Αν η ίδια η ασύλληπτη τραγωδία στο Μάτι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της παθογένειας του κρατικού μηχανισμού, όπου κανένας φορέας -από την πολιτική προστασία και την πυροσβεστική μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση- δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, η δικαστική απόφαση για το Μάτι απαξιώνει εντελώς την όποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχει ο πολίτης στους θεσμούς του κράτους.

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, καθώς η πορεία προς το αλγεινό αποτέλεσμα της καταδικαστικής απόφασης είχε αρχίσει να χτίζεται από νωρίς. Όταν οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν για πλημμελήματα και όχι για κακουργήματα και όταν η πρόταση του εισαγγελέα είχε προτείνει ενοχή μόνο για 9 από τους 21 κατηγορούμενους. Άλλωστε, ήταν γνωστό ότι οι συνεχείς αλλαγές στους ποινικούς κώδικες της χώρας μόνο ευνοϊκότερες θα μπορούσαν να σταθούν για τους κατηγορούμενους.

Κανείς, όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τελικά θα επιβαλλόταν μια ποινή που θα σήμαινε ότι κανένας από τους κατηγορούμενους δεν θα μπει φυλακή.

Μάλιστα, το αμέσως προβληματικότερο σημείο μετά την απόφαση είναι ότι για αυτήν δεν ευθύνεται η λανθασμένη κρίση ή η έλλειψη ενσυναίσθησης ενός συγκεκριμένου δικαστή. Το λάθος ενός ή και περισσότερων ανθρώπων, αν δεν συγχωρείται, τουλάχιστον χωνεύεται, ως μια παραφωνία στον κανόνα.

Οι διαδοχικές αστοχίες ενός ολόκληρου συστήματος, όμως, απλώς απογοητεύουν και εξοργίζουν.

Οι συνεχείς αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα

Ας ξεκινήσουμε με το σημαντικότερο. Ο κατηγορούμενος στην Ελλάδα, όπως και σε όλα τα κράτη της Ευρώπης, δεν δικάζεται μόνο με βάση έναν νόμο. Δικάζεται με την ευνοϊκότερη κάθε φορά διάταξη που ισχύει σε όλο το διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος μέχρι την απόφαση του δικαστηρίου.

Πρόκειται για μια θεμελιώδη αρχή που ισχύει σε όλα τα ευνομούμενα κράτη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ανθρώπινη μεταχείριση των κατηγορούμενων. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο κατηγορούμενος τελεί το έγκλημα το 2018 και καταδικάζεται το 2024, αν στο μεσοδιάστημα η ποινή για το συγκεκριμένο έγκλημα μειωθεί, τότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να του επιβάλει τη νέα, μειωμένη ποινή.

Γίνεται σαφές ότι η αρχή της ευνοϊκότερης μεταχείρισης του κατηγορούμενου δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθά όταν μεσολαβούν 6 χρόνια μεταξύ του εγκλήματος και της καταδίκης και στο ενδιάμεσο έχει αλλάξει ο Ποινικός Κώδικας ουκ ολίγες φορές.

Διότι από κάθε Ποινικό Κώδικα θα ισχύσει υπέρ του κατηγορουμένου η πιο ελαφριά διάταξη. Επομένως, θα ήταν αδύνατον να επιβληθούν στους κατηγορουμένους οι βαρύτατες ποινές που πλέον ισχύουν για τον εμπρησμό ή για την παράλειψη λήψης προληπτικών μέτρων, γιατί αυτές δεν ίσχυαν όταν τελέστηκε το έγκλημα.

Όμως, αυτό δεν είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού άλλωστε αυτές οι ποινές νομοθετήθηκαν μετά την τραγωδία στο Μάτι και εξ αφορμής της, οπότε δεν είναι δυνατόν να επιβληθούν αναδρομικά στους κατηγορούμενους.

Όταν, όμως, δεν υπάρχει ένα σταθερό ποινικό σύστημα και οι νόμοι αλλάζουν αδιάκοπα, αυτό κάποια στιγμή θα έχει επίπτωση σε ολόκληρο το αποτέλεσμα μιας δίκης. Στους κατηγορούμενους για το Μάτι επιβλήθηκαν αρχικά οι κατηγορίες και έπειτα οι ποινές με βάση τον ευνοϊκότερο Ποινικό Κώδικα του 2019. Όμως, ειδικά για το θέμα της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο η διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα που την προβλέπει, καθώς με τον παλαιό Ποινικό Κώδικα η εξαγορά της ποινής είχε καταργηθεί.

Και κάπως έτσι, με ένα συνονθύλευμα διατάξεων σε βάθος εξαετίας, όσο απαιτείται για να βγει μια πρωτόδικη απόφαση στην Ελλάδα, ακόμα και ο πιο αυστηρός, ο πιο ευαισθητοποιημένος δικαστής θα είχε σημαντικούς περιορισμούς. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση οι δικαστές δεν ανήκαν καν σε αυτή την κατηγορία.

Μια δικαιοσύνη χωρίς την παραμικρή ενσυναίσθηση

Είναι, πράγματι, ορισμένες φορές που είναι δεμένα τα χέρια του δικαστή από τις ισχύουσες νομικές διατάξεις, οι οποίες μπορεί να μοιάζουν άδικες σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, όμως γενικά λειτουργούν σωστά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Για παράδειγμα, η ανθρωποκτονία εξ αμελείας είναι πλημμέλημα, καθώς για να χαρακτηριστεί κακούργημα πρέπει να ενυπάρχει δόλος. Όσο παράλογο, λοιπόν, και αν ακούγεται να μιλάμε για πλημμέλημα, όταν πρόκειται για ανθρωποκτονία 102 ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνει εξαίρεση σε αυτή τη συστηματική των ποινών.

Το αν θα μπορούσε η κατηγορία να αναβαθμιστεί σε ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, δεδομένου ότι τα όρια ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια είναι εξαιρετικά θολά, είναι μια συζήτηση αρκετά νομική, η οποία βέβαια έχει γίνει αρκετές φορές σε άλλα πλαίσια, όπως αυτό της ανθρωποκτονίας από μεθυσμένο οδηγό. Στην ίδια λογική, αν αποδεχόταν ο εισαγγελέας ότι μπορούσε να υπάρξει κάποια μορφή δόλου, θα μπορούσε να αποδώσει σε ορισμένους από τους κατηγορούμενους και την κατηγορία της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο που είναι κακούργημα.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν έγινε και το να ανατρέχουμε στην αρχή αυτού του δικαστικού δράματος, 2 χρόνια πριν, μας αποσπά την προσοχή από αυτό που συνέβη τώρα, το 2024. Από τις επιλογές του δικαστηρίου που θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές, έστω και στα στενά πλαίσια που ορίζει ο νόμος.

Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, η ποινή για την ανθρωποκτονία από αμέλεια καθενός από τα 102 άτομα να οριστεί στο ανώτατο του νόμου, ήτοι τα πέντε έτη φυλάκισης. Αυτό θα άλλαζε ουσιωδώς αρκετά πράγματα, με το βασικότερο την εξαγορά της ποινής.

Με τη συγκεκριμένη απόφαση, επιβλήθηκε ποινή 2 έτη για κάθε ανθρωποκτονία, ήτοι ποινή 204 ετών. Ωστόσο, ο νόμος ορίζει ότι στην περίπτωση της συρροής ποινών, υπολογίζεται με ιδιαίτερο τρόπο η συνολική ποινή. Δηλαδή λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη ποινή (2 έτη) και προσαυξάνεται μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής, δηλαδή για τη φυλάκιση τα 5 έτη.

Παράλληλα, ο νόμος ορίζει ότι η μετατροπή της ποινής σε χρηματική μπορεί να γίνει μόνο για ποινές έως δύο έτη. Στη συρροή ποινών, όμως, για τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής σε χρήμα λαμβάνεται υπόψη η ποινή βάσης (τα 2 έτη) και όχι η συνολική ποινή. Με αυτή την πολύπλοκη αλληλουχία κινήσεων, η απόφαση του δικαστηρίου να επιβάλει ποινή για την ανθρωποκτονία κάθε ανθρώπου 2 έτη (και όχι 3, 4 ή 5) οδήγησε στο να μπορεί κάθε καταδικασθείς να εξαγοράσει ποινή τόσων δεκάδων ετών με 38.000 ευρώ.

Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και με ποινή δύο έτη το δικαστήριο είχε την ευχέρεια να αποφασίσει την έκτιση και όχι την εξαγορά της ποινής. Δεν το έκανε. Θεώρησε ότι ταιριάζει με τη βαρύτητα της υπόθεσης να πληρώσουν οι καταδικασθέντες μερικές χιλιάδες ευρώ και να αποφύγουν οριστικά τη φυλακή.

Από εκεί και πέρα, υπάρχει και το ζήτημα της αναστολής της ποινής μέχρι την έφεση. Ούτε σε αυτό ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο να αποφασίσει υπέρ της ανασταλτικής δύναμης της έφεσης. Συγκεκριμένα, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αιτιολογημένα να μη δώσει ανασταλτική δύναμη στην έφεση, έτσι ώστε οι καταδικασθέντες να εκτίσουν την ποινή τους, έως ότου γίνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Φυσικά, όταν μιλάμε για εξαγοράσιμες ποινές, η συζήτηση περί αναστολής μέχρι την έφεση σχετίζεται απλά και μόνο με το πότε θα καταθέσουν τα χρήματα οι ένοχοι. Γιατί φυλακή δεν θα μπουν ούτε μία μέρα.

Μια ολόκληρη κοινωνία κοιτά αποσβολωμένη την απόφαση ενός δικαστηρίου που παρέλειψε να κάνει το πιο βασικό. Στα όρια της ελευθερίας που του δίνεται από το νόμο, να ζυγιάσει τις πραγματικές περιστάσεις, να αντιληφθεί την απαξία των πράξεων και τελικά να αποδώσει δικαιοσύνη.

Διαβάστε επίσης:

Πέθανε ο σπουδαίος συγγραφέας, Πολ Όστερ – Εδινε μάχη με τον καρκίνο