ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Είναι σοκαριστικό για κάποιους όταν συνειδητοποιούν πως οι εφαρμογές και το περιεχόμενο στους υπολογιστές και τα smartphones τους στην πραγματικότητα δεν τους ανήκει ακριβώς, κάτι που πολλοί συνειδητοποιούν όταν κάποιος δικός τους άνθρωπος πεθάνει.
Δείτε για παράδειγμα την περίπτωση της Peggy Bush, μίας γυναίκας από τον Καναδά που μετά το θάνατο του συζύγου της ζήτησε από την Apple να της δώσει τον κωδικό Apple ID του, ώστε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις εφαρμογές στο iPad που είχαν από κοινού. Η απάντηση της Apple ήταν ότι θα πρέπει να υπάρξει σχετική δικαστική απόφαση για να της επιτραπεί να έχει πρόσβαση στο λογαριασμό του συζύγου της.
Η υπόθεση πήρε μεγάλη έκταση στα ΜΜΕ, και τελικά η Apple συμφώνησε να βοηθήσει τη γυναίκα με το πρόβλημά της, χωρίς πάντως να διευκρινίσει αν θα της δώσει πλήρη πρόσβαση στο λογαριασμό του συζύγου της.
Βέβαια, οι όροι χρήσης των προϊόντων της Apple (και όχι μόνο της Apple) προβλέπουν ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει «κληρονομικότητα» για τις ηλεκτρονικές εφαρμογές. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα η Apple:
«Εκτός κι αν προβλέπεται κάτι διαφορετικό από τη νομοθεσία, συμφωνείτε ότι ο λογαριασμός σας δεν μπορεί να μεταφερθεί και οποιαδήποτε δικαιώματα στο Apple ID ή στο περιεχόμενο εντός του λογαριασμού σας τερματίζονται με το θάνατό σας. Με τη λήψη ενός αντιτύπου του πιστοποιητικού θανάτου, ο λογαριασμός σας μπορεί να τερματιστεί και όλο το περιεχόμενο εντός του λογαριασμού να διαγραφεί».
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς όταν χάνει έναν δικό του άνθρωπο το τι θα γίνει με την ψηφιακή του ζωή, όμως είναι ένα ζήτημα που στο μέλλον θα μας απασχολήσει πολύ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για έναν συγγενή που καλείται να διαχειριστεί την ψηφιακή ζωή του αποθανόντος είναι η πρόσβαση στους πολλούς διαφορετικούς online λογαριασμούς του. Αν και νομικά δε συμβαδίζει με όσα αναφέρονται στους όρους χρήσης, το να έχει κανείς το username και τον κωδικό του λογαριασμού του επιτρέπει να κλείσει τον λογαριασμό, να μεταφέρει τα δεδομένα, ή ακόμα και να συνεχίσει να τον χρησιμοποιεί.
Άρα, ο πιο απλός τρόπος για να αφήσει κανείς τα στοιχεία των online λογαριασμών του σε καλά χέρια μετά το θάνατό του, είναι να τα γράψει σε ένα χαρτί – το να τα εντάξει επίσημα στη διαθήκη του δεν είναι εξίσου λειτουργικό, γιατί θα πρέπει να αλλάζει η διαθήκη κάθε φορά που ο χρήστης αλλάζει τον κωδικό του.
Από εκεί και πέρα, υπάρχει και το θέμα του τι θα ήθελε και ο ίδιος ο αποθανών. Μπορεί κάποιος να μην επιθυμεί να υπάρχει μία αναμνηστική σελίδα στο Facebook γι’ αυτόν, ας πούμε. Κάποιοι επίσης δεν θα ήθελαν οι οικογένειές τους να έχουν πρόσβαση στα παλιά τους e-mail. Για να γίνουν σεβαστές αυτές οι επιθυμίες θα πρέπει να καταγραφούν επίσημα στη διαθήκη, ή να μεταφερθούν στον άνθρωπο που θα αναλάβει τη διαχείριση των προσωπικών αντικειμένων του αποθανόντος.
Και βέβαια υπάρχουν και οι εφαρμογές, τα πολυμέσα και το υπόλοιπο περιεχόμενο που «ανήκε» στον αποθανόντα, και επειδή σύμφωνα με τους όρους χρήσης δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλο άτομο, κανονικά θα πρέπει να διαγραφούν μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, το τι πραγματικά συμβαίνει εξαρτάται από το αν οι συγγενείς του έχουν πρόσβαση στους λογαριασμούς του ή όχι.
Πολλά από τα «σκοτεινά σημεία» του πώς διαχειρίζεται κανείς τον ψηφιακό κόσμο ενός ανθρώπου που δε ζει πια θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τις ίδιες τις εταιρείες. Η Google, για παράδειγμα, έχει ένα αυτοματοποιημένο σύστημα που διαχειρίζεται τους λογαριασμούς που είναι ανενεργοί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό επιτρέπει την αποθήκευση ή μεταφορά των e-mail και των υπολοίπων περιεχομένων του λογαριασμού. Επιτρέπει επίσης στον χρήστη να προαποφασίσει τη διαγραφή όλων αυτών των δεδομένων σε μία τέτοια περίπτωση.
Αν όλες οι εταιρείες είχαν τέτοιες πολιτικές θα μπορούσε ο «ψηφιακός θάνατος» να ακολουθεί τον φυσικό θάνατο εύκολα και με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις για αυτούς που μένουν πίσω.