Η πρώτη στη βιοπάλη της ποντιακής Καλαμαριάς, η άλλη στα… underground κλαμπ της Αμερικής και της αρθρογραφίας, άλλη μια σταρ στην Ελλάδα, μια ακόμα στο θυμωμένο Internet και εκείνη του βαρύτατου πένθους…

Κάποτε ακούγαμε σε κασέτες, την Κούλα και τον Χαράλαμπο, τον Τραμπάκουλα, τραγούδια σατυρικά και «Ελλάδα η χώρα του πράσινου ήλιου, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ της Καλαμαριάς». Τον βλέπαμε στο σινεμά να προειδοποιεί και να σατυρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΟΚ τότε! Έκανε σόου στον ΑΝΤ1, που έσκιζαν. Κάποιες Κυριακές μεσημέρια, σε ασπρόμαυρη κόπια, ήταν ο αστείος αδελφός των λαμπερών πρωταγωνιστριών, που έκανε γκριμάτσες κωμικές σαν από πλαστελίνη, από έναν χρόνο παλιότερο, χαμένο σε καταγραφές χαμένης αθωότητας, που δεν είχε καν ανακαλύψει το σινεμασκόπ.

Κι όμως, δεν ήταν ο αστείος, ο κωμικός, ο άνθρωπος της ευκαιριακής δόξας και της εξαγοράς της καλλιτεχνικότητάς του με ντουβάρια, πολυτελείς λαμαρίνες και πρόστυχες πισίνες στις άκρες μπλε θαλασσινών. Ήταν εκείνος που έζησε τουλάχιστον 5 ζωές, που δούλεψε απ’ τα 5 του χρόνια, που συνέχισε να σκάβει και να σκάβεται απ’ τις πληγές της προσφυγιάς, της Ποντιακής του προγονικής αδικίας και του σπαραγμού της. Που χάθηκε στα γεμάτα καπνούς, τζαζ στέκια μιας εξεγερμένης Αμερικής, όταν αναζητήσουν ελευθερίες για τους μαύρους, τους νέους, την επιλογή, τον έρωτα.

Και ήταν εκείνος, που παρά την ηλικία του, έσπασε κομμάτια την οργή του, ατρόμητα και βουερά σαν ποτάμι φουσκωμένο από ορεινή βροχή, στα social media, διαμορφώνοντας γνώμη και περιστρέφοντας σαν αόρατο πέλεκυ, τη γιούχα του στην εξουσία σε όποιά της μορφή, με 130.000 και, μόνο στο τουΐτερ ακολούθους.

Ζωγράφος, αρθρογράφος κάποτε σε μεγάλα αμερικανικά έντυπα, ποιητής. Και ύστερα; Σιωπή! Ο Χάρρυ Κλυν, που πριν λίγο καιρό έχασε ένα γιο, καμάρι του και συνέχειά του και αθανασία του. Και δεν άντεξε να ουρλιάζει αλήθειες, να αγωνίζεται, να παλεύει τις ζωές του όλες.

21 Μαΐου του 2018, η τελευταία δυσκολεμένη ανάσα του απ’ τα αναπνευστικά του προβλήματα, γράφει ένα τέλος χωρίς φινάλε μουσικό, σαν τέλος προγράμματος. Δεν έχει σημασία τι ασθένεια, πως, γιατί, τι διέγνωσαν οι γιατροί. Ήταν η σπασμένη καρδιά του, απ’ την απουσία του γιου του, που αποφάσισε να δώσει τέλος στη θλίψη… Και μες στην άνοιξη, πάει, κοντά του…

Εκείνος, ο γιος, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης

«…Μας λείπει το παιδί μας. Μας λείπει όσο τίποτα σε αυτόν τον κόσμο. Προσπαθούμε να σταθούμε στα πόδια μας. Όχι απλά μας λείπει ο Νίκος, αλλά με τη σκέψη του κοιμόμαστε και ξυπνάμε. Νομίζουμε απλώς πως είναι ψέμα. Παραμύθι. Αισθάνομαι πως θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει εκείνος. Ότι και να σας πω είναι λίγο. Ούτε κατά διάνοια το σκεφτόμασταν. Εντελώς αναπάντεχο και ξαφνικό γεγονός. Μέσα σε 6 μήνες τον “έφαγε”. Από τον Σεπτέμβρη μέχρι σήμερα. Δεν πήραμε χαμπάρι ότι θα έφευγε έτσι ξαφνικά…».

Μίλαγε για την τεράστια αυτή, απάνθρωπη, ακατανόητη ζωή, γονείς να χάνουν παιδί πριν απ’ αυτούς και για τη σκοτεινιά που μαζί με την γυναίκα του, την καλλονή Χαρίκλεια που σε χρόνια γελαστά σαν πόζες σε ανύποπτη φωτογραφία, κάποτε ερωτεύτηκε και έμεινε μαζί της για πάντα στο Σικάγο.

Λόγια δεν υπάρχουν να περιγράψουν αυτή την απουσία του παιδιού. Οι άνθρωποι λέει, δίνουν ονόματα στους συγγενείς των πεθαμένων. Λένε τ’ ορφανό, η χήρα, τέτοια! Μόνο στο γονιό χωρίς παιδί, δεν τολμούν να φτιάξουν λέξη, γιατί θα ‘ναι σα να αναγνωρίζουν την ύπαρξη του αποτρόπαιου. Και δεν αντέχουμε, οι καημένοι, οι άνθρωποι, απλά, δεν το μπορούμε.

Έτσι και ο Χαρρυ Κλυν, τα τελευταία χρόνια, σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, με φιάλες οξυγόνου, επιλέγοντας την μεγάλη επιστροφή, την Καλαμαριά για να τελειώσει όπως άρχισε, μη κατεβαίνοντας ποτέ πια στην Αθήνα, μη πηγαίνοντας στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, κοίταζε, μονάχα την πόρτα, μήπως και γίνει η αδιανόητη επίσκεψη! Ανοίξει εκείνη, ξαφνικά και ο γιος, το καμάρι, ο μόλις 49 χρονών σπουδαίος καλλιτέχνης Νίκος του, του χαμογελάσει απ’ τ’ άνοιγμα. Και λέει, η πίκρα, ο θάνατος, ο αγριωπός, τερατώδης καρκίνος, θα ‘ναι ποτέ σα να μη συνέβη! Και όμως! Τα θαύματα δε γίνονται, ρε γαμώ το…

Όλα εκείνα που πέτυχε, χωρίς να νικηθεί

Να καταγραφεί η ζωή του; Να παρατεθούν βιογραφικά στοιχεία; Να πούμε τι είπαν οι διάσημοι και πώς εκφράσαν τη θλίψη τους; Να σταθούμε στα επιτεύγματα και στο σπουδαίο καλλιτεχνικό, ατρόμητο του έργου, που στάθηκε εμβληματικό, οριακό, πρότυπο για μια ολόκληρη εκφραστική καλλιτεχνική δυναμική στη χώρα; Να μετρήσουμε εκείνες τις ζωές του, τις φτιαγμένες από οδύνη, αγώνα, μικρούς θριάμβους και τελειωτική συντριβή; Θα ‘χε αλήθεια σημασία;

Θα μπορούσε να αποτυπωθεί η μεγαλοσύνη ενός δημιουργού, ενός καλλιτέχνη, αν πεις πως συνεργαζόταν με τον Γούντι Άλεν και αν θυμώσουν τον πύρινο, σα ρομφαία νομοτελειακή και βιβλική, λόγο του στο διαδίκτυο και πόσους επηρέασε; Πιο πριν στην Αμερική να του μετρήσεις τα καυστικά σαν οξύ άρθρα του στο «Playboy», στην εφημερίδα «Daily Worker», στο «Village», στο «On the double»; Να πεις για την άρνηση να γυρίσει σε μια Ελλάδα που ‘χε Χούντα και την ανεχόταν; Την άρνηση του ακόμα να ενταχθεί στο Χόλυγουντ και να φύγει απ’ τα αναρχικά του κλαμπάκια, μη δεχόμενος να πρωταγωνιστήσει στο κινηματογραφικό «Καμπαρέ» στο πλευρό της Λάιζα Μινέλι, που ξεχείλιζε χάρες;

Τι να πρωτοπείς λοιπόν; Για την επιστροφή με την Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, τις χιλιάδες κοινού στα κέντρα που εμφανιζόταν, τους δίσκους που ήταν πρώτοι για χρόνια στα δισκογραφικά charts, τις ταινίες του, που σπάσανε ρεκόρ, τα τηλεοπτικά του σόου που του χάρισαν τον τίτλο του «εμπορικότερου καλλιτέχνη της χιλιετίας», τις  παραστάσεις του στα θέατρα που ήταν sold out; Πως να βάλεις τις λέξεις του θαυμασμού σε υπακοή, όταν σπουδαίοι από πριν έχουν αναλύσει την επιρροή, την τεχνική, την πρωτοπορία του, την μοναδικότητα του;

Απ’ τον Γιώργο Λιάνη που τον βάφτισε «γελωτοποιό της Ρωμιοσύνης», τον Λαζόπουλο που τον αναγνώρισε ως «δάσκαλο», ή τον Κώστα Καζάκο, που έγραψε πως «… το αλάνθαστο ένστικτό του Χάρρυ Κλυνν τον οδηγεί στην αυτοσάτιρα. Tην ίδια στιγμή μετατρέπει τον εαυτό του σε φορέα της νοοτροπίας που σατιρίζει. Έτσι, έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο δικό σου, που σου συμπαραστέκεται και πάσχει μαζί σου για τις πληγές και τις κατάρες που όλοι κουβαλάμε. Aπό εκείνα τα μάτια του, τα γεμάτα εξυπνάδα και πονηριά, από εκείνη την πιπεριά, την μύτη του, βγαίνει δριμιά η μυρουδιά της κωμωδίας, μιας κωμωδίας ρωμαλέας και υγιούς, που μπορεί να παράγει ταυτόχρονα τον άγριο καγχασμό και την ιερή αγανάκτηση, τη συγκίνηση και το θυμό, τη συμπόνια μαζί με το λυτρωτικό ασυγκράτητο γέλιο, υλικά πολύτιμα που μας έρχονται από παλιούς αιώνες, από τα διπλόκαρα με τρυγητάδες, απ’ τα πατητήρια του σταφυλιού, απ’ τ’ αλώνια του ψωμιού και τη μεγάλη Δημοκρατία.

Γι’ αυτό το λόγο φεύγουμε από τον Xάρρυ Kλυνν ανακουφισμένοι. Αισθανόμαστε ότι λίγο ξεπλυθήκαμε, ότι λίγη λάσπη έχει φύγει από πάνω μας». Θα ‘χε σημασία η αναφορά στα 12 βιβλία του, στα υπέροχα ποιήματά του -κοιτώ τα υπογεγραμμένά του βιβλία και με τις με χιούμορ τρυφερές αφιερώσεις του στη τότε νιότη μου!- και στις εκδόσεις του με τις δικές τους ζωγραφιές, τα θλιμμένα εκείνα εσωτερικά του τοπία με τις ήπιες, παστέλ πινελιές; Θα ‘χε σημασία πια, ο έπαινος του δήμου, του επίσημου, δημοσιογράφων και πολιτικών, για εκείνον που τους έβγαζε πάντα τη γλώσσα, κοροϊδευτικά, σαν παιδί αλανάκι και αδυσώπητο στην ασπιλότητα του; Όχι, λέμε! Δε θα ‘χε!

Γιατί χύθηκε η ζωή του, στις μεγάλες, ωκεάνιες θάλασσες της ανυπαρξίας με την ιδιά ροή, που ο καθένας έχει και που εκείνος αγάπησε. Έζησε, λατρεύτηκε, αγάπησε, αγωνίστηκε, ταξίδεψε, μετανάστεψε, ερωτεύτηκε, γέννησε παιδιά, εγγόνια, έργα, χειροκροτήθηκε, αγαπήθηκε, ορφάνεψε, πείνασε, γέλασε, μέθυσε, χειροκροτήθηκε, φύτεψε δέντρα, μύρισε λουλούδια, περπάτησε στα χιόνια του Καναδά, έπαιξε μουσική στους δρόμους του Μανχάταν, αγκάλιασε, πρώτη φορά, τη γυναίκα του, σε ένα δρομάκι του υπερφωτισμένου Σικάγο, έγινε λόγος και λέξεις και ποτέ του, μα ποτέ του δε νικήθηκε! Μπορεί να έσπασε κομματάκια η καρδιά, να συνετρίβη, ίσως, αλλά όχι, ήττες δεν γνώρισε… Έζησε τις πολλές του ζωές, νικητής και όχι ηττημένος…

Για το 5χρόνο, εκείνο, αγόρι που πήγαινε πρωί, σχολείο, βράδι, με καλαθάκι πούλαγε φιστίκια και χαράματα, με λαμαρίνα, κουλούρια…

Ίσως, μόνο εκείνοι, οι σκηνοθέτες, οι μοντέρ, οι κινηματογραφιστές θα μπορούσαν να απομονώσουν σαν κομμένα από πλάνα ταινίας τις στιγμές που κυμάτισε η καρδιά του από αγάπη. Το φιλί στης μάνας του το στόμα, το πρώτο ερωτικό άγγιγμα στη γυναίκα του, κάποτε στο Σικάγο, η αγκαλιά στο καυτήριο με την ύπαρξη των παιδιών του, του πρώτου στην Αμερική, του Απόστολου στο Μόντρεαλ, την Κορίνας του, στην Αθήνα, το φανερό καμάρι στις πρεμιέρες των έργων του Νίκου του, το χάδι στα κεφάλια των εγγονιών του, που κοιτούν με τα βλέμματα των παιδιών του σαν ανατίναξη του χρόνου. Ίσως μόνο οι εικόνες που ο ίδιος, γλυκόπικρα μοιράστηκε και φειδωλά, για τον εαυτό του παιδί.

«Γεννήθηκα, το 1940 και μεγάλωσα στο προσφυγικό γκέτο της Kαλαμαριάς. Πρόσφυγες οι γονείς μου από τον μαρτυρικό Πόντο. Φτωχοί, πεινασμένοι και απελπισμένοι. Φτωχή, και πεινασμένη και η δική μου η γενιά. Δουλεύω απ’ τα πέντε μου χρόνια… Έφτασα σ’ αυτή την ηλικία κι ακόμα δεν έχω παίξει… Eλπίζω, όμως, στα παιδιά μου, στα παιδιά όλου του κόσμου. Aπό μικρός ήλπιζα κι έτσι μεγάλωσα… Eλπίζοντας».

Ναι. Μόνο μια φωτογραφία ενός τέτοιου παιδιού, που λέει, του ίδιου, κάποτε, που το πρωί πάει σχολείο και το βράδυ παίρνει το καλαθάκι με τα φιστίκια και τα χαράματα το πανέρι με τα κουλούρια, για να μαζέψει πενταρίτσες και όλο χαμογελά και κοιτά -μαύρο βλέμμα- στα ματιά, ίσως μόνο αυτή η φωτογραφία να έπρεπε εδώ, αν αντέξεις να κοιτάς τον αγώνα απ’ τα πέντε, ενός νικητή της ζωής. Να ‘χει αλήθεια και κάποια πόζα, ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι, απ το καλοκαίρι του 1958 που θα ‘δινε για Ιατρική σχολή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης; Και που ένα βράδυ η τύχη αποφάσισε;

«Aπό τύχη έγινα καλλιτέχνης. Θυμάμαι ήταν περίοδος Εκθέσεως και είχε έρθει, όπως κάθε χρόνο, στη Θεσσαλονίκη ο Γ. Oικονομίδης με το συγκρότημά του. Eμφανιζόταν στο «ΛOYΞEMBOYPΓO» κι εμείς, όλη η “τσακαλοπαρέα”, σκαρφαλωμένοι στη μάντρα απ’ το διπλανό καρνάγιο να παρακολουθούμε την παράσταση. H βραδιά εκείνη, ήταν βραδιά ταλέντων. Πρώτο βραβείο μια χρυσή λίρα, ένα κουστούμι και μία συσκευή πετρογκάζ. Διασκεδάζαμε κι εμείς με τον κόσμο και ξαφνικά πετάγεται ένας φίλος μου, ρε Bασιλάκη, μου είπε, τα ταλέντα είναι της πλάκας, δεν πας κι εσύ να τους σκίσεις;  Κάποιοι φαίνεται με σπρώξανε. Πώς βρέθηκα μέσα, τι είπα και τι έγινε, ούτε που το θυμάμαι. Θυμάμαι, όμως, ότι κέρδισα τη λίρα, το κουστούμι και την πετρογκάζ…»

…Αχ αυτή η φωτογραφία με τον έφηβο σκαρφαλωμένο στη μάντρα, να λαθροκοιτάει τα ταλέντα πριν ψάξει το δικό του, πόσες λέξεις θα ζύγιζε ε; Όλες, μπορεί, εκτός απ’ τις δικές του. Διαβάζω:

«Με πολλή αγάπη στην Αλεξάνδρα. Β.Ν. Τριανταφυλλίδης. 3/4/98…

Έτσι, νομίζω, φίλε…
Ούτε με των ανθρώπων
Τη συγκατάβαση,
Ούτε πάλι με τη συγκατάβαση
Των ανθρώπων…
Μόνος διαβαίνεις
Και μοναχός απέρχεσαι
Με μόνο υπάρχον
Τη μεγάλη πυρά
Που εξακολουθεί να μαίνεται
Στις άκρες των δακτύλων σου»…

Σ.σ: Όχι, κύριε Χάρρυ Κλυν, αυτή τη φορά δε μας κάνατε να γελάσουμε! Πικρά, ντροπιασμένα δάκρυα συνοδεύουν την αυλαία σας. Και μια σιωπή αντί για τις ευχαριστίες μας που δεν ακούσατε. Και μια θλίψη για ένα κομμάτι ωραίας Ελλάδας, που χάθηκε μαζί σας. Εμείς τη σπαταλίσαμε, εσείς παλέψατε να την κρατήσουμε δικιά μας…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Η Σάννυ Μπαλτζή αποχαιρετά τον παππού της κόρης της, Χάρρυ Κλυνν

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πέθανε ο Χάρρυ Κλυνν