• LIFE&STYLE

    Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση: Έπεσα και στα πατώματα, φοβήθηκα, έκλαψα και απελπίστηκα

    Εριέττα Κούρκουλου Λάτση

    Το εξώφυλλο του νέου βιβλίου της Εριέττας Κούρκουλου Λάτση


    Η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση, μέσα από το βιβλίο της «Είμαι η Εριέττα» των εκδόσεων Ψυχογιός, εξερευνά την ταυτότητά της και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε ως κόρη μιας γνωστής οικογένειας, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την αφοσίωσή της στην κοινωνική δράση και την αγάπη της για τα ζώα.

    Αναλογίζεται τη ζωή της και την πορεία αναζήτησης της ταυτότητάς της, ξεκινώντας από την παρατήρηση του πατέρα της όταν ήταν μόλις έξι χρονών, ότι θα καταλάβει πως έχει πετύχει όταν οι άλλοι θα την αποκαλούν «Εριέττα» και όχι «η κόρη του Λάτση» ή «η κόρη του Κούρκουλου». Στο βιβλίο της περιγράφει την εμπειρία των τριάντα χρόνων της, όπου, αν και βίωσε πολλές όμορφες στιγμές, υπήρξαν επίσης δύσκολες περίοδοι που την δοκίμασαν. Αντιμετώπισε φόβους, θλίψη και απογοήτευση, αλλά οι αγαπημένοι της άνθρωποι τη στήριξαν στο όραμά της να αξιοποιήσει την τύχη και τη δύναμή της για να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο. Σήμερα, αισθάνεται επιτέλους σίγουρη για τον εαυτό της και δηλώνει με περηφάνια ότι είναι η Εριέττα.

    Erietta Kourkoulou Latsi
    Φωτογραφία της Εριέττας Κούρκουλου Λάτση από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram.

    Kind Things

    Το 2023, ίδρυσε το κοινωφελές ίδρυμα Kind Things, το οποίο συντονίζει όλες τις μη κερδοσκοπικές της δραστηριότητες, περιλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την υποστήριξη ευάλωτων ομάδων και την προστασία του περιβάλλοντος.

    «Είμαι η Εριέττα»

    Στο νέο της βιβλίο, «Είμαι η Εριέττα», που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου, περιγράφει την πορεία των τριάντα χρόνων της ζωής της. Στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου, αναφέρει ότι κατάφερε να επιστρέψει στον αληθινό της εαυτό και να αξιοποιήσει την τύχη και τη δύναμη που της δόθηκαν, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για όλους.

    Η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση μοιράζεται την προσωπική της πορεία προς την αυτογνωσία και την αναγνώριση της ταυτότητάς της. Συνειδητοποιεί ότι ανάμεσα στα δύο επώνυμά της, η αναζήτηση της αυθεντικής της ταυτότητας ήταν μια δύσκολη διαδικασία.

    Η Εριέττα περιγράφει τη διαδρομή των τριάντα χρόνων της ζωής της, κατά την οποία αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις αλλά και όμορφες στιγμές. Γέλασε, χόρεψε και ταξίδεψε, αλλά υπήρξαν και στιγμές πτώσης, φόβου και απελπισίας. Σε αυτές τις δύσκολες περιόδους, τη στήριξαν οι αγαπημένοι της άνθρωποι, καθώς και το όνειρό της να χρησιμοποιήσει την τύχη και τη δύναμη που της δόθηκαν για να συμβάλει σε έναν καλύτερο κόσμο.

    Η Εριέττα υπογραμμίζει τη σημασία του σκοπού στη ζωή της, δηλώνοντας ότι χωρίς αυτόν, θα είχε χαθεί σε μια ύπαρξη χωρίς νόημα. Σήμερα, αισθάνεται ότι στέκεται στα πόδια της και ότι γνωρίζει ποια είναι: είναι η Εριέττα. Αυτή η διακήρυξη ταυτότητας αποτυπώνει την εσωτερική της δύναμη και την επιθυμία της να συμβάλει στην κοινωνία.

    Εκφράζει βαθιά προσωπικά συναισθήματα σχετικά με την οικογένεια, την αγάπη και τις σχέσεις της με σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή της, όπως ο πατέρας της και ο σύζυγός της. Το βιβλίο της φανερώνει την ένταση με την οποία ζει τις στιγμές, την έντονη αίσθηση της απώλειας, αλλά και τον τρόπο που προσπαθεί να διαχειριστεί τις εσωτερικές της συγκρούσεις και τα συναισθήματά της.

    Στο απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση περιγράφει με ειλικρίνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα που είχε κατά την παιδική της ηλικία, ειδικά την περίοδο που άρχισε να συνειδητοποιεί τη διαφορετικότητά της. Η ιστορία ξεκινά με την απορία της, όταν, σε ηλικία έξι ετών, ρωτά τη μητέρα της αν είναι «κανονικοί». Αυτή η ερώτηση αποτυπώνει την αθωότητα ενός παιδιού που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του και να αναζητήσει την αίσθηση του ανήκειν.

    Η Εριέττα αναγνωρίζει ότι τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τα χρήματα, αλλά για την αποδοχή και την ενσωμάτωσή τους σε μια ομάδα. Ωστόσο, μεγαλώνοντας, διαπιστώνει ότι οι γονείς της δεν είναι «κανονικοί», κάτι που την καθιστά «χαμένη από χέρι» στην προσπάθειά της να ενταχθεί. Παρά την προνομιακή της ζωή στην Εκάλη, όπου το σπίτι της ήταν γεμάτο από πολυτέλεια και ανέσεις, η Εριέττα νιώθει τη μοναξιά και την απομόνωση που φέρνει η διαφορετικότητά της.

    Η ασφάλεια που την ακολουθεί, οι δύο άντρες που την πηγαίνουν από το σχολείο, είναι ένα ακόμα δείγμα της μη κανονικότητάς της. Για εκείνη, οι φίλοι της περνούν απ’ τις γιαγιάδες τους, ενώ εκείνη έχει ασφάλεια. Αυτές οι παρατηρήσεις, αν και γίνονται αντιληπτές στο μυαλό της, η ίδια προσπαθεί να τις κρύψει, αναγκάζοντας τον εαυτό της να αποδεχθεί την πραγματικότητα της ζωής της.

    Η Εριέττα αναγνωρίζει ότι η παραδοχή της διαφορετικότητάς της είναι μια καταδίκη. Ωστόσο, βρίσκει παρηγοριά στον κόσμο των ζώων και στη στενή σχέση με τον ξάδελφό της, Βαγγέλη. Η πραγματικότητα του χρυσού της «κλουβιού», όπου οι λεπτομέρειες της παιδικής της ηλικίας αναδεικνύουν μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, δεν είναι ικανή να εξαλείψει το αίσθημα της απομόνωσης.

    Η σχέση της με το όνομά της γίνεται κεντρικό θέμα στο βιβλίο. Το όνομα «Λάτση» της προκαλεί σύγχυση και αποστροφή, καθώς τη διαχωρίζει από τους υπόλοιπους και την τοποθετεί σε μια κατηγορία που δεν επιθυμεί. Η διαπίστωση ότι οι πλούσιοι συχνά θεωρούνται κακοί δημιουργεί έναν εσωτερικό αγώνα στην Εριέττα, που επιθυμεί να ξεχάσει την ταυτότητά της και να είναι απλά η Εριέττα.

    Η σκηνή που περιγράφει τη συζήτηση με τον πατέρα της αποκαλύπτει την αντίθεση μεταξύ της παιδικής της αθωότητας και της ενηλικίωσής της. Εκείνος της υπενθυμίζει ότι είναι και τα δύο: Κούρκουλου και Λάτση, κάτι που δεν κατανοεί πλήρως. Στην πραγματικότητα, το όνομα της είναι ένα μέρος της ταυτότητάς της, και, καθώς η ιστορία προχωρά, φαίνεται ότι η αποδοχή αυτής της ταυτότητας είναι ζωτικής σημασίας για την αυτογνωσία της.

    Η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση μάς προσκαλεί σε μια τρυφερή και βαθιά αναζήτηση της ταυτότητάς της, που είναι γεμάτη με τις προκλήσεις και τις εντάσεις που φέρνει η ζωή στην πολυτέλεια και οι προσδοκίες που δημιουργεί. Το κείμενο είναι γεμάτο από νοσταλγία και εσωτερική πάλη, αποτυπώνοντας την προσπάθεια ενός παιδιού να κατανοήσει τον κόσμο και τη θέση του σε αυτόν.

    Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της με τίτλο Μια μικρή πριγκίπισσα.

    «Μαμά, εμείς δεν είμαστε κανονικοί;» Ήμουν μόλις έξι χρόνων όταν έκανα αυτή την ερώτηση στη μητέρα μου, καθισμένη στο υπέρδιπλο κρεβάτι της στο σπίτι μας στην Εκάλη. «Τι εννοείς “κανονικοί”;» με ρώτησε με το δίκιο της εκείνη, αν και νομίζω ότι υποψιαζόταν αυτό που με προβλημάτιζε. Θυμάμαι ότι, κάθε φορά που με καλούσε μια καινούργια μου φίλη από το σχολείο στο σπίτι της, ευχόμουν αυτό να έμοιαζε λίγο περισσότερο με το δικό μου. Κάπου ήξερα όμως μέσα μου –γιατί τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα πάντα– ότι μάλλον δε θα έμοιαζε. Ήταν όλα μεγάλα σπίτια, γιατί οι φίλες μου πήγαιναν στο ίδιο πανάκριβο σχολείο όπου πήγαινα και εγώ, αλλά πάντα μπροστά στο δικό μας φαίνονταν μικρά.

    Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τα χρήματα, αυτή είναι μια αρρώστια που αποκτούν αργότερα, μέσα από την επιρροή της οικογένειας και της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνουν. Τα παιδιά, τουλάχιστον στην ηλικία που περιγράφω, έχουν μονάχα την ανάγκη να αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου και, για να γίνει αυτό, θα πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να μην ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα παιδιά. Εγώ, δυστυχώς, ήμουν χαμένη από χέρι… Πάντα υπήρχαν δείγματα ότι η μαμά και ο μπαμπάς μου δεν ήταν «κανονικοί», αλλά εγώ απέφευγα να το παραδεχθώ στον εαυτό μου. Κάπου ίσως και να έλπιζα ότι η δική τους μη κανονικότητα δε θα επηρέαζε εμένα. Μεγαλώνοντας, όμως, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό.

    «Άλφα οχτώ προς πύλη δύο, άφιξη Αφροδίτης σε τρία λεπτά» άκουγα στον ασύρματο επιστρέφοντας με δυο θεόρατους άντρες από το νηπιαγωγείο (το «Αφροδίτη» ήταν το κωδικό όνομα που χρησιμοποιούσε η ασφάλειά μου για εμένα). Αυτό δεν ήταν δείγμα; Μα πώς να είναι; Αφού οι άντρες αυτοί ήταν οι φίλοι μου, ο Βλαδίμηρος και ο Γιάννης, και με έπαιρναν από το σχολείο γιατί οι γονείς μου είχαν άλλες υποχρεώσεις. Δεν μπορούσα όμως να μην παραξενευτώ που τη Χριστινούλα και τον Αλέξανδρο περνούσε να τους πάρει η γιαγιά όταν δεν μπορούσαν οι γονείς τους. Όλα τα βλέπουν τα παιδιά και όλα τα καταλαβαίνουν, απλώς όταν κάτι δε βοηθάει στην επιβίωσή τους, τείνουν να το απωθούν στο πίσω μέρος του μυαλού τους βαθιά, όπου χάνεται για πάντα – ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Για εμένα, η παραδοχή της διαφορετικότητας φάνταζε καταδίκη.

    Ήμουν ένα ντροπαλό και ήσυχο παιδί, αρκετά μοναχικό, με εξαίρεση τη σχεδόν καθημερινή παρέα εντός των πυλών του σπιτιού μας με τον ξάδελφό μου τον Βαγγέλη. Στο χρυσό μου κλουβί, όπου η πραγματικότητά μου ήταν πολύ διαφορετική από οποιουδήποτε άλλου παιδιού στην Ελλάδα, ήμουν ευτυχισμένη. Δεν αισθανόμουν ότι μου έλειπε η συντροφιά. Είχα κάνει λίγους και εκλεκτούς φίλους από το Σπίτι του Αρκούδου, το νηπιαγωγείο όπου πήγαινα, είχα τη Νόρμα –τη δεύτερη μαμά μου– και είχα ανακαλύψει ήδη τον μαγικό κόσμο των ζώων, στον οποίο αισθανόμουν από τότε απόλυτα ολοκληρωμένη.

    «Ο κήπος της Εκάλης», όπως ονομάζαμε το σπίτι μας, ήταν τεράστιος. Θα μπορούσαν δεκάδες παιδιά να παίζουν κρυφτό στην υπέροχη φύση που το περιέβαλλε χωρίς να συναντηθούν ποτέ. Υπήρχε μέσα ένα ελικοδρόμιο, το οποίο είχα μετατρέψει σε ζωολογικό κήπο, ένας κήπος –της γιαγιάς μου– με τα ομορφότερα τριαντάφυλλα που έχω δει και μια μικρή λιμνούλα όπου μαζευόμασταν για να χαζέψουμε τα βατράχια. Είχαμε δική μας μηχανή παγωτού την οποία χρησιμοποιούσαμε όποτε μας έπιανε λιγούρα, και όποτε θέλαμε να ξεφύγουμε για λίγο από το σπίτι, δεν είχαμε παρά να διασχίσουμε τον δρόμο απέναντι από την πύλη Α και να πάμε στην ψησταριά του Ecali Club.

    Είχα δικό μου καρουσέλ, τρενάκι, κούνιες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς ότι χρειάζεται ένα παιδί για να περνάει όμορφα. Ναι! Όλες αυτές οι πολύ πλούσιες λεπτομέρειες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας και ναι, έχω αποφασίσει να τις μοιραστώ μαζί σας, γιατί η καθεμιά από αυτές έπαιξαν ρόλο στο ποια είμαι και πού βρίσκομαι σήμερα.

    Ποια είναι η Εριέττα Κούρκουλου Λάτση

    Είναι μία από τις προσωπικότητες που πάντα μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον λόγω της δημιουργικότητας και του θάρρους της. Η αφοσίωσή της στο να γίνει η φωνή των πιο αδύναμων και ανυπεράσπιστων πλασμάτων έχει δημιουργήσει ένα κύμα συμπάθειας για το πρόσωπό της.

    Η Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση, κόρη του Νίκου Κούρκουλου και της Μαριάννας Λάτση, καθώς και εγγονή του Γιάννη Σ. Λάτση, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1993. Είναι παντρεμένη με τον Βύρωνα Βασιλειάδη και έχουν έναν γιο, τον Νίκο Βασιλειάδη Κούρκουλο. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας (Deree College) και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό πρόγραμμα στον τομέα Animal Studies στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU).

    Κοινωνική Δράση

    Η Εριέττα είναι ιδιαίτερα αγαπητή για την κοινωνική της δράση και την ενεργή παρουσία της στα social media. Επενδύει σε διάφορες ηθικές πρωτοβουλίες, επικεντρωμένες σε vegan startups και επενδυτικά κεφάλαια που σχετίζονται κυρίως με την τεχνολογία τροφίμων, ενώ παράλληλα διατηρεί ρόλο στις οικογενειακές επιχειρήσεις.

    Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις

    Η ίδρυση της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Save a Greek Stray το 2012, που ασχολείται με την προστασία και φροντίδα των αδέσποτων ζώων, υπήρξε καθοριστική για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων στην Ελλάδα. Το 2020, η δημιουργία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης A Promise to Animals, που επιδιώκει την προάσπιση των δικαιωμάτων των παραγωγικών ζώων και την προώθηση του βιγκανισμού ως τρόπο ζωής και διατροφής, αποτέλεσε ένα ακόμη σημαντικό βήμα.

    Διαβάστε επίσης: 

    Εριέττα Κούρκουλου-Λάτση: «Επιτέλους στέκομαι στα πόδια μου και ξέρω πολύ καλά ποια είμαι – ΕΙΜΑΙ Η ΕΡΙΕΤΤΑ» – Επίσημη παρουσίαση του βιβλίου της

    Εριέττα Κούρκουλου Λάτση: Συγκλονίζει για το κοριτσάκι που έχασε – «Αυτή ήταν η καρδούλα της – Δεν καταφέραμε να τη γνωρίσουμε»

    Εριέττα Κούρκουλου Λάτση: Πάντα υπήρχαν δείγματα ότι η μαμά και ο μπαμπάς μου δεν ήταν «κανονικοί»



    ΣΧΟΛΙΑ