Αριστοτέλης Ωνάσης- Σταύρος Νιάρχος
Ο επαγγελματικός ανταγωνισμός, η αιώνια αντιπαλότητα και η γυναίκα- έπαθλο, Τίνα Λιβανού
Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταύρος Νιάρχος. Δύο ισχυροί άνδρες των επιχειρήσεων, δύο στιβαρές προσωπικότητες, δύο άνθρωποι που μοιάζουν σαν να γεννήθηκαν αντίπαλοι. Κι ενώ είχαν τόσα να τους χωρίζουν, στην πραγματικότητα έμοιαζαν. Ήθελαν τα πάντα από τη ζωή και έβρισκαν κάθε φορά τον τρόπο να τα κατακτούν.
Και, σαν μια διαβολική σύμπτωση της μοίρας, οι δύο άνδρες έζησαν παράλληλες ζωές.
Εργάστηκαν, πλούτισαν, έζησαν μέσα στη χλιδή και απόλαυσαν στιγμές βγαλμένες από όνειρο. Παντρεύτηκαν δύο αδελφές. Στη συνέχεια, είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται. Βίωσαν και οι δύο την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων.
Και το κυριότερο που μοιράστηκαν. Τη γυναίκα που θέλησαν και διεκδίκησαν και οι δύο πολύ: Την Τίνα Λιβανού. Εκείνη που ο Σταύρος είδε πρώτος, αλλά ο Αριστοτέλης την έκλεψε μέσα από τα χέρια του. Και ύστερα εκείνη, προδομένη από τον Έλληνα κροίσο, έσπευσε να παρηγορηθεί στην αγκαλιά του αιώνιου αντιπάλου του, παίρνοντας την πιο μεγάλη εκδίκηση.
Η σχέση του Αριστοτέλη Ωνάση με τον αιώνιο αντίπαλό του, Σταύρο Νιάρχο χαρακτηριζόταν από έναν διαρκή ανταγωνισμό.
Αρκεί να ήθελε κάτι ο ένας και αμέσως το διεκδικούσε ο άλλος. Η κόντρα ανάμεσα στα δύο μυθικά ονόματα της ελληνικής ναυτιλίας δεν είχε ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος. Ωστόσο, ίσως ακριβώς αυτή η κόντρα να ήταν ακριβώς ο κινητήριος μοχλός που χρειάζονταν για να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση και να μεγαλουργούν, διασταυρώνοντας τα μονοπάτια της διαδρομής τους αρκετά συχνά.
Γεννήθηκαν με τρία χρόνια διαφορά, καθώς ο Αριστοτέλης Ωνάσης γεννήθηκε το 1906 και ο Σταύρος Νιάρχος το 1909. Η ζωή του Νιάρχου, ωστόσο, διήρκεσε 20 χρόνια παραπάνω, καθώς ο Αριστοτέλης Ωνάσης αρρώστησε, προδομένος από τη θλίψη του, μετά τον θάνατο του γιου του, Αλέξανδρου.
Η γνωριμία του Αριστοτέλη Ωνάση με τον Σταύρο Νιάρχο ήρθε από πολύ νωρίς, με την αντιπαλότητα των δύο εφοπλιστών να ανάγεται σε έναν επιχειρηματικό αλλά και κοινωνικό εθνικό διχασμό, στην Ελλάδα του 20ου αιώνα.
Η απαρχή αυτού του ανταγωνισμού έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’40, με την κόντρα για την επικράτηση στην καρδιά μιας γυναίκας, που διεκδίκησαν και οι δύο και απέκτησαν -τελικά- και οι δύο, της Τίνας Λιβανού. Ο Νιάρχος ήταν ο πρώτος που ζήτησε από τον πατέρα της το χέρι της νεαρότατης και εντυπωσιακής κοπέλας, αλλά εκείνος το αρνήθηκε. Την ίδια στάση είχε και όταν ο Αριστοτέλης έκανε το ίδιο. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, όμως, δεν ήξερε να χάνει και κατάφερε να παντρευτεί, τελικά, την Τίνα Λιβανού, όταν εκείνος ήταν 40 χρονών και εκείνη μόνο 17. Ο Σταύρος Νιάρχος, έχοντας χάσει πια τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και διεκδίκησε παντρεύτηκε, σαν από εκδίκηση, την αδελφή της Τίνας Λιβανού και ομολογουμένως λιγότερο εντυπωσιακή, Ευγενία. Ακόμη μια σύμπτωση; Η Ευγενία και η Τίνα είχαν επίσης τρία χρόνια διαφορά.
Ο γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τίνα Λιβανού σηματοδότησε παράλληλα μια οικονομική συνεργασία, την είσοδο του Ωνάση στα μεγάλα εφοπλιστικά σαλόνια.
Αυτή είναι η πρώτη φάση του ανταγωνισμού των δύο ανδρών: Ο Αρίστος και ο Σταύρος, σαν από ένα παιχνίδι της μοίρας, έγιναν «μπατζανάκηδες».
Το 1956, ο Σταύρος Νιάρχος γίνεται εξώφυλλο στο περιοδικό «Time», κάτι που εξοργίζει τον Ωνάση και τον βάζει σε έναν αγώνα δρόμου, προκειμένου να καταφέρει κάτι ανάλογο. Αυτό θα γίνει μόνο το 1968, όταν ο κροίσος θα παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι.
Το 1958, ο Αριστοτέλης Ωνάσης επιχειρεί ένα παράτολμο σχέδιο στον χώρο των πετρελαϊκών. Ο Έλληνας κροίσος συνειδητοποίησε ότι οι μεγάλες εταιρείες σπάνια νοίκιαζαν ανεξάρτητα τάνκερ κι αυτό αποτελούσε εμπόδιο στην δική του δουλειά. Η ιδέα του, που έμεινε στην ιστορία ως συμφωνία της Τζέντα, ήταν να προτείνει στον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας να μεταφέρει εκείνος το μαζούτ της περιοχής, καθορίζοντας έτσι τα ναύλα στο διεθνές εμπόριο και, σε αντάλλαγμα, ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα ναυπηγούσε στόλο πετρελαιοφόρων με σαουδαραβική σημαία.
Τα κέρδη για τον Ωνάση από αυτή την επιχειρηματική κίνηση ήταν αμύθητα, ενώ η ιδέα του έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο ευφυείς επιχειρηματικές κινήσεις.
Οι αντίπαλοί του, ωστόσο, με πρώτο τον Σταύρο Νιάρχο, φυσικά, δεν έμειναν με δεμένα τα χέρια. Ο Νιάρχος προσέλαβε έναν ειδικό ερευνητή, τον Ρόμπερτ Έιμι Μέιχιου, με έναν και μοναδικό στόχο: Να εμποδίσει την σύναψη αυτής της συμφωνίας. Οι δύο πλευρές ρίχτηκαν στη μάχη μιας κόντρας δίχως τέλος: Χτυπήματα σε ναυπηγεία, οργανωμένες απεργίες, CIA, συναντήσεις με τον τότε αντιπρόεδρο Νίξον, συνεργασία με τις περουβιανές αρχές, και πολλά άλλα που έγιναν από πλευράς Νιάρχου είχαν έναν και μόνον στόχο, να πλήξουν τα σχέδια του Ωνάση.
Η τεράστια προσπάθεια, όμως, του αιώνιου αντιπάλου του Ωνάση έπεσε στο κενό. Όταν οι περουβιανοί επιτέθηκαν στα καράβια του, εκείνος εισέπραξε τα χρήματα από την ασφάλεια. Αργότερα, όταν το δικαστήριο ευνόησε τις πετρελαϊκές εταιρείες, ο ίδιος παραιτήθηκε, τελικά, από το σχέδιο της Τζέντα.
Αργότερα, ένα μεσημέρι, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, ένας στενός συνεργάτης του Αριστοτέλη Ωνάση τον ενημερώνει ότι ο Σταύρος Νιάρχος αγοράζει τμηματικά, διαμέρισμα-διαμέρισμα, ένα ακίνητο στην πλατεία Συντάγματος. Ο Ωνάσης παρακολουθούσε στενά τις κινήσεις του Νιάρχου και έτρεφε πάντοτε μια υποβόσκουσα ζήλια, τόσο για την επιχειρηματική του διορατικότητα, όσο κυρίως για τον ευρωπαϊκό του αέρα και τη γοητεία που ασκούσε με την παρουσία του.
Ενοχλημένος, λοιπόν, ο Ωνάσης από αυτή τη νέα, επιχειρηματική κίνηση που αδυνατούσε να εξηγήσει, δίνει εντολή να σπεύσουν και να αγοράσουν, εκ μέρους του, όσα περισσότερα διαμερίσματα είναι δυνατόν, ώστε αυτό το ακίνητο να γίνει δικό του. Όπως λέγεται, ο Ωνάσης πρόλαβε πράγματι να αγοράσει πολλά από αυτά τα διαμερίσματα, σχεδόν τα μισά. Ωστόσο, ο Νιάρχος είχε ήδη αποκτήσει την πλειοψηφία του ακινήτου.
Σ΄αυτόν τον αγώνα ο Σταύρος είχε νικήσει και ο Αριστοτέλης είχε χάσει.
Ο Ωνάσης, όμως, δεν ησύχαζε ποτέ και δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση την ήττα. Έτσι, δεν έχασε λεπτό: Έστειλε τον ίδιο έμπιστο συνεργάτη του να προτείνει στον Νιάρχο να του πουλήσει το δικό του μερίδιο με το αντίστοιχο ποσό που έδωσε για να το αγοράσει, γύρω στα δύο εκατομμύρια δολάρια. Λέγεται ότι ο Νιάρχος γέλασε, αντιλαμβανόμενος ότι είχε νικήσει τον αντίπαλό του σε αυτή την κόντρα.
Με το ύφος του νικητή, ο Σταύρος Νιάρχος πρότεινε να δώσει το μερίδιό του έναντι 5 εκατομμυρίων, ενώ η εξήγηση που έδωσε στο συνεργάτη του Ωνάση έχει αφήσει ιστορία «Δύο που έδωσα εγώ, δύο που έδωσε εκείνος, κι άλλο ένα γιατί είναι μεγάλος μ….ας».
Ένα ακόμη επεισόδιο της άγριας κόντρας των δύο ανδρών θα εκτυλιχτεί στις Ελβετικές Άλπεις. Κατά τη διάρκεια των χειμερινών του διακοπών, ο Νιάρχος, συνοδευόμενος από την Σαρλότ Φορντ, πληροφορείται ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης βρίσκεται στο Σεντ Μόριτζ. Ο Νιάρχος έσπευσε, τότε, να αγοράσει ένα μυθικής αξίας κολιέ με ρουμπίνια στην αγαπημένη του. Εκείνο που επιθυμούσε με αυτή την κίνηση ο Σταύρος Νιάρχος ήταν να το πληροφορηθεί ο αιώνιος αντίπαλός του, τον οποίο δεν θεωρούσε διόλου εκλεπτυσμένο, επιτυγχάνοντας έτσι να αναδείξει τον κυριαρχικό του ρόλο σε μια περιοχή που θεωρούσε οικεία του και εντελώς ξένη για τον Ωνάση.
Η κίνηση-ματ της γυναίκας- έπαθλο μεταξύ των δύο, Τίνας Λιβανού, που θα κορυφώσει την κόντρα τους
Η κόντρα των δύο ανδρών θα κορυφωθεί όταν, το 1971, η Τίνα Λιβανού, που έχει χωρίσει πλέον από τον Αριστοτέλη Ωνάση, μετά την αποκάλυψη της θυελλώδους σχέσης του με την Μαρία Κάλλας και ο Σταύρος Νιάρχος, χήρος από την αδελφή της Τίνας και πρώτη σύζυγό του, Ευγενία Λιβανού, θα παντρευτούν. Η Τίνα εκδικείται, με αυτό τον τρόπο, τον Ωνάση για την προδοσία του, ενώ ο Νιάρχος κατακτά αυτό που δεν είχε για σχεδόν 30 χρόνια: τη γυναίκα που επιθύμησε από την αρχή.
Όλα στις ζωές και την πορεία των δύο ανδρών μαρτυρούν ότι, τουλάχιστον εν μέρει, οι δύο τους ζούσαν γι΄αυτή την κόντρα. Ο ανταγωνισμός ήταν φανερός σε κάθε κίνηση. Ο αγώνας για την καλύτερη θαλαμηγό, ο Αριστοτέλης την «Χριστίνα» και ο Σταύρος τον «Κρεολή», ενώ αργότερα η επίδειξη μέσω της αγοράς ιδιόκτητων ιδιωτικών νησιών, ο Αριστοτέλης του Σκορπιού και ο Σταύρος της Σπετσοπούλας.
Ακόμη και ο γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση με την χήρα του Αμερικανού Προέδρου, Τζάκι Κένεντι, ήρθε μετά τον πολιτικό γάμου του Νιάρχου με την δισέγγονη του ιδρυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford, Σαρλότ Φόρντ.
Οι διαφορές
Οι δύο ισχυροί άνδρες της Ελλάδας μπορεί να είχαν παράλληλες πορείες, ωστόσο είχαν και σημαντικές διαφορές.
Ο Σταύρος Νιάρχος ήταν γιος εμπόρου λαδιών, από την πλευρά του πατέρα του, αλευροβιομήχανου Σταύρου Κουμάνταρου (ο αδελφός της μητέρας του και θείος του, Νίκος Κουμάνταρος ήταν βιομήχανος, εφοπλιστής, βουλευτής και εξάδελφος της Ντόλυς Γουλανδρή, του Κυκλαδικού Μουσείου), σπούδασε νομικά, μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση των Κουμάνταρων και δεν άργησε να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του στον χώρο της ναυτιλίας. Έκανε πέντε γάμους.
Λάτρης της τέχνης, διέθετε μια από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές συλλογές έργων τέχνης διεθνώς, με έργα ιμπρεσιονιστών και ζωγράφων του 20ου αιώνα, με αποκορύφωμα πίνακες του Βαν Γκογκ, του Γκογκέν και του Πικάσο. Με την διαθήκη του, άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσία του στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, από την άλλη, ήταν γιος του καπνέμπορου από την Σμύρνη, όπου και γεννήθηκε, Σωκράτη Ωνάση και της Πηνελόπης Δολόγλου, φοιτούσε στην Ευαγγελική Σχολή όταν έγινε η Καταστροφή το ΄22, που τον ανάγκασε να έρθει στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Έναν χρόνο μετά, μετανάστευσε στην Αργεντινή. Ιδιοφυής καθώς ήταν και με ξεχωριστό επιχειρηματικό ταλέντο, δεν άργησε να ξεχωρίσει στον εφοπλιστικό χώρο. Μετά τον τραγικό χαμό του γιου του Αλέξανδρου, ίδρυσε στην μνήμη και στο όνομά του το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης.
Πιο διάσημος και πιο γοητευτικός, ο «άξεστος» Ωνάσης, πιο ευγενικός και πιο διακριτικός, ο «βαρετός» Νιάρχος. Οι δυο τους έζησαν μυθικές ζωές, μεγάλα πλούτη, δόξα, επιχειρηματική επιτυχία, προσωπική ευτυχία και ανείπωτο πόνο. Κοντραρίστηκαν. Αυτή η παράλληλη πορεία με φόντο τον ανταγωνισμό, ωστόσο, ήταν εκείνη που χάρισε στην ιστορία τον μύθο των δύο μεγάλων εφοπλιστών.