Γιώργος Λάνθιμος
Διαφημιστικά και προϊόντα αμφίβολα! Video clip για σταρ θορύβου! Τηλεσκηνοθεσία! Αίθουσες κοντρόλ! Σκοτάδια, φωνές, οθόνες, κουμπιά, εντάσεις, ταχύτητα! Συνήθως εδώ ξεσπούν τα νεύρα των σταρ της μικρής οθόνης, των αρχισυντακτών, των στελεχών! Και λάθη δε συγχωρούνται!
Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι εδώ μέσα, είχαν κάποτε όνειρο να φτιάξουν ταινίες, μικρά ψηφιακά σύμπαντα μοναδικά με αυτούς θεότητες πίσω από την κάμερα, σαν άλλοι Αγγελόπουλος, Ταρκόφσκι, Μπονιουέλ.
Βλέπετε τα περισσότερα παιδιά, της Σχολής του Σταυράκου, είχαν μια παιδεία κινηματογραφική όχι της δράσης, αλλά της ιδέας, και όχι της εικόνας για την εντύπωση, αλλά για την αισθητική. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκλωβίστηκαν στην καθημερινότητα, τους διακανονισμούς με την εφορία, τα «έναντι» αμοιβής από τα κανάλια και τις διαφημιστικές, τα ριάλιτι της πλάκας και της τουρκικής συναισθηματικής εκπαίδευσης.
Να όμως, που ένας τους -δόξα σοι!- τα κατάφερε! Ο Γιώργος Λάνθιμος, μόνος του, χωρίς πλάτες, άνευ ενός κράτους ισχυρού στην κινηματογραφία πίσω του, για την πάρτι του, με το όραμά του, με την άριστη και τεράστια παιδεία του, τα κατάφερε!
Με μια εντελώς προσωπική κινηματογραφική αφήγηση, με ιδεολογία, γνώσεις, συμβολισμούς, Ιστορική συναίσθηση και συνείδηση, αισθητική αντίληψη για το φως και με ένα πεσιμισμό ως κινηματογραφικός Σοπενχάουερ για τον κόσμο ως βούληση και ως παράσταση, ο Λάνθιμος έφτιαξε ένα μοναδικό ύφος και έγινε από μόνος του σχολή στο σινεμά!
Πρώτα υπήρξαν οι φανατικοί του θεατές. Μετά η παγκόσμια αποδοχή. Και τώρα; Οι δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ και η πρωτιά του στην ιστορία του θεσμού, στο και οι τρεις πρωταγωνίστριες να είναι υποψήφιες. Οι ταινίες του, καλά παίζουν στο Netflix, αλλά και σε άλλες συνδρομητικές πλατφόρμες σε όλες τις ηπείρους, όπως στο Tubi στις ΗΠΑ! Άνοιξε την πόρτα των τιβι κοντρόλ και απλά βγήκε. Μόνος του…
Το παιδί από το Παγκράτι
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1973. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν 9 χρονών. Ζει με την μητέρα του μέχρι το τέλος εκείνης, στα 19 του χρόνια. Μεγαλώνει στο πολύβουο Παγκράτι, ανάμεσα στην σκιά των παλιών πολυκατοικιών και την ανάσα του Άλσους.
Ο πατέρας του, ο οποίος, μέσα σε αυτά τα περίεργα παιχνίδια παιχνίδια που παίζει η μοίρα, έφυγε από τη ζωή λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του γιου για 10 Όσκαρ, ύστερα από μεγάλο αγώνα που έδινε με προβλήματα υγείας, καθηγητής στο πάντα προοδευτικό σχολείο Μωραΐτη, βάζει τον γιο του εκεί μαθητή. Ο ίδιος, ο Αντώνης Λάνθιμος, «ο ζογκλέρ των γηπέδων» όπως τον χαρακτήριζε ο Φίλιππος Συρίγος, ήταν μπασκετμπολίστας της ομάδας του Παγκρατίου και παίκτης της Εθνικής Ελλάδος.
Ο Γιώργος στην εφηβεία του, ψηλός επίσης, ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του και παίζει μπάσκετ στην ίδια ομάδα του Παγκρατίου, ως «τριάρι» αλλά «μάταια προσπαθούσα να του μεταδώσω το μικρόβιο του μπάσκετ» εξηγεί ο παλαιός βιρτουόζος της πορτοκαλί μπάλας Αντώνης Λάνθιμος, σε παλαιά συνέντευξη του στο DownTown, γιατί «από μικρός ήθελε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο».
Στην ίδια συνέντευξη, ο πατέρας διευκρινίζει πως «ο Γιώργος δεν είχε πολλούς φίλους, δεν ήταν το χαρούμενο, “έξω καρδιά” παιδί. Πολύ σοβαρός, μετρημένος και υπεύθυνος. Δεν έλεγε πολλά λόγια. Θυμάμαι είχε από το νηπιαγωγείο έναν κολλητό φίλο, τον Αριστείδη. Κάθονταν οι δυο τους και συζητούσαν όλη την ώρα για τις Τέχνες. Τελικά ο Αριστείδης ασχολήθηκε με τη μουσική και ο γιος μου έγινε σκηνοθέτης».
Αλλού πάλι διευκρινίζει πως «θα πρέπει να ξέρεις ότι ο Γιώργος είναι διαφορετικός χαρακτήρας από μένα. Σοβαρός, υπεύθυνος, εργατικός, συνεπής. Εγώ ήμουν πιο μποέμ, πιο ρέμπελος».
Παιδικές μνήμες, μπάσκετ και γερμανικά
Ο Γιώργος Λάνθιμος, το 2011, θυμάται τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε μια συνέντευξη που δίνει στον Ευθύμη Φιλλίπου για την Lifo, με τον οποίo έχουν γράψει μαζί τα σενάρια των πρώτων του ταινιών και του «Κυνόδοντα».
Λέει λοιπόν: «…Χρεμωνίδου 63. Το δωμάτιό μου σ’ αυτό το σπίτι βρισκόταν δίπλα στο μπάνιο και τα τελευταία χρόνια είχαμε βάλει στο πάτωμα μια κόκκινη μοκέτα. Δεν ήτανε μπορντό. Ήτανε κόκκινη. Είχε μια μπαλκονόπορτα που έβλεπε σ’ έναν ακάλυπτο στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου υπήρχε ένα περίεργο χαμηλό κτίριο με τρούλους γεμάτους τρύπες.
Δεν ξέρω τι ήτανε αυτό το κτίριο. Το δωμάτιό μου ήταν το μόνο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Η μητέρα μου κοιμότανε σ’ έναν χώρο στο σαλόνι, που έκλεινε με μια δίφυλλη πόρτα. Το δωμάτιό μου είχε έπιπλα από σουηδικό ξύλο. Ένα κρεβάτι και μια βιβλιοθήκη, δηλαδή ένα έπιπλο σαν βιβλιοθήκη που είχε κάτι συρτάρια από κάτω, και σε μια γωνιά υπήρχε μια (παύση) χάρτινη κούτα αρκετά μεγάλη, με όλα μου τα παιχνίδια.
Αργότερα, όταν μεγάλωσα λίγο, πετάξαμε την κούτα με τα παιχνίδια και φτιάξαμε ένα μεγαλύτερο κρεβάτι για να χωράω καλύτερα κι ένα γραφείο για να διαβάζω τα μαθήματά μου. Στο γραφείο πάνω υπήρχε ένας γκρι, ωραίος υπολογιστής Άμστραντ κάτι. Δίπλα στο κρεβάτι, αντί για κομοδίνο, βρισκόταν ένα στερεοφωνικό Sanyo ή Akai ή Philips, που ήταν της θείας μου της Τάτας και μου το είχε χαρίσει.
Κοντά στο σπίτι, στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, ήτανε ένα βιντεοκλάμπ, αλλά πραγματικά δεν θυμάμαι αυτήν τη στιγμή πώς το λέγανε. Η Σίσσυ που δούλευε εκεί μου κράταγε τις καινούργιες ταινίες που ήθελα και που ζητάγανε όλοι και που, ξέρεις, ήτανε πολύ δύσκολο να βρεις για να νοικιάσεις. Σχολείο πήγα σ’ ένα ιδιωτικό στα βόρεια προάστια.
Είχα μόνο έναν κοντινό φίλο, τον Αριστείδη. Είχα μακριά, ξανθά μαλλιά, περίπου σαν του Winger. Δεν θα έλεγα ότι ήταν σαν του Jon Bon Jovi, γιατί δεν ήταν τόσο πολύ μακριά. Η εμφάνισή μου ήτανε το μείγμα ενός εφήβου που ακούει ροκ κι ενός εφήβου που είναι φλώρος. Άκουγα μέταλ, πιο πολύ Maiden, Dio, Van Halen και Ozzy, αλλά τα ερεθίσματα του ιδιωτικού σχολείου μού είχαν δημιουργήσει μια στιλιστική σύγχυση.
Ταυτόχρονα, η αδυναμία τού να μπορώ ν’ αποκτήσω τ’ αυθεντικά ρούχα που ήτανε δημοφιλή εκείνη την εποχή στην τάξη έκανε αυτό το μπέρδεμα ακόμα μεγαλύτερο. Πουπουλένιο μπουφάν κατάφερα ν’ αποκτήσω αρκετά αργά, όπως και κάτι αθλητικές φόρμες που ήτανε κάπως σαν καπιτονέ. Φορούσα μποτάκια All Star και κάτι αρβύλες Dr. Martens. Μαύρα, όχι μπορντό. Τ’ αγαπημένα μου αθλητικά ήτανε κάτι Air Jordan ασπρόμαυρα, πολύ απλά, με δυο γκρι πλαστικά μικρά, εκεί που δένουν τα κορδόνια, τη φιγούρα του Jordan στη γλώσσα και πίσω, και χωρίς τρύπες πάνω, όπως είχανε τα περισσότερα.
Λίγο πριν τελειώσω το σχολείο, πήγε ο πατέρας μου κάνα-δυο ταξίδια στην Αμερική και μου έφερε Τimberland παπούτσια και μερικά Ρolo μπλουζάκια, αλλά τότε δεν τα ήθελα εγώ. Το αγαπημένο μου φούτερ ήτανε ένα πρασινωπό. Δεν έβγαινα συχνά τα βράδια. Έπαιζα μπάσκετ και διάβαζα γερμανικά…»
Διοίκηση επιχειρήσεων, 50 τετραγωνικά και τα παλιά ποτήρια ουίσκι της μαμάς
Ο Γιώργος Λάνθιμος τελειώνει το σχολείο στου Μωραΐτη, περνάει στη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων για έναν οικονομικό κύκλο σπουδών. Δεν τον νοιάζει καθόλου. Ενάμιση χρόνο φοίτησης μετά, τα παρατάει. Σχολή Λυκούργου Σταυράκου, χωρίς πάλι να αποφοιτήσει –παρέα με το φίλο του και επίσης σκηνοθέτη Μπάμπη Μακρίδη.
«…Δεν την τελείωσα ποτέ τη σχολή» θυμάται σε συνέντευξη του, «…γιατί ξεκίνησα να δουλεύω. Το πρώτο σπίτι όπου έμεινα μόνος μου ήτανε 50 τ.μ., στον πρώτο όροφο. Είχε ένα πολύ μικρό σαλόνι όπου είχα βάλει τα έπιπλα απ’ το παλιό σπίτι και το γραφείο με τον υπολογιστή. Εκεί, στο σαλόνι, δεν καθόμουνα ποτέ. Ήμουνα μόνος μου, αλλά έμενα στην κρεβατοκάμαρα, γιατί είχα συνηθίσει απ’ το παιδικό δωμάτιο. Ζούσα στην κρεβατοκάμαρα. Αυτά τα έπιπλα τώρα τα έχω πετάξει. Το μόνο που έχω κρατήσει από τότε είναι της μητέρας μου κάτι παλιά ποτήρια του ουίσκι και κάτι δικά μου παιδικά ρούχα. Σορτσάκια και μπλουζάκια.
Με τον Αριστείδη κάναμε παρέα και μετά το σχολείο. Παίζαμε ηλεκτρονικά παιχνίδια και αρχίσαμε να μαθαίνουμε κιθάρα. Φτιάξαμε ένα συγκρότημα το οποίο δεν είχε όνομα… Επίσης, με μια βιντεοκάμερα γυρνάγαμε διάφορες σκηνές με τον Αριστείδη στο σπίτι του, στο Σούνιο. Το σπίτι είχε μια επικλινή στέγη και στήναμε την κάμερα με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ακόμα πιο κάθετη, κι εγώ ανέβαινα και φαινότανε πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι ήτανε στην πραγματικότητα…»
Διαφήμιση, Ρουβάς και Βανδή και αβοήθητες προσπάθειες
Διαφημιστικά. Ανάμεσα τους τα «Δεν έχουμε Ίμπιζα» και «Πουτ δε κοτ ντάουν». Βιντεοκλίπ «Στην πίσω τσέπη του blue jean» της Κατερίνα Κυρμιζή, «Silver circle» με τον Νίκο Γρηγοριάδη, «Δέκα εντολές» για την Δέσποινα Βανδή, «Άντεξα», «Θέλεις ή δεν θέλεις», «Δεν έχει σίδερα η καρδιά σου» για τον Σάκη Ρουβά.
Στο πρώτο του φιλμ, την ταινία μικρού μήκους «Ουρανίσκο Ντίσκο», ο Γιώργος Λάνθιμος σκηνοθετεί την Αρμενοαυστραλέζα τραγουδίστρια και ηθοποιό Τάνια Νασιμπιάν, την ίδια χρονιά που συν-σκηνοθετεί με τον Λάκη Λαζόπουλο την ταινία «Ο Καλύτερός μου Φίλος». Με τον Λάκη Λαζόπουλο δουλεύει κοντρόλ για τους 10 Μικρούς Μήτσους και τον Alpha.
Δέχεται αρκετές προτάσεις για να σκηνοθετήσει εμπορικές ταινίες, που όμως τις απορρίπτει. Το όνειρό του είναι να κάνει τις δικές του μεγάλου μήκους ταινίες και να υπηρετήσει το δικό του όραμα. Βρίσκεται με την –είναι παραγωγός του στις πρώτες ταινίες του– Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη στην ίδια ομάδα που αναλαμβάνει το σχεδιασμό των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.
Εν τω μεταξύ, το show reel του μετράει καταγραφές και οπτικοποιήσεις σε αρκετές σημαντικές θεατρικές ή καλλιτεχνικές διαδράσεις –μεταξύ αυτών και ο Δράκουλας του Παπαϊωάννου. Σκηνοθετεί τέσσερις θεατρικές παραστάσεις και συνεργάζεται με την θεατρική ομάδα των Blitz.
Σε συνέντευξή του στην Guardian, ο Λάνθιμος θυμάται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας κινηματογραφιστής στην Ελλάδα και κάνει λόγο για την έλλειψη υποδομών, εκπαίδευσης, το πόσο αβοήθητοι είναι οι ταλαντούχοι άνθρωποι:
«Έμαθα να κάνω ταινίες πηγαίνοντας στη διαφήμιση και γυρίζοντας διαφημιστικά… Έμαθα παρακολουθώντας ταινίες. Ακόμη και τώρα δεν είμαι σίγουρος γιατί κάνω ταινίες ή τι με κάνει να θέλω τις ταινίες. Νομίζω ότι είναι τα φιλμ των άλλων. Όποτε βλέπω ένα πραγματικά εκπληκτικό φιλμ, σκέφτομαι: “θέλω να κάνω ένα φιλμ σαν αυτό. Και μετά ποτέ δεν το κάνω…”. Κάνει όμως πια την μεγάλη, την πρωτοφανή για τα ελληνικά πλέον δεδομένα, θριαμβική είσοδο στο διεθνές σινεμά, με τους δικούς του όρους.
Θριαμβική επιτυχία για τον Yorgo, που δεν μένει πια εδώ…
«Κινέττα». «Κυνόδοντας» και βραβείο “Ένα Κάποιο Βλέμμα” στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του 2009. Υποψήφιος για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2010. Δεν κερδίζει τότε. «Θα έλεγα ψέματα ότι δεν στενοχωρήθηκα που χάσαμε το Όσκαρ» δήλωνε μετά τα βραβεία του 2011, «όμως αυτή η υποψηφιότητα ήταν μια τεράστια επιτυχία από μόνη της. Δεν σημαίνει πολλά μόνο για μένα και τους συνεργάτες μου, αλλά και για την ίδια την κατηγορία του Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, αφού η ταινία συζητήθηκε όσο καμία άλλη, ως μία από τις πιο τολμηρές επιλογές της Ακαδημίας εδώ και πάρα πολλά χρόνια».
Όμως, η πορεία του Έλληνα δημιουργού προς την επιτυχία και τη διεθνή αναγνώριση είναι πια σε τροχιά. Οι New York Times, με την κυκλοφορία του Κυνόδοντα, τον συμπεριέλαβαν στη λίστα με τους είκοσι ανερχόμενους σκηνοθέτες. Σε Αυστραλία και Ευρώπη τα αφιερώματα στον Τύπο είναι πάρα πολλά. Όλοι έχουν προσδοκίες πια από τον Έλληνα κινηματογραφιστή με τη παράδοξη θεματολογία. «Άλπεις» και βραβείο Osella Καλύτερου Σεναρίου στο Φεστιβάλ της Βενετίας. «Αστακός» το 2015 με το Βραβείο Κριτών του Φεστιβάλ Καννών.
«Ο θάνατος του ιερού Ελαφιού», με σαφείς τις αναφορές στους Ατρείδες, την Ιφιγένεια, την Κλυταιμνήστρα, που όπως έχει πει, αναδείχθηκαν στην πορεία.
«Η Ευνοούμενη», το 2018, αποσπά τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ παίρνει 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσα τους καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μοντάζ για τον σπουδαίο Έλληνα μοντέρ Μαυροψαρίδη.
O «Yorgos», πλέον όπως τον αποκαλεί ο διεθνής Τύπος, αποθεώνεται με πλήθος δημοσιευμάτων. Ο Ντέιβιντ Ρούνεϊ του Ηollywood Reporter χαρακτήρισε την ταινία «must-see» και «υπέροχα διασκεδαστική». Το θρυλικό Variety παρομοίασε το φιλμ με «ένα τέλεια κομμένο διαμάντι» που μοιάζει με «διασταύρωση του “Μπάρι Λίντον” του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τις “Επικίνδυνες σχέσεις” του Στίβεν Φρίαρς».
Ο κριτικός του Guardian Πίτερ Μπράντσο θεωρεί ότι η ιδιαίτερη οπτική του Λάνθιμου απογειώνει το σενάριο το οποίο αυτή τη φορά δεν έχει τη δική του υπογραφή, ούτε του Ευθύμη Φιλίππου, όπως συνέβαινε ως τώρα, αλλά είναι των Ντέμπορα Ντέιβις και του Αυστραλού Τόνι ΜακΝαμάρα επισημαίνοντας ότι «ένας πιο συμβατικός σκηνοθέτης θα δημιουργούσε ένα ακόμη δράμα εποχής…». Ο Λάνθιμος όμως, δε μένει πια εδώ. Έχει διαλέξει για τη χωρά διαμονής την Αγγλία και για πόλη του, το Λονδίνο…
Με τη γυναίκα της ζωής του στο Λονδίνο
Στην Αθήνα ο Γιώργος Λάνθιμος γνωρίζει την ξανθιά, αιθέρια Γαλλίδα Αριάν Λαμπέντ, που έχει έρθει στην Ελλάδα για να συμμετέχει σε παραστάσεις με την ομάδα Vasistas. Συμπρωταγωνιστούν στην ταινία «Άτενμπεργκ» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη έχοντας μια από τις πλέον μνημειώδεις ερωτικές σκηνές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Λίγο αργότερα και αφού η Αριάν έχει πάρει το βραβείο Volpi Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας για την ερμηνεία της σε αυτή την ταινία, τον συνοδεύει στα Όσκαρ, όταν η ταινία του «Κυνόδοντας» γίνεται η 5η στην ιστορία του θεσμού που φτάνει υποψήφια στην κατηγορία Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία από την Ελλάδα.
Το 2013 παντρεύονται στο Λονδίνο σε στενό κύκλο. Σε συνέντευξή του ο Λάνθιμος στη Washington Post λέει για τη ζωή μαζί με την Αριάν: «Δουλεύουμε σε διαφορετικές χώρες, διαφορετικά μέρη και μετά περνάμε χρόνο μαζί. Είναι εύκολο με αυτό τον τρόπο ζωής να κρατάς το ανεξάρτητο πνεύμα σου και ταυτόχρονα να βρίσκεις δύναμη με το να είσαι μαζί με κάποιον».
Σπίτι τους κοινό, για αυτήν από την Γαλλία και εκείνον από την Ελλάδα, που δουλεύουν σε όλο τον κόσμο, είναι ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο. Για αυτή τη μεγάλη, ιδιαίτερη πόλη της Ευρώπης λέει πως «… αγαπάω τον καιρό και το φαγητό. Σε μένα και στην Αριάν πραγματικά μας αρέσει το φαγητό, οπότε προσπαθούμε να τρώμε έξω όσο το δυνατόν περισσότερο…»
«Γιατί ο καλύτερος νεαρός σκηνοθέτης της Ελλάδας κάνει το Λονδίνο σπίτι του;»
«Γιατί ο καλύτερος νεαρός σκηνοθέτης της Ελλάδας κάνει το Λονδίνο σπίτι του;» ήταν ο εύγλωττος τίτλος της Guardian σε συνέντευξη του Γιώργου Λάνθιμου που είχε κάνει ο Χan Brooks, ενώ σχολιάζει ότι η Αθήνα μοιάζει με νεκρόπολη στις ταινίες του, όπως σε εκείνη, στις «Άλπεις».
Ο Λάνθιμος είχε παραδέχεται ότι η οικονομική κρίση ήταν ένας παράγοντας από τους πολλούς που τον έχει ωθήσει να φύγει από την Ελλάδα, αν και ο σημαντικότερος ήταν ότι πάντα ήθελε να δουλέψει αλλού και να γυρίσει ταινίες στα αγγλικά. Σε πιεστική και δύσκολη ερώτηση του δημοσιογράφου για το αν έχει ανάμεικτα αισθήματα για την μετακίνησή του, όταν κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι τη στιγμή που η Ελλάδα βυθίζεται οι πιο ταλαντούχοι δημιουργοί εγκαταλείπουν το πλοίο ο Λάνθιμος τόνισε πως «γύρισα τρεις ταινίες στην Ελλάδα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, οπότε νομίζω ότι… υπηρέτησα τη θητεία μου. Όμως δεν το βλέπω σαν να πηδάω από το πλοίο. Δεν είναι εγκατάλειψη. Μια μέρα θα επιστρέψω. Και μπορεί να είναι πιο γρήγορα παρά αργότερα».
Για το ίδιο θέμα, άλλη στιγμή είχε πει πως στην Ελλάδα, «μόνο μια χούφτα ανθρώπων κάνει ταινίες, επειδή πραγματικά είναι κάτι που αγαπά», προσθέτοντας ότι κανείς δεν πληρώνεται. «Θέλω να κάνω σωστές ταινίες. Εάν ως σκηνοθέτης ήθελα να προοδεύσω, έπρεπε να εγκαταλείψω την πατρίδα μου».
Σε άλλη συνέντευξή του, είχε μιλήσει για το παράξενο κλίμα των αλλαγών στην Ευρώπη και πόσο καθοριστικό είναι το Brexit για τον ίδιο. «Είμαστε λίγο μπερδεμένοι με την σύζυγο μου για το Brexit και το συζητάμε πολύ, το αν δηλαδή έχει νόημα να παραμείνουμε σε ένα μέρος με τέτοια ατμόσφαιρα. Δυστυχώς, η κατάσταση είναι άσχημη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οπότε τι κάνεις; πηγαίνεις από την μία στην άλλη ανάλογα με το πού είναι καλύτερο το κλίμα;». Πάντως είχε δηλώσει πως πολύ πιθανόν είναι να μετακινηθεί ξανά, ως πολίτης ενός μεγάλου κόσμου και πως «… είναι Ok το Λονδίνο. Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι εδώ για λίγο, μπορεί να έχω φύγει τον επόμενο μήνα. Ζω σαν τουρίστας…».
«Όσο απέχω από την Ελλάδα, τόσο πιο Έλληνας νιώθω…»
Στη συνέντευξη Τύπου, μετά την θριαμβική προβολή της ταινίας «The Favourite», στο πλαίσιο του 75oυ Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, ο Έλληνας σκηνοθέτης ρωτήθηκε για άλλη μια φορά για το αν θα επέστρεφε να κάνει μία ταινία στην Ελλάδα. Και πόσο διαφορετικά αισθάνεται ως σκηνοθέτης στις διεθνείς παραγωγές.
«Έχω μιλήσει εκτενώς για αυτό», είπε υπομονετικά. «Μία είναι η απάντηση: αν βρω μια ιστορία που θέλω να πω και είναι στην ελληνική γλώσσα και λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, ευχαρίστως να γυρίσω και να την κάνω. Με κάποιο τρόπο όσο απέχω από την Ελλάδα, τόσο πιο Έλληνας νιώθω. Γυρίζαμε ταινίες στην Ελλάδα βασιζόμενοι αποκλειστικά στους φίλους μας και στην γενναιοδωρία των συνεργατών μας (δούλευαν για ελάχιστα χρήματα ή δωρεάν, μάς δάνειζαν φιλικά τον εξοπλισμό ή το χώρο τους). Οπότε υπάρχει μεγάλη διαφορά, όπως καταλαβαίνετε, στο να βρίσκομαι τώρα στο σετ μίας τέτοιας παραγωγής, μίας ταινίας εποχής, στο Λονδίνο. Αγαπώ τον επαγγελματισμό του εξωτερικού, έχω περισσότερα μέσα να κάνω τις ταινίες μου. Για αυτό είμαι εδώ και θα συνεχίσω να είμαι εδώ. Όμως, καμιά φορά μου λείπει ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα και η γενναιοδωρία των ελληνικών παραγωγών».
Το μπλε σκούρο, οι φράουλες, η απέχθεια στα μαλλιά «καρφάκια»
Επηρεάζεται απ’ την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, σιχαίνεται τα μαλλιά καρφάκια, τα πολύ σγουρά, τα πολύ μαύρα ή τα άσχημα βαμμένα. Δεν αντέχει να βλέπει παιδιά ή ενήλικες να φοράνε ανάποδα το καπέλο, με το γείσο προς τα πίσω. Θα ήθελε να είναι πιο τολμηρός και αποφασιστικός σε απλά πράγματα. Δυσκολεύεται να πάρει τηλέφωνο κάποιον ή να πει κάτι που θέλει απλό, όπως ότι δεν του αρέσει το φαγητό ή ότι θέλει να φύγει και να γυρίσει σπίτι του. Του αρέσουν πολύ οι φράουλες. Δεν βρίζει και όταν το κάνει λέει «γαμώ την πουτάνα μου».
Δεν του αρέσει το πολύ έντονο πορτοκαλί και το πολύ έντονο φούξια και γενικά, σιχαίνεται τα φωσφoριζέ χρώματα. Επίσης, αντιπαθεί το μπλε, το αγνό, καθαρό μπλε, ενώ του αρέσει αρκετά το μπλε σκούρο. Άμα έπρεπε να διαλέξει έναν συνδυασμό τριών χρωμάτων, θα ήτανε μαύρο, γκρι και μπλε σκούρο πάντα. Δεν του αρέσουν οι συνεντεύξεις και τις περιορίζει στο απολύτως διεκπεραιωτικό για κάθε του ταινία. Κολυμπάει απογεύματα, του αρέσει το παγωτό σοκολάτα, οι ιστορίες των ανθρώπων και οι ιδέες τους. Μιλάει γερμανικά και άψογα αγγλικά.
Δεν κάνει ταινίες για να περνάει μηνύματα ή να τις αναλύει ο ίδιος και αν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζεται έχουν άλλη πιεστική οπτική από αυτό που έχει στο μυαλό του, θα ήταν αδύνατον να δουλέψει, γιατί πάνω από όλα για αυτόν μετράει η δημιουργική ελευθερία του. Θαύμαζε τον Νίκο Παπατάκη και την ασπρόμαυρη ταινία του «οι Βοσκοί». Γράφει τα προσχέδιά του στα ελληνικά και μετά δουλεύονται στα αγγλικά, διαλέγει ηθοποιούς με το ένστικτο, συνεργάζεται πάντα με τον Μαυροψαρίδη τον οποίο αποκαλεί «δάσκαλο» και για το μοντάζ του «Αστακού» είχαν πάει σε ένα ελληνικό νησί για το τελειώσουν.
Με τον Ευθύμη Φιλίππου δούλευαν τρώγοντας πάστες, κρέμα ο ένας, σοκολατίνα ο Λάνθιμος και διορθώνανε σε καφέ τα Σαββατοκύριακα. Δεν απολαμβάνει, λέει, τίποτα από τη διαδικασία των ταινιών, γιατί η περίοδος είναι πάντα αγχωτική και αγωνιώδης, αλλά εκτιμά τους δεσμούς που φτιάχνονται μεταξύ των συνεργατών. Άγγλος δημοσιογράφος τον έχει χαρακτηρίσει σαν «λουτρικό αρκουδάκι με αδιευκρίνιστο όμως βλέμμα, που είναι αδύνατον να καταλάβεις τι αισθάνεται και τι σκέφτεται».
Για το μέλλον έχει σκεφτεί να δώσει μια σύγχρονη ανάγνωση του μυθιστορήματος του Daniel Defoe «Journal of the Plaque Year» που αναφέρεται στη Μεγάλη Πανώλη, αν και σκοπεύει να τοποθετήσει την αφήγησή του στο σύγχρονο Λονδίνο. Όλες οι άσχημες κριτικές, η απαξία, τα κακοήθη σχόλια στην Ελλάδα, δείχνουν να μην έφτασαν ποτέ στα αφτιά του.
Το ίδιο ισχύει και για την προτροπή του Αλέξανδρου – Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, γνωστού, βεβαίως ως Αλεξάντερ Πέιν πως «ο Γιώργος Λάνθιμος τώρα που είναι διάσημος και κάνει ταινίες στα αγγλικά, θα ήθελα να επιστρέψει στην Ελλάδα και να χρησιμοποιήσει τη φήμη του για το ελληνικό σινεμά αναδεικνύοντας ελληνικά θέματα».
Τα όρια που διέρρηξε, οι απαγορεύσεις που έσπασε, οι δυσκολίες που νίκησε για να φτάσει στη δική του κορυφή ο Λάνθιμος, δεν επιτρέπουν καλή ακοή σ’ όλα αυτά, ούτε ως αντίλαλο και σιγά μη κλάψει, σιγά μη ταραχτεί εδώ που τα λεμέ!