ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δύο αντικρουόμενα δικαιώματα, η ελευθερία έκφρασης και η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, έρχονται πολύ συχνά αντιμέτωπα μεταξύ τους, ειδικά στο πεδίο της δημοσιογραφίας.
Όπως εξηγούν στο Mononews πεπειραμένοι δικηγόροι στον τομέα αυτό, πρόκειται για μια δύσκολη στάθμιση που έχει απασχολήσει τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια ουκ ολίγες φορές.
Το ζήτημα είναι κάτι, με το οποίο έρχεται καθημερινά σε επαφή ένας δημοσιογράφος. Στο ένα άκρο του δίπολου βρίσκονται οι πληροφορίες που γνωρίζει και το καθήκον του να τις μοιραστεί με το κοινό. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία αφορά οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να οδηγήσει στην ταυτοποίηση ενός ατόμου. Ακόμα και αν δηλαδή δεν αναφέρεται το όνομά του, κάθε πληροφορία που συνδέεται άμεσα με αυτό και δεν βρίσκεται στη σφαίρα της δημόσιας ζωής του αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα.
Αυτό περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν έχει καμία σημασία το αν αυτές οι πληροφορίες έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί από κάποιο άλλο μέσο, σε τωρινό ή προηγούμενο χρονικό σημείο, οπότε είναι ευρέως διαθέσιμες. Επομένως, πώς είναι δυνατόν να προχωρήσει η δημοσιογραφική έρευνα και λειτουργία, όταν μια μεγάλη πλειονότητα των προς δημοσιοποίηση πληροφοριών προσκρούουν στη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων;
Αυτό που ισχύει είναι ότι πρόκειται για δύο δικαιώματα, κανένα εκ των οποίων δεν υπερισχύει σε θεωρητικό επίπεδο έναντι του άλλου, αλλά θα πρέπει κάθε φορά να γίνεται συγκεκριμένη στάθμιση.
«Η σχέση ανάμεσα στην ελευθερία του τύπου και του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό δεν είναι ελεύθερη εντάσεων. Κανένα από τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα δεν είναι απόλυτο, καθώς σταθμίζονται και συμβιβάζονται βάσει κανονιστικών και νομολογιακών κριτηρίων» τονίζει ο Μανόλης Σαβοϊδάκης, Partner της Δικηγορικής Εταιρίας Πολίτης & Συνεργάτες, περιγράφοντας εμφατικά την προβληματική.
Τι ισχύει στη νομοθεσία
Τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η εθνική νομοθεσία δεν ορίζουν ότι κάποιο από τα δύο δικαιώματα είναι υπέρτερο, αλλά αντίθετα προκρίνουν τη λύση της στάθμισης ανά περίπτωση.
Το Σύνταγμα προστατεύει τόσο την πληροφοριακή αυτοδιάθεση ως ιδιαίτερη εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας, το οποίο κατοχυρώνεται ρητά πλέον στο άρθρο 9Α. Ωστόσο, επίσης από το Σύνταγμα απορρέει το δικαίωμα του Τύπου να ενημερώνει το κοινό σύμφωνα με την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 14 παρ. 1) αλλά και η αντίστοιχη αξίωση των πολιτών στην πληροφόρηση (άρθρο 5Α για το δικαίωμα του πληροφορείσθαι). Πρόκειται για θεμελιώδη δικαιώματα που στηρίζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας και τη συμμετοχή όλων στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.
Αντίστοιχα, και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατοχυρώνει την ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης, προκειμένου τα μέσα ενημέρωσης να επιτελέσουν το θεσμικό τους ρόλο, σε ισορροπία με τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης.
Τον συνυπολογισμό της ελευθερίας της έκφρασης για δημοσιογραφικούς σκοπούς (αλλά και ακαδημαϊκούς ή καλλιτεχνικούς) έλαβε υπόψη και το εμβληματικό ευρωπαϊκό νομοθέτημα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ ή GDPR): «Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων αναγνωρίζει την παραπάνω συγκρουσιακή σχέση και εισάγει με το άρθρο 85 μια ρήτρα ευελιξίας, η οποία επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη να προχωρήσει στην πρακτική εναρμόνιση των δικαιωμάτων αυτών, εισάγοντας ειδικότερες εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις που αφορούν στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς» εξηγεί ο Μ. Σαβοϊδάκης και συνεχίζει αναφέροντας τη ρύθμιση της ελληνικής νομοθεσίας:
«Στην ελληνική έννομη τάξη η δημοσιογραφική έρευνα συμβιβάζεται με τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 του Ν. 4624/2019. Συγκεκριμένα, μια δημοσίευση σε εφημερίδα ή ηλεκτρονικό μέσο μπορεί να αναφέρεται σε ορισμένο άτομο, εφόσον έχει παρασχεθεί προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του, οι πληροφορίες έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το ίδιο το άτομο ή, εναλλακτικά, άπτεται θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος ή αφορά δημόσια πρόσωπα. Επιπρόσθετη προϋπόθεση είναι η δημοσίευση να περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο, κυρίως όταν πραγματεύεται ευαίσθητες πληροφορίες, όπως ποινικές διώξεις, καταδίκες και τα σχετικά με αυτές μέτρα ασφαλείας».
Γίνεται, επομένως, ξεκάθαρο ότι η νομοθεσία, είτε πρόκειται για το Σύνταγμα είτε για τον ενωσιακό Κανονισμό GDPR, δεν δίνει συγκεκριμένα κριτήρια για το πότε το ένα δικαίωμα επικρατεί έναντι του άλλου, αλλά ξεκαθαρίζει ότι και τα δύο δικαιώματα χρήζουν προστασίας. Το άρθρο 28 του Ν. 4624/2019 είναι το πιο αναλυτικό σχετικά με το πότε επιτρέπεται η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όμως δεν ξεκαθαρίζει ούτε πώς ορίζεται η έννοια του γενικού συμφέροντος ούτε ποιο ακριβώς είναι το αναγκαίο μέτρο για τη δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών.
Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να κάνει κάτι τέτοιο, αφού πρόκειται για κατεξοχήν αόριστες έννοιες, οι οποίες εξειδικεύονται ανά περίπτωση από τα δικαστήρια αλλά και τις γνωμοδοτήσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ).
Η νομολογία και οι γνωμοδοτήσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα
«Από τη νομολογία και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα γίνεται διαχρονικά ad hoc στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος προστασίας προσωπικών δεδομένων και ελευθερίας του Τύπου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και της πρακτικής εναρμόνισης, ελλείψει μίας in abstracto συνταγματικής ιεράρχησης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων» επισημαίνει η Τάνια Πατσαλιά, Senior Associate, Bernitsas Law, σκιαγραφώντας τους δύο πυλώνες, πάνω στους οποίους βασίζεται η κρίση περί νομιμότητας:
«Ειδικότερα, η κρίση περί νομιμότητας ή μη της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων των θιγόμενων προσώπων από μία εφημερίδα ή ενημερωτικό site βασίζεται σε δύο πυλώνες: Αφενός, στο κατά πόσον η επεξεργασία εξυπηρέτησε το συμφέρον της πληροφόρησης της κοινής γνώμης και αν αυτό υπερτερεί του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής και, αφετέρου, στο κατά πόσον η υπό κρίση κάμψη του δικαιώματος κρίνεται ως αναγκαία βάσει της αρχής της αναλογικότητας».
Η αρχή της στάθμισης βρίσκεται στον πυρήνα της επίλυσης της σύγκρουσης και πλέον έχει δημιουργηθεί πάγια νομολογία που την αναλύει, σύμφωνα με τον Θοδωρή Κωνσταντακόπουλο, εταίρο και επικεφαλής του τμήματος Data Protection & Cybersecurity, Ζέπος & Γιαννόπουλος: «Σύμφωνα με την αρχή της στάθμισης, που γίνεται δεκτή από την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), τα ΜΜΕ έχουν καθήκον να ενημερώνουν το κοινό για υποθέσεις και θέματα που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον και αντίστοιχα το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για ζητήματα και υποθέσεις γενικού ενδιαφέροντος. Ειδικά εφόσον πρόκειται για πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού είναι εντονότερη».
Αυτή η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού δεν είναι ένα κενό γράμμα, αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο της όλης συζήτησης και καθιστά τους δημοσιογράφους “δημόσιους φρουρούς”, σύμφωνα με τη νομολογία. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι στα πλαίσια της δημοσιοποίησης των πληροφοριών ο δημοσιογράφος έχει απόλυτη ελευθερία στο όνομα της ενημέρωσης του κοινού. Αντίθετα, θα πρέπει η όποια δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων να γίνεται στον ελάχιστο δυνατό βαθμό (αρχή της ελαχιστοποίησης), όπως τονίζει η Τ. Πατσαλιά:
«Η ΑΠΔΠΧ ακολουθεί τη νομολογία του ΕΔΔΑ και αναγνωρίζει τον ρόλο των δημοσιογράφων ως δημόσιων φρουρών (public watchdogs). Περαιτέρω, η ΑΠΔΠΧ λαμβάνει υπόψη στη στάθμισή της κατά πόσο τηρήθηκε η αρχή της ελαχιστοποίησης κατά την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία επιβάλλει τη λιγότερο επαχθή για το υποκείμενο επεξεργασία, μέσω διαγραφής ή ανωνυμοποίησης μη αναγκαίων για την πληροφόρηση δεδομένων, ειδικά όταν δεν επηρεάζει την ουσία της ενημέρωσης. Στην περίπτωση της επεξεργασίας δεδομένων ποινικού χαρακτήρα, θέση της ΑΠΔΠΧ είναι ότι θα πρέπει να πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 9 GDPR) για τη σύννομη επεξεργασία τους, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν του δικαιώματος του θιγόμενου προσώπου στην ιδιωτική ζωή, και το τεκμήριο αθωότητας. Συνεπώς, η ΑΠΔΠΧ ερμηνεύει διασταλτικά το δικαίωμα στην πληροφόρηση, εφαρμόζοντας παράλληλα τις αρχές επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και δη την αρχή της ελαχιστοποίησης ως έκφανση της αρχής της αναλογικότητας».
Αυτή η διασταλτική ερμηνεία του δικαιώματος στην πληροφόρηση αποτυπώνεται ξεκάθαρα στη Γνωμοδότηση 1/2020 της ΑΠΔΠΧ που επικαλείται ο Θ. Κωνσταντακόπουλος: «‘Ήδη με τη Γνωμοδότηση 1/2020 της ΑΠΔΠΧ και όπως έχει αποτυπωθεί και στη σχετική νομολογία της (ενδεικτικά στην πρόσφατη απόφαση 67/2022) έχει γίνει δεκτό ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων κατά την άσκηση του δικαιώματος έκφρασης και πληροφόρησης επιτρέπεται, όταν το δικαίωμα έκφρασης και πληροφόρησης υπερέχει έναντι του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου, ιδίως για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος ή όταν αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δημοσίων προσώπων, με την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος ενημέρωσης, ιδίως όταν αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (π.χ. πολιτικά φρονήματα, δεδομένα υγείας, δεδομένα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή κλπ.), καθώς και ποινικές διώξεις, καταδίκες και τα σχετικά με αυτές μέτρα ασφάλειας (λαμβάνοντας, στην περίπτωση αυτή, υπόψη, πέραν του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, και το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητάς)».
Ποια είναι, όμως, τα δημόσια πρόσωπα, στην περίπτωση των προσωπικών δεδομένων των οποίων η ελευθερία έκφρασης του Τύπου υπερέχει έναντι του δικαιώματος προστασίας τους; Και αυτή η παράμετρος έχει τύχει επεξήγησης από τη νομολογία της ΑΠΔΠΧ, κατά την οποία, «ως “δημόσια πρόσωπα” νοούνται τα πρόσωπα που ασκούν δημόσια εξουσία, καθώς και εκείνα που διαδραματίζουν ρόλο σε οποιονδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής, όπως στην πολιτική ή στην πολιτιστική, επιστημονική, θρησκευτική, οικονομική, καλλιτεχνική, κοινωνική, αθλητική ζωή· ως δημόσια πρόσωπα μπορεί να θεωρηθούν, κατά διασταλτική ερμηνεία και τα λεγόμενα πρόσωπα της επικαιρότητας» περιγράφει ο Θ. Κωνσταντακόπουλος.
Ο ίδιος είναι σαφής ως προς και μία άλλη περίπτωση της δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων, αυτή της αναδημοσίευσης άλλων δημοσιευμάτων. Όπως ξεκαθαρίζει, δεν ισχύει ότι, εφόσον το προσωπικό δεδομένο έχει ήδη δημοσιοποιηθεί από άλλη πηγή, έχει καταστεί τρόπον τινά δημόσιο, οπότε πλέον μπορεί να κυκλοφορήσει χωρίς περιορισμούς, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο: «Η ΑΠΔΠΧ έχει κρίνει ότι, εφόσον η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων παραβιάζει το δικαίωμα στην προστασία του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων, είναι παράνομη και η περαιτέρω αναδημοσίευση, καθώς και ότι τα παράνομα δημοσιεύματα που αναρτήθηκαν σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο πρέπει αμελλητί να αποαναρτηθούν/ διαγραφούν τόσο από τις αναφερόμενες αρχικές πηγές τους όσο και από τις ιστοσελίδες ενημερωτικού χαρακτήρα που τα αναπαρήγαγαν, καθώς κάθε περαιτέρω αναδημοσίευση μιας ανάρτησης, με την οποία προσβάλλεται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, συνιστά περαιτέρω και βαθύτερη παραβίαση του ίδιου δικαιώματος».
Και μπορεί όλα τα παραπάνω να φαίνονται αρκετά αναλυτικά, όμως στην πραγματικότητα τα όρια δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα, αφού μπορεί μεν να έχει υπάρξει πληθώρα αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων, όμως ασφαλή κριτήρια δεν έχουν προκύψει σύμφωνα με τον Μ. Σαβοϊδάκη: «Αν και το κρίσιμο αυτό ζήτημα (όρια δημοσιογραφικής ενημέρωσης) έχει απασχολήσει και τα δικαστήριά μας και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων, μέχρι σήμερα δεν έχουν παγιωθεί ασφαλή κριτήρια, ούτε παρέχονται στέρεες κατευθύνσεις από τη νομολογία, γεγονός το οποίο καταλείπει ένα σοβαρό κενό ασφάλειας δικαίου».
Αν, πάντως, θέλουμε να καταλήξουμε κάπου με βεβαιότητα είναι ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, οι έννοιες της διακριτικότητας και του σεβασμού μπορούν να φανούν πολύ επιβοηθητικές στην οριοθέτηση και τη στάθμιση των δικαιωμάτων: «Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η πληροφόρηση της κοινής γνώμης πρέπει να γίνεται με διακριτικότητα, σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, καθώς και με όλες τις επιφυλάξεις που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο ισχύει μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης».
Διαβάστε επίσης
Εισαγωγή Αεροδρομίου στο Χρηματιστήριο: Οι νομικές προκλήσεις πίσω από την επιτυχία
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ανδρουλάκης: Δε νομίζω ότι ο Έλληνας φορολογούμενος θέλει να κάνει δώρο μισό εκατομμύριο ευρώ στη ΝΔ
- Ριαμπκόφ: Η Μόσχα μπορεί σίγουρα να συνεργαστεί με την κυβέρνηση Τραμπ
- Aegean: Αγορά 29 χιλιάδων μετοχών από την Autohellas
- Φάμελλος: Η ακρίβεια και τα υπερκέρδη, το βασικό πολιτικό επίδικο της εποχής