• LIFE&STYLE

    Έρευνα: Γιατί αθώοι άνθρωποι ομολογούν εγκλήματα που δε διέπραξαν ποτέ;


    Ο μεγαλύτερος φόβος ενός δικαστή είναι μήπως στείλει στη φυλακή έναν αθώο άνθρωπο. Και πράγματι, είναι ανησυχητικός ο αριθμός των δικαστικών αποφάσεων που αποδεικνύονται λανθασμένες – μάλιστα, το 2015 στις ΗΠΑ σημειώθηκε ρεκόρ αθωώσεων… κατόπιν εορτής σε ανθρώπους που προηγουμένως είχαν καταδικαστεί για σοβαρά εγκλήματα, όπως δολοφονίες και ναρκωτικά. Επιπλέον, σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, ο αθωωθείς είχε ομολογήσει το έγκλημα το οποίο δεν είχε διαπράξει!

    Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ένας αθώος να καταλήξει στη φυλακή – και μάλιστα έχοντας ομολογήσει ένα έγκλημα που ποτέ δεν έχει διαπράξει;

    Οι ειδικοί στις ψευδείς ομολογίες Richard Leo και Steven Drizin εξηγούν, σύμφωνα με το The Conversation, ότι συνήθως υπάρχουν τρεις «δρόμοι» που οδηγούν σε μία ψευδή ομολογία.

    Πρώτον, οι αστυνομικοί συμπεραίνουν εσφαλμένα πως ένας αθώος ύποπτος είναι ένοχος. Στα αρχικά στάδια των ανακρίσεων, οι αστυνομικοί προσπαθούν να εξαγάγουν συμπεράσματα για την ενοχή ή την αθωότητα του υπόπτου από τη συμπεριφορά του, τον τόνο της φωνής του ή τη γλώσσα του σώματός του. Το πρόβλημα είναι ότι η εκπαίδευση από την οποία περνούν οι αστυνομικοί για τον εντοπισμό τέτοιων στοιχείων είναι γεμάτη ελλείψεις και λάθη.

    Κατόπιν, μπαίνει στο παιχνίδι η τακτική των πιέσεων προς τον ύποπτο. Η ανάκριση πιθανόν να είναι γεμάτη από κατηγορίες ότι ο ύποπτος είναι ένοχος, ψέματα ότι υπάρχουν πειστήρια εναντίον του (ναι, η αστυνομία έχει δικαίωμα να το κάνει αυτό) και υποσχέσεις για επιείκεια. Η ανάκριση μπορεί να κρατήσει ώρες ή και μέρες.

    Μόλις ο αθώος ύποπτος παραδεχθεί την «ενοχή» του η αστυνομία (πιθανόν ασυνείδητα) «μολύνει» τη μνήμη του υπόπτου. Δεν αρκεί ο ύποπτος να πει «ναι, το έκανα», πρέπει επίσης να δώσει μία αφήγηση του εγκλήματος που να ταιριάζει με τα στοιχεία που υπάρχουν. Είτε αυτό γίνεται με ερωτήσεις που τον «καθοδηγούν» στο τι θα απαντήσει, είτε με τη χρήση φωτογραφιών από το σημείο του εγκλήματος ή με «παιχνίδια με τη μνήμη του, σκοπός είναι ο ύποπτος να δώσει μία λεπτομερή ομολογία.

    Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης πως οι νεαροί ύποπτοι είναι πιο επιρρεπείς στο να δώσουν μία ψευδή ομολογία, καθώς συνήθως δε σκέφτονται τις μακροπρόθεσμες συνέπειες και ελκύονται από άμεσες ανταμοιβές (π.χ. «αν ομολογήσω τώρα, θα με αφήσουν να πάω σπίτι απόψε»).

    Ένας ακόμα παράγοντας που οδηγεί σε ψευδείς ομολογίες είναι η στέρηση ύπνου, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, που βασίστηκε στο εξής πείραμα: 88 φοιτητές κλήθηκαν να κάνουν κάποιες εργασίες σε υπολογιστές ενός εργαστηρίου, με την αυστηρή προειδοποίηση πως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πατήσουν το πλήκτρο Escape στο πληκτρολόγιο, γιατί τότε θα χάνονταν πολύτιμα στοιχεία της έρευνας. Περίπου μία εβδομάδα μετά οι φοιτητές επέστρεψαν στο εργαστήριο και είτε κοιμήθηκαν εκεί, είτε έμειναν ξύπνιοι όλο το βράδυ. Το επόμενο πρωί τους έδειξαν ένα έγγραφο στο οποίο αναφερόταν (ψευδώς) πως είχαν πατήσει το πλήκτρο Escape, και κλήθηκαν να υπογράψουν το έγγραφο αυτό, επιβεβαιώνοντας πως είναι αληθές.

    Το συμπέρασμα; Σε σχέση με εκείνους  που το προηγούμενο βράδυ είχαν κοιμηθεί, οι… νυσταγμένοι συμμετέχοντες ήταν πολύ πιο πιθανό να υπογράψουν την ψευδή ομολογία τους – συνολικά, το 39% των ξεκούραστων φοιτητών και το 68% των νυσταγμένων υπέγραψαν.

    Και κάπως έτσι, ένας αθώος φτάνει στο σημείο να αναλάβει την ευθύνη για κάτι που ποτέ δεν έκανε…



    ΣΧΟΛΙΑ