ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Είναι όλα ανοησίες.
«Δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να στηρίζει, ότι υπάρχουν μορφές εκμάθησης», λέει ο Daniel Willingham, ένας καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. «Είναι ένα από εκείνα τα πράγματα που οι άνθρωποι σκέφτονται πως «αυτοί» το διαπίστωσαν, και ότι η επιστήμη ξέρει ότι είναι αλήθεια», παρ’ όλο που η επιστήμη λέει ακριβώς το αντίθετο, λέει στο Quartz. (Ο Willingham μελετά την εφαρμογή της γνωστικής ψυχολογίας από νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο).
Η θεωρία των στυλ μάθησης, η οποία κυκλοφορεί πάνω από έναν αιώνα, είναι ότι οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα όταν η μέθοδος διδασκαλίας ταιριάζει με τον τρόπο εκμάθησης, που οι ίδιοι προτιμούν. Η θεωρία αυτή είχε φτάσει στο απόγειό της το 1950, αλλά εξασθένισε όταν οι ψυχολόγοι δεν μπορούσαν να το αναπαράγουν, είπε ο Willingham. Ωστόσο, έκανε μια επιστροφή στη δεκαετία του 1970, όταν οι ερευνητές πίστεψαν, ότι ήταν ένας χρήσιμος τρόπος, για να σκεφτούν τις μαθησιακές δυσκολίες. Ούτε αυτό απέδωσε.
Η πιο πειστική έρευνα, που ολοκληρώθηκε το 2008, δεν καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι τα μαθησιακά στυλ είναι λάθος, αλλά μάλλον στο ότι κανείς δεν έχει καταλήξει σε μια θεωρία, που να βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία. Αυτός είναι ένας αρκετά καλός λόγος, για να μην το χρησιμοποιούν, λέει ο Willingham. «Θα προτιμούσαμε να γνωρίζουμε ότι κάτι είναι σωστό πριν το χρησιμοποιήσουμε στην τάξη», σημειώνει.
Ο Phil Newton, ένας αναπληρωτής καθηγητής στο κολέγιο της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Swansea, έχει ερευνήσει το πόσο διαδεδομένα ήταν τα στυλ μάθησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανακαλύπτοντας την έρευνα δύο κορυφαίων ακαδημαϊκών βάσεων δεδομένων. «Η συντριπτική πλειοψηφία (89%) των πρόσφατων ερευνητικών εργασιών, που αναφέρονται στις ερευνητικές βάσεις δεδομένων των «ERIC» και «PubMed», έμμεσα ή άμεσα, εγκρίνει τη χρήση των “Στυλ Μάθησης στην Ανώτατη Εκπαίδευση”, έγραψε σε ένα έγγραφο, που υποβλήθηκε στο «Frontiers in Psychology».
Οι εκπαιδευτικοί μπορεί, να έχουν ένα μοντέλο στο μυαλό τους, για το τι είναι τα παιδιά, τι είναι αυτό που τους παρακινεί, πώς είναι η συναισθηματική τους ζωή, πώς μαθαίνουν. «Αν αυτό το μοντέλο είναι ανακριβές, υπάρχει ένα κόστος για κάθε ευκαιρία», λέει ο Wilingham. «Πρέπει αυτό το μοντέλο να είναι όσο το δυνατόν ακριβέστερο».
Ο Tom Bennett, ένας δάσκαλος στο Λονδίνο, ο οποίος ίδρυσε το «researchED», προτείνει το ακόλουθο παράδειγμα: έχετε έναν «ακουστικό» μαθητή που δεν του αρέσει να διαβάζει ή να γράφει. Μπορείτε να καθίσετε με αυτό το παιδί και να του διαβάσετε πράγματα, για να καλύψει τις ανάγκες του στυλ μάθησης του. Αλλά, θα τον βοηθήσει πραγματικά; Και πόσο ρεαλιστικό είναι να το κάνουμε αυτό για 25 σπουδαστές σε μια τάξη;
«Δεν πρόκειται να αφήσω το παιδί να ακούει μία διαδικτυακή ραδιοφωνική μετάδοση (podcast)», λέει ο Bennett στο «Quartz». «Θα πρέπει να τα βοηθάμε να διαβάζουν και να γράφουν. Μπορεί να κάνουμε ζημιά όταν ικανοποιούμε τις προτιμήσεις τους, αντί να τους πιέζουμε να βγουν έξω από το στοιχείο τους».
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Στη Βουλή το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού – Τα μέτρα των 1,1 δισ. για το 2025
- Ποιοι Ελληνες πήγαν στο Gala του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στη Νέα Υόρκη που είχε εισιτήριο 2.500 δολάρια
- Πλειστηριασμοί: Νέο σφυρί για Λαϊνόπουλο – Σε αναστολή τα ιμάτια του Παζαρόπουλου
- Πάνος Λασκαρίδης: Επιστροφή στο «κύτταρο» του Ιδρύματος