Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Senior Partner της δικηγορικής εταιρείας Κυριακίδης Γεωργόπουλος, περιγράφει στο Mononews τις προκλήσεις του νομοθετικού πλαισίου και τον ρόλο του νομικού συμβούλου στη στρατηγική ανάπτυξη ενεργειακών έργων στη χώρα μας.

Ο τομέας της ενέργειας αποτελεί για τους δικηγόρους έναν από τους πιο πολυσύνθετους και απαιτητικούς τομείς λόγω του συνεχώς μεταβαλλόμενου κανονιστικού πλαισίου που τον διέπει. Με αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις και συνυπολογισμό πολλαπλών παραμέτρων, το να ολοκληρωθεί ένα ενεργειακό deal και να υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου ένα ενεργειακό project απαιτεί μια ολόκληρη ομάδα νομικών που θα αποτελεί σύμβουλο – καθοδηγητή στη διαμόρφωση της πιο αποτελεσματικής τελικής στρατηγικής της επιχείρησης.

1

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, ο οποίος ηγείται της ομάδας Ενέργειας και Υποδομών της δικηγορικής εταιρείας Κυριακίδης – Γεωργόπουλος, σχολιάζει τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος δικηγόρος που αναλαμβάνει ενεργειακά έργα και διατυπώνει την άποψή του για το μέλλον της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ενεργό δικηγόρο στον χώρο της ενέργειας, ο οποίος έχει επί σειρά ετών εμπλακεί σε ποικίλα και κομβικά projects.

Ένα από τα σημαντικότερα των τελευταίων ετών είναι η συνεργασία με την Enel Global Trading SpA, θυγατρική του ιταλικού ενεργειακού κολοσσού ENEL SpA, που αποτελεί το βραχίονα δραστηριοποίησής της  στις χονδρεμπορικές αγορές ενέργειας παγκοσμίως και διαχειρίζεται ένα ογκώδες χαρτοφυλάκιο τόσο σε φυσικά όσο και σε χρηματοοικονομικά προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Σκοπός της είναι η αντιστάθμιση της έκθεσης του ομίλου στις ενεργειακές αγορές, οπότε είναι προφανής η ανάγκη της εταιρείας να παραμένει διαρκώς μπροστά από τις εξελίξεις σε νομοθετικό και ρυθμιστικό επίπεδο στο πεδίο των δραστηριοτήτων της.

Πώς λειτουργεί, όμως, μια επιχείρηση στην αγορά της ενέργειας και πώς η Ελλάδα θα μπορέσει να καθιερωθεί σε αυτή;

Αυστηρή ρύθμιση και οι συχνές αλλαγές της πολιτικής

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις αυτή τη στιγμή στον χώρο της ενέργειας είναι η εξισορρόπηση ανάμεσα στο δίπολο της υπερρύθμισης και των αλλαγών στη νομοθετική πολιτική. Πρόκειται, δηλαδή, από τη μία για έναν τομέα που ρυθμίζεται από ένα πολυδαίδαλο και εξαντλητικό κανονιστικό πλαίσιο, όμως ταυτόχρονα αυτό το πλαίσιο αλλάζει συχνά λόγω της διαφορετικής στοχοθέτησης της εκάστοτε πολιτικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα.

«Οι ανάγκες της εταιρείας απαιτούν την ουσιαστική και συνεχή ενημέρωσή της αναφορικά με τις αλλαγές του ρυθμιστικού τοπίου των αγορών ενέργειας. Οι τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου διέπονται από σύνθετα κανονιστικά πλαίσια που ρυθμίζουν μεταξύ άλλων τη λειτουργία των αγορών και τις εκάστοτε απαιτήσεις συμμόρφωσης. Οι αγορές αυτές υπόκεινται σε αυστηρή ρύθμιση, με συχνές αλλαγές στην κατεύθυνση των πολιτικών και συνεπακόλουθες τροποποιήσεις της νομοθεσίας σε εθνικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο» επισημαίνει ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος.

Επομένως, ο βασικός στόχος ενός δικηγόρου που ασχολείται με ενεργειακά ζητήματα είναι να είναι σε θέση να φιλτράρει τον τεράστιο όγκο πληροφορίας και θεμάτων που ανακύπτουν, ώστε να είναι αρωγός στην επιχείρηση.

«Η κατανόηση των τεχνικών, οικονομικών και νομικών πτυχών του νομοθετικού πλαισίου απαιτεί έμπρακτη τριβή με τα εμπορικά θέματα που χρήζουν επίλυσης, μέσω της σωστής ερμηνείας των κανονισμών και της διασφάλισης ότι οι στρατηγικές συμμόρφωσης της εταιρείας ευθυγραμμίζονται με τις επιχειρησιακές και επιχειρηματικές της ανάγκες. Ο δικηγόρος πρέπει να συνδυάζει αυτές τις δεξιότητες, προκειμένου να εντοπίζει έγκαιρα και να αναλύει τις αλλαγές, φιλτράροντας μεγάλο όγκο νομοθετικής και κανονιστικής πληροφορίας και αναδεικνύοντας εκείνες που σχετίζονται άμεσα με τις ανάγκες της εταιρείας, διασφαλίζοντας έτσι συνθήκες ανταγωνιστικότητας και διαρκούς συμμόρφωσης με το ισχύον πλαίσιο».

Ωστόσο, εδώ κρύβεται ένα από τα κυριότερα προβλήματα του νομοθετικού πλαισίου της Ελλάδας, κάθε νομοθετική αλλαγή δεν είναι απλά ένας νέος νόμος που ο δικηγόρος πρέπει να διαβάσει, να κρίνει και να εφαρμόσει. Αντιθέτως, μπορεί να έχει βαρύ αντίκτυπο στα εμπορικά συμφέροντα της επιχείρησης.

Για παράδειγμα, «η δραστηριοποίηση στον τομέα της εμπορίας ενέργειας, για εταιρείες όπως η Enel Global Trading SpA, περιλαμβάνει περίπλοκες συμβάσεις, όπως συμφωνίες αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας, εμπορίας φυσικού αερίου και εκπροσώπησης συμμετεχόντων στις αγορές. Οι ρυθμιστικές αλλαγές μπορεί να επηρεάσουν την πορεία εκτέλεσης αυτών των συμβάσεων, αλλοιώνοντας τις συμβατικές υποχρεώσεις των μερών» εξηγεί ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος και συνεχίζει περιγράφοντας πλέον τον δικηγόρο ως έναν κομβικό συνεργάτη που οφείλει να… ψυχολογεί τον νομοθέτη και να συνυπολογίζει όλους τους δυνητικούς κινδύνους:

«Μέσω της εμπειρίας και του εμπορικού του κριτηρίου οφείλει να είναι σε θέση να προβαίνει σε ακριβή ανάλυση και αξιολόγηση του δυνητικού αντικτύπου των νομοθετικών παρεμβάσεων, αναλόγως των αναγκών του εντολέα του, πολλές φορές ακόμα και όταν οι παρεμβάσεις αυτές βρίσκονται ακόμα σε επίπεδο διαβούλευσης, αναλύοντας την πρόθεση του νομοθέτη».

Ευκαιρίες και προκλήσεις στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας

Η αγορά των αυτόνομων σταθμών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (BESS) είναι αναδυόμενη αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, με το ρυθμιστικό τους πλαίσιο να βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ευκαιρίες που αναδύονται είναι μεγάλες, όμως ταυτόχρονα μεγάλες είναι και οι προκλήσεις.

Πώς μπορεί να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μια επιχειρηματική στρατηγική σε αυτή την αγορά, όταν ακόμα δεν υπάρχει ένα συμπαγές νομοθετικό πλαίσιο; «Η νομική καθοδήγηση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο είναι καταλυτική για την κατάρτιση των επιχειρησιακών στρατηγικών» απαντά ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, τονίζοντας όμως παράλληλα και μια άλλη πτυχή της αγοράς αποθήκευσης. Αυτή της πολυπλοκότητας των συμβάσεων.

«Η είσοδος στην αγορά της αποθήκευσης συνεπάγεται την ανάγκη παράλληλης διαμόρφωσης ενός σύνθετου πλαισίου διακριτών συμβάσεων με προμηθευτές εξοπλισμού, κατασκευαστές και εργολάβους. Η ιδιαίτερη φύση των έργων BESS όμως καθιστά το διακύβευμα των συμβάσεων αλληλένδετο και συνεπώς η διαχείρισή τους απαιτεί συνολική και ενιαία νομική αξιολόγηση. Ο δικηγόρος αναλαμβάνει τον κρίσιμο ρόλο να διασφαλίσει ότι οι όροι αυτών προστατεύουν τα συμφέροντα της εταιρείας και συμμορφώνονται με τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις της που προκύπτουν από το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο».

Απαραίτητες νομοθετικές παρεμβάσεις για τα energy projects στην Ελλάδα

Πώς αξιολογεί, όμως, το θεσμικό πλαίσιο ένας νομικός που κινείται κατεξοχήν στον χώρο των ενεργειακών έργων και βλέπει την αγορά εκ των έσω;

«Παρά τη συνεχή νομοθέτηση και επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου, οι οποίες ακολουθούν τις συνεχείς εξελίξεις στο χώρο της ενέργειας, υπάρχει η ανάγκη για ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης των ενεργειακών έργων στη χώρα» επισημαίνει ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος και συνεχίζει επικεντρωνόμενος στον πολύπαθο στόχο της απλούστευσης της αδειοδοτικής διαδικασίας:

«Ίσως πιο καίρια εξ αυτών, η από καιρού επιδιωκόμενη απλούστευση και επιτάχυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας, η οποία έως σήμερα απαιτεί την εμπλοκή πολλών φορέων σε πολλαπλά επίπεδα π.χ. ΡΑΕΕΥ, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, Περιφερειακές και Δημοτικές Αρχές κοκ. Ενδεχομένως, η ενοποίηση των επιμέρους διοικητικών διαδικασιών, μέσω ενός ενιαίου σημείου αναφοράς για τον παραγωγό θα συνέβαλε στην άρση των καθυστερήσεων, ακόμα και να μείωνε και το χρόνο ανταπόκρισης των ίδιων των αρμοδίων αρχών. Παράλληλα, όμως, απαιτείται και ενίσχυση των θεσμών που επιβλέπουν την αδειοδοτική διαδικασία, προκειμένου να είναι σε θέση να ελέγχουν αποτελεσματικά και ουσιαστικά τη διοίκηση».

Εδώ, όμως, είναι που ανακύπτει ένα ερώτημα. Μπορεί η χώρα να αντέξει περαιτέρω επενδύσεις στις ΑΠΕ; Αν μια γρήγορη και αποτελεσματική αδειοδοτική διαδικασία έφερνε όντως πλήθος επενδύσεων, είναι αυτή τη στιγμή ικανό το δίκτυο να ανταποκριθεί; Όχι, διατείνεται ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος.

«Απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοποίηση του δυναμικού της χώρας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας για την ενίσχυση των δικτύων, η περιορισμένη χωρητικότητα των οποίων συνεπάγεται τη σημαντική επιβράδυνση των επενδύσεων, αν όχι και την αποχώρηση επενδυτών από τη χώρα».

Και βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι δεν υφίσταται αυτή τη στιγμή μια ευρύτερη στρατηγική για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας, μια στρατηγική που θα αξιολογεί τις ΑΠΕ ολιστικά και θα τις εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που θα εξισορροπεί την ανάπτυξή τους με την προστασία του περιβάλλοντος.

«Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να μην παραγνωρίζουμε ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να συνοδευτούν από αυστηρό και διαφανές πλαίσιο ελέγχων για την διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της τήρησης της συναφούς νομοθεσίας. Σε αυτό θα μπορούσε να συμβάλλει η διαμόρφωση μια ξεκάθαρης και πραγματικά μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα, που να συνδυάζει την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τις ανάγκες της αγοράς με την προστασία του περιβάλλοντος» κλείνει ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος.