέες, χωρίς πάτο και με υπόγεια σύνδεση σε ωκεανούς, οι ψυχές των ανθρώπων και πόσο περισσότερο εκείνες των καλλιτεχνών, που παίζουν με το υστέρημα σε πίκρα και συχνά φθονερή από το θείο εκδίκηση για τις υπόλοιπες τους χάρες.
Σα να ισορροπεί το ζύγι την αγάπη του κόσμου, τα ταλέντα, την εμφάνιση, την ευγένεια της μορφής με το χτύπημα απ την μοίρα. Και σαν οι καλλιτέχνες να μπορούν να γεννηθούν μόνο μέσα απ το δράμα και ποτέ απ την χαρά και το περίσσευμα. Αν πάμε πίσω σε εποχές ασπρόμαυρες και σέπια, που σήμερα σε λεύκωμα εκδοτικά θεματικά ή σε ταινίες μοιάζουν όλο νοσταλγικά, αθώα, αυθόρμητα, ίσως ανέμελα, μέσα απ την παραπλάνηση του χρόνου και την απατηλότητα της νοσταλγίας, στέκεται τόσο πικρά αντιφατικό, θλιμμένο, αλμυρό σαν βούρκωμα το γεγονός πως άνθρωποι που μας χάρισαν γέλιο, εκείνοι οι ταλαντούχοι της κωμωδίας, έζησαν τεράστιες τραγωδίες, απ αυτές που δεν αντέχει ο άνθρωπος να τις σηκώσει, τον συνθλίβουν σα βράχια, σα βουνά ολόκληρα που πάνε και χτίζονται στο στήθος του.
Ο Παντελής Ζερβός, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Κυβέλη ακόμα ακόμα, ο Λογοθετίδης, έζησαν ανείπωτα δράματα και ερημιά, πριν μοιράσουν γέλιο, χαρά, όνειρο στο κοινό και σφραγίσουν την συναισθηματική εκπαίδευση της γενιάς του. Και έμαθαν καλά, αυτό που ο Όμηρος από κείνη την άκρη του καιρού, σ αυτή τη γη έλεγε παρηγορώντας μας: «… σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα.
Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά. Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά…» και ίσως το μετανιώνει μετρά και δίνει κι άλλα. Σε θείο ζύγι οι ζωές όλων, σα πραγματάκια για εμπόριο…
Η Κυβέλη ήταν μωρό αφημένο στο δρόμο…
Υπήρξε μια θεότητα της αθηναϊκής σκηνής, πορσελάνινης ομορφιάς που οι θαυμαστές της έλυναν τα αλόγα απ την άμαξα της και την έσερναν οι ίδιοι ως το σπίτι της. Λατρεύτηκε απ την εποχή της, σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς, γυναικείους και ανδρικούς και έζησε μια σχεδόν μυθιστορηματική ζωή, με τέσσερα παιδιά και τρεις γάμους, ένας απ τους οποίους ήταν με τον Γέρο της Δημοκρατίας, τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Όλα όμως ξεκίνησαν από εγκατάλειψή, ορφάνια, έκθεση. Ήταν εκείνες οι εποχές, οι γεμάτες αίμα τόσο που να θολώνει το κόκκινο το βλέμμα και να μη διακρίνει άλλα χρώματα παρά μόνο το μαύρο του τίποτα. Είναι 1887. Στην Ελλάδα εκλέγεται πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης, στην Κυανή Ακτή πεθαίνουν κάπου 600 άτομα από σεισμό, στο Λονδίνο οι δρόμοι βάφονται με αίμα, κάποια Κυριακή, από συγκρούσεις του στρατού και της αστυνομίας με Ιρλανδούς αγωνιστές, η Belle Epoque χτίζει μέρες και κυρίως νύχτες με τη μεγάλη χίμαιρα του τέλους των πολέμων και την ανεμελιά της καλής ζωής, αγνοώντας πως τα λάβαρα, ήδη, ράβονται για να υψωθούν στους δυο μεγαλύτερους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Και η Ιστορία συνεχίζεται δίχως να κοιτάει την ανθρώπινη οδύνη της επιβίωσης κάθε καιρού. Ένα πλασματάκι, λίγων ημερών, ντυμένο μες στη δαντέλα με πολυτελή υφάσματα έχει παρατηθεί στο δρόμο, έκθετο και ασημένιο στη μοίρα του, τόσο στολισμένο σα κάποιος να το αγάπησε πολύ, μα πια να μη μπορούσε. Στο λαιμό του ένα χρυσό κομματάκι γραφεί το όνομα του και έχει ανάγλυφη την εικόνα της θέας με την Μικρασιατική καταγωγή, την Κυβέλη, την μάνα όλων των θεών, την παντοδύναμη μητριαρχική μορφή. Φτάνει 2,5 ετών σε βρεφοκομείο στην Αθήνα, για να χαϊδευτεί, να φιληθεί, να υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι, φτωχών άλλα γεμάτων αγάπη ανθρώπων, τον παπουτσή Αναστάση και την λίγο μοδίστρα και οικιακή βοηθό Μαρία Αδριανού.
Το κοριτσάκι μεγαλώνει με αγάπη και γεμίζει φως όχι μόνο τη ζωή των γονιών του, άλλα και όποιων τη συναντήσουν. Ζαχαρένια, όμορφη, χαϊδεμένη έχει το αγγελικό χάρισμα να σαγηνεύει όποιον τη πλησιάσει. Κάποτε η μαμά Μαρία την παίρνει μαζί της στο σπίτι του σπουδαίου δικηγόρου Λεονάρδου, στο μεγάλο αρχοντικό, στην Πλάκα, που έχει μέσα φίνα αντικείμενα και οι κάτοικοι του ζουν όλο χάρη, ανάμεσα σε πορσελάνες, κρύσταλλα, βελούδα και κουρτίνες σαν σύννεφα.
Η «Κυβελίτσα» θαυμάζει όλο παιδική χαρά την ομορφιά γύρω της. Από τους χωμάτινους δρόμους του Αγίου Παντελεήμονα που ζει όλο και πιο συχνά σκορπίζει ήλιο στο μεγάλο αρχοντικό, που είναι βουτηγμένο σε θλίψη, οδύνη, σπαραγμό. Η οικογένεια έχει χάσει το μονάκριβο γιο, κάπου σε ατύχημα περιπλάνησης, στην Βραζιλία. Οι μέρες δεν έχουν σκοπό για τους σακατεμένους γονείς. Και ένα κοριτσάκι σα πεταλούδα, όλο αθωότητα, κάποτε αφημένο σε ένα δρόμο, παρατημένο, ανεπιθύμητο, βρίσκει πια άλλους δυο, στους οποίους φωτίζει τη ζωή. Τους λέει ιστορίες και κάνει αστεία για να τους βλέπει να γελούν και να χάνουν τα μάτια τους εκείνη τη συννεφιά της τεράστιας μελαγχολίας. Τους χορεύει, τους σκαρώνει θεάματα φαντασμαγορικά τάχα, άλλα τόσο υπέροχα στην αφέλεια τους.
Οι Αδριανού θέλουν να την κάνουν μοδίστρα, γιατί έχει σπάνιο γούστο και αγαπά κάθε τι ωραίο. Συνδυάζει χρώματα και υλικά και πάντα κάτι καινούργιο βρίσκει το πολυμήχανο μυαλουδάκι της για να στολίσει και το πιο ταπεινό φορεματάκι. Θα ναι ανεξάρτητη, θα μπορεί να βιοποριστεί, θα χει δύναμη τα χέρια της. Οι Λεονάρδου πάλι βλέπουν στην μικρή ένα σπάνιο ταλέντο, μια μεγάλη δύναμη τέχνης, ένα φίλημα του Θεού στο μέτωπο της για τα υψηλά και τα ιδανικά. Θα μορφωθεί όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, θα τελειώσει τη σχολή Χιλ και οι κορυφαίοι της απαγγελίας, της ορθοφωνίας και της μουσικής θα την αναλάβουν σε ιδιαίτερα. Θα γίνει ηθοποιός. Βραβεία απ τη πρώτη της εμφάνιση. Θρίαμβοι σε κάθε παράσταση. Μια γενιά σαγηνευμένη από τη μοναδική της χάρη.
Η Κυβέλη, που κάποτε δεν αγαπούσε κανείς, είχε πια όλου του κόσμου την αγάπη. Λένε πως τα ορφανά κορίτσια, τα υιοθετεί ο ίδιος ο Θεός και τα προσέχει. Στην μεγάλη περίπτωση εκείνης που ο μέγας Κωσταντίνος Χρηστομάνος έλεγε πως η φωνή και οι κινήσεις της έκλειναν υπόσταση την ιδιά των ψυχών, όμως, υιοθετήθηκε από τον Θεό του θέατρου… Στα χρόνια της τεράστιας λάμψης, εκείνη η περίκομψη καλλονή, που παντρεύτηκε έναν σπουδαίο πρωθυπουργό, που πιο πριν εγκατέλειψε τα πάντα για να ακολουθήσει έναν άλλον έρωτα στο Παρίσι, που οι Βενιζελικοί, με αυτή μούσα, σκοτώνονταν στους δρόμους με τους αντιβενιζελικους και μούσα τους την Μαρίκα Κοτοπούλη, που δέχτηκε ύμνους απ τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής, που ράπισε τους χουντικούς, όταν αρνήθηκε να κηδέψουν τον Γιώργο Παπανδρέου με δικά τους έξοδο, αυτή λοιπόν, εκείνη λοιπόν, πάντα μέσα της, ήταν ένα παρατημένο κοριτσάκι, που φοβόταν πως μπορεί να μείνει, ξανά, χωρίς αγάπη.
Ξεκίνησε ανεπιθύμητη, για να είναι η πιο ποθητή μιας εποχής, αλλά αν πράγματι, οι επιστήμονες έχουν δίκιο και ο χρόνος διαρκεί πάντα, σε μια άκρη του, ένα παρατημένο μωρό κλαίει για πάντα, σε κάποιο δρομάκι…
Όταν η σφαίρα δε βρήκε τον Βασίλη Αυλωνίτη
Ήταν 1932. Η τελευταία χρονιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στην εξουσία. Ο λαός αντιμετώπιζε τεράστια οικονομική κρίση. Πείναγε. Φορολογούνταν. Ώσπου κηρύχτηκε χρεοκοπία! Οι εξουσιαστές του και οι πολιτικοί του ήταν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα και η σκανδαλολογία, κυριαρχούσε στις εφημερίδες όπου κάτι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους και κυρίως έκαναν ισχυρούς εχθρούς.
Στο Περοκέ, ο κόσμος όμως, έτρεχε να ακούσει τα νούμερα, που κάθε μέρα σχεδόν ανανεώνονταν και να ξεφωνίζουν τους πολικούς, στην «Κατεργάρα». Μεγάλη επιτυχία έκανε ο 27χρονος Βασίλης Αυλωνίτης, με το νούμερο του «απ’ τους πολιτικούς βγήκαν τα κολοκύθια». Μίλαγε για τα σκάνδαλα, έλεγε ονόματα, κυρίως τα βάζε με έναν υπουργό, τον Γαλόπουλο και το «σκάνδαλο της κινίνης». Μέσα φώτα και λούσα και καταγγελία αστεία, ικανά να ρίξουν κυβερνήσεις. Έξω; Σκοτάδια, παρακράτος και αιώνιοι Εφιάλτες – Κοτζαμπάσηδες με το φόνο στα μάτια. Πρώτη σειρά στο νούμερο του Αυλωτή, κάθονται οι τέσσερις άντρες. Απ την πρώτη σειρά, σηκώνονται και ανεβαίνουν στην σκηνή. Το όπλο, πριν καλά κρυμμένο, στοχεύει τον ηθοποιό στο κεφάλι. Ρόπαλα σπάνε τη σκηνή. Ο κόσμος χειροκροτεί. Λέει στο νούμερο θα ναι!
Ένας 35χρονος, άντρας, τεχνικός, ο Παναγιώτης Μωραΐτης, βγαίνει να δει τι γίνεται στη σκηνικό. Ο Αυλωνίτης σκύβει και τρώει αυτός την σφαίρα, μοιραία, να κάνει αυλαία στην ζωή του. Οι τέσσερις πυροβολούν πια τύφλα. Το κοινό ουρλιάζει και σπρώχνεται προς την έξοδο. Ο Αυλωνίτης συγκλονίζεται. Χάθηκε μια ζωή και φταίει, λέει. Δε θέλει να ξανανέβει στην σκηνή. Η επιθεώρηση είναι χαρά και γέλιο, όχι θάνατος, όχι αιματοβαμμένη η αυλαία της. Οι συλλήψεις αργούν.
Το κουτί της Πανδώρας ανοίγει, στα δικαστήρια και δεν έχει στο βάθος του, δώρο στους ανθρώπους, ελπίδα, αλλά μόνο φόβο. Σχέδια δολοφονιών, λίστες με ονόματα, ηθοποιοί, διευθυντές εφημερίδων, οι ταλαίπωροι δημοσιογράφοι, διανοούμενοι. Δυο αθωώθηκαν και δυο δικάστηκαν για εφτά χρόνια. Βγήκαν νωρίτερα! Επίσημα η δικαιοσύνη και οι ανακριτικές αρχές απάντησαν πως υπεύθυνη ήταν η σάτιρα και όχι οι δράστες!
Τότε εκδόθηκε και ο γνωστός νόμος “περί τύπου” που περιελάμβανε και το θέατρο στην επακόλουθη λογοκρισία. Ο Βασίλης Αυλωνίτης θα επιστρέψει για λόγους βιοπορισμού στο θέατρο. Κι όμως κάθε κρότος, για πάντα θα τον κάνει να πετάγεται και να τρέχει να προστατέψει τους κοντινούς του στη σκηνή. Μη και άλλη σφαίρα ψάχνει το δικό του σώμα και ξεστρατίσει…
Ο μοναχικός ακόμα και στον θάνατο Βασίλης Λογοθετίδης
Να παίζει με κάθε ανάσα, βλεφάρισμα, ή μάλλον να μη παίζει αλλά να είναι, να σε κάνει να γελάς και ταυτόχρονα να βουρκώνεις, να ‘χει αγνότητα, τρυφερότητα, αυθορμητισμό και συνάμα αγωνιστικότητα, κακοτυχία και να βγάζει γέλιο. Ένα γέλιο με ποιότητα από τότε που ο κόσμος ήταν μεν ασπρόμαυρος αλλά όλο αποχρώσεις και αθωότητα! Ο Βασίλης Λογοθετίδης, λεγόταν Ταυλαρίδης, Πόντιος που γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και για να μεγαλώσει και να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1919 θα βγει θριαμβικά στο θέατρο και θα αλλάξει το επώνυμο του σε Λογοθετίδης. Θα παίξει σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα, σε 110 κωμωδίες Ελλήνων συγγραφέων και μόλις 12 κινηματογραφικές ταινίες, για να τον θυμόμαστε όλοι οι επόμενοι του, όσο εκείνοι που τον λάτρευαν στο θέατρο! Ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν βρισκόταν στη σκηνή, ήταν ο ρόλος του και αρκούσε ένα βλέμμα, μια αναπάντεχη σιωπή, μια αδιόρατη σχεδόν γκριμάτσα για να κάνει το κοινό να ξεκαρδιστεί και τον αποθεώσει. Ο σημαντικότατος συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός και εκπαιδευτικός Ι.Μ Παναγιωτόπουλος έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη την ευτυχέστερη επιγραμματική κριτική που μπορεί να τιμήσει ηθοποιό, πως «υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό»… Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν απέκτησε παιδιά.
Αγάπησε με θυελλώδη τρόπο την συμπρωταγωνίστρια του Ίλια Λιβυκού, εκείνη την ξεχωριστή για την εποχή γυναίκα που από διακεκριμένη αθλήτρια, σπούδασε Νομικά και έγινε ηθοποιός τελειώνοντας, κόντρα στις επιθυμίες της οικογενείας της, με άριστα την σχολή του Εθνικού. Κόντρα στις επιθυμίες όμως, όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και μιας κοινωνίας ολόκληρης η Ίλια Λιβυκού, χώρισε από τον σύζυγο της με τρία παιδιά και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα αισθήματα της για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Εκείνος, έμενε στο Παλιό Φάληρο. Πάντα μοναχικός! Πάντα ιδιαίτερα σιωπηλός.
Εκτός κι αν βρισκόταν στη σκηνή. Δεν του άρεσαν οι κοσμικότητες ακόμα και στην απλούστερη κοινωνική σύμβαση τους. Είχε δυο αδέλφια. Μια αδελφή στην Αμερική και έναν αδελφό, πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Δύσκολα τα ταξίδια, με τα χρόνια ξέχασε τον ήχο της φωνής τους και αν του μοιάζανε. Κάθε μέρα έτρωγε μοναχός του, σιωπηλά και τελετουργικά σχεδόν, σε ένα εστιατόριο κοντά στο σπίτι του. Είχε την καρδιά του. Οι γιατροί του είπαν να μη πίνει και να μη καπνίζει. Τα μείωσε και τα δυο. Του είπαν να μη παίζει θέατρο. Αδύνατον! Γιατί για εκείνον τον μοναχικό, μικροσκοπικό, όλο ευαισθησία άνδρα «η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη ώρα, εκείνη του γέλιου», όπως έγραφε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ξανά. Και έπαιζε συνεχώς. Ετοιμαζόταν μες στη σιωπή και ανέβαινε απ το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας να συναντήσει, κάθε απόγευμα, ένα κοινό που τον λάτρευε. Και καμία φορά, ξεχνιόταν και έπινε, πάλι, λιγάκι παραπάνω.
Ο μέγας και αναντικατάστατος θεατράνθρωπος Δημήτρης Μουράτ έγραψε για τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον φίλο του, στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, που αρθρογραφούσε τον Μάρτιο του 1963 : «… Ο Λογοθετίδης δεν ήταν, φυσικά, αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για τη «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί… «Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως.
Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή. Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα. Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν.
Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του…»…
Παλαιό Φάληρο. 20 Φεβρουαρίου 1960. Ο ηθοποιός δεν είναι μόνος στο σπίτι. Ανάσα κοντά, στην στέγη του από κάτω η γυναίκα που έκανε τις οικιακές δουλειές. Ετοιμαζόταν στο μπάνιο ώρα για να πάει στο θέατρο. «Ο τελευταίος τίμιος». Αυτή ήταν η παράσταση που έπαιζε. Η τελευταία παράσταση! Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η γυναίκα, καθώς ξεσκόνιζε και έκανε τις δουλειές της, άκουσε έναν γδούπο. Έτρεξε στο μπάνιο. Ο ηθοποιός ήταν, ήδη, νεκρός… Δεν πρόλαβε να πεθάνει στο θέατρο μέσα, στο σανίδι επάνω όπως σε όλους έλεγε πως επιθυμούσε.
Πέθανε όμως ενώ ετοιμαζόταν για αυτό… χωρίς χειροκρότημα… με την προσμονή άλλης μιας, της τελευταίας αυλαίας… Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητά η σωρός του Βασίλη Λογοθετίδη να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του να γίνει δημοσία δαπάνη. Το κοινό είναι απαρηγόρητο και ο θεατρικός κόσμος της χώρας σε πένθος!… Η Μαίρη Αρωνη λέει πως στη γενιά της δε θα υπάρξει άλλος, ο Κουν μιλεί για το θρύλο της σκηνής, ο Ηλιόπουλος αναγνωρίζει το μεγαλείο… 50.000 Αθηναίοι, εκείνο το κοινό που για χάρη του γινόταν όλα, ήταν εκεί, στο Α Νεκροταφείο σε ένα αντίο με το οποίο ελάχιστοι θεατρίνοι στον κόσμο έχουν τιμηθεί.
Λουλούδια, στεφάνια, υπουργοί, το Παλάτι, πρωταγωνιστές, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Και ανάμεσα σ όλα ένα μεγάλο αλλά λιτό, λευκό στεφάνι: «ανώνυμος θεατής απ’ την πλατεία». Ήταν 62 ετών. Ήταν ο μεταπολεμικός Έλληνας, που πάλευε την μιζέρια και κοιτούσε μπροστά, όλο ελπίδα. Ήταν σαν το παππού, σα τον μπαμπά μας, σαν εμάς. Ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Και επειδή δεν είχε κανέναν στον κόσμο οι πολιτικοί και οι μεγαλόσχημοι δεν είχαν σε ποιον να δώσουν συλλυπητήρια στην κηδεία. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία πλησίαζαν τους άλλους ηθοποιός που δέχονταν τα συλλυπητήρια τους. Πενθούσαν… είχαν χάσει άνθρωπο… Μόνος του ξανά..