Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι οικολογικές κρίσεις απειλούν την καθημερινότητα του πληθυσμού, ιδίως των πιο ευάλωτων ομάδων, με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής.

Η εξασφάλιση της ευρωστίας των οικοσυστημάτων και η προστασία της βιοποικιλότητας είναι αδήριτες ανάγκες για τις παρούσες γενεές, προκειμένου να αποτελέσουν κληροδότημα για τις μέλλουσες.

1

Η Ελλάδα, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο και έχει ήδη υιοθετήσει δέσμη μέτρων για την περιβαλλοντική προστασία, μεταξύ των οποίων μέτρα ποινικού δικαίου.

Η υλοποίησή τους ανέδειξε στην πράξη ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που εμποδίζουν την αποτελεσματική ποινική προστασία του περιβάλλοντος.

Συγκεκριμένα, οι διάφορες πτυχές του περιβαλλοντικού εγκλήματος είναι κυρίως τεχνικής φύσης ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα που ευθύνεται για ζημίες στα οικοσυστήματα είναι μεγάλης έκτασης, με αποτέλεσμα σοβαρές προσβολές του περιβάλλοντος να διαφεύγουν του ποινικού ελέγχου.

Προσαρμογή της νομοθεσίας

Το φαινόμενο αυτό έχει πλέον παγκόσμιες διαστάσεις.

Στην Ελλάδα, ο ν. 4042/2012 εναρμόνισε την Οδηγία 2008/99/ΕΚ για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος και επέφερε αλλαγές στο τότε ισχύον σύστημα, οι οποίες ήταν ριζικές για την εποχή και τα δεδομένα.

Παρά τις καινοτομίες του νόμου (για παράδειγμα, οι ποινές έγιναν αυστηρότερες, τυποποιήθηκαν νέες διακεκριμένες παραλλαγές του βασικού εγκλήματος της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και συνδέθηκε αυτό με την επιδίωξη οικονομικού οφέλους) η ίδια η φύση του περιβαλλοντικού εγκλήματος και η ραγδαία εξέλιξή του τα τελευταία χρόνια, ιδίως με τη βοήθεια της τεχνολογίας, κατέστησαν απαραίτητη την προσαρμογή της νομοθεσίας.

Συνεπώς, ο ενωσιακός νομοθέτης κλήθηκε να αναπροσαρμόσει το πλαίσιο της ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος, ώστε να ανταποκρίνεται στη σύνθετη και μεταβαλλόμενη πραγματικότητα των εγκλημάτων.

Η Οδηγία 2024/1203 τέθηκε σε ισχύ στις 20.05.2024 και τα κράτη μέλη οφείλουν να την ενσωματώσουν στην εσωτερική έννομη τάξη έως 21.05.2026.

Πρόκειται για ένα νέο δυναμικό κείμενο στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας που αναμένεται να επιφέρει αλλαγές όχι μόνο στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, αλλά κυρίως στον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα περιβαλλοντικά εγκλήματα.

Για παράδειγμα, εισάγει την ‘επαναστατική’ απόκλιση από την παραδοσιακή αρχή της εξάρτησης του ποινικού περιβαλλοντικού δικαίου από το διοικητικό δίκαιο.

Πλέον, η συμμόρφωση με μία διοικητική άδεια δεν απαλλάσσει από ποινικές ευθύνες, κάτι που ενισχύει την αυτονομία του εθνικού ποινικού περιβαλλοντικού δικαίου και θέτει ευθέως τα άτομα και τους φορείς ενώπιον ποινικών περιβαλλοντικών ευθυνών.

‘Ο ρυπαίνων πληρώνει’

Με αυτόν τον τρόπο, η οδηγία εφαρμόζει έμπρακτα την πάγια αρχή του ενωσιακού δικαίου ‘ο ρυπαίνων πληρώνει’.

Σε επίπεδο κυρώσεων, η Οδηγία εισάγει την υποχρέωση για ελάχιστα επίπεδα μέγιστων προστίμων, τα οποία μπορεί να είναι διοικητικής ή ποινικής φύσης, γεγονός που από μόνο του αναγνωρίζει τη σοβαρότητα της περιβαλλοντικής ζημίας.

Παράλληλα, προβλέπει υποχρέωση αποκατάστασης του περιβάλλοντος ή αποζημίωσης σε περιπτώσεις μη αναστρέψιμων ζημιών. Τα κράτη μέλη αποκτούν επίσης τη δυνατότητα να κατάσχουν τα εγκληματικά έσοδα και να επιβάλουν αυστηρότερες ποινές στα νομικά πρόσωπα που ευθύνονται για διακεκριμένα ποινικά αδικήματα.

Και στο θέμα της δικαιοδοσίας η Οδηγία 2024/1203 επιφέρει αλλαγές, καθώς προβλέπει δικαιοδοσία των κρατών μελών εκτός της ΕΕ, εάν το αδίκημα διαπράχθηκε ή εάν η περιβαλλοντική ζημία συνέβη στην επικράτειά τους.

Παράλληλα, η Οδηγία ανοίγει τον δρόμο για την επέκταση της δικαιοδοσίας των κρατών μελών και σε περιπτώσεις όπου το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στην επικράτειά τους.

Αυτό σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος της ΕΕ μπορεί να έχει δικαιοδοσία ακόμα και σε περιπτώσεις που η περιβαλλοντική ζημία εξαιτίας ποινικού αδικήματος εκδηλώνεται εξ ολοκλήρου εκτός ΕΕ, εφόσον η περιβαλλοντικά ζημιογόνα ενέργεια συνδέεται με οντότητα που δραστηριοποιείται εντός ΕΕ.

Πρόκειται για μια σημαντική τομή που δίνει νέα διάσταση στην αντιμετώπιση της διασυνοριακής ρύπανσης, καλώντας για συντονισμό σε διεθνές επίπεδο.

Σημαντική νομική εξέλιξη

Η νέα Οδηγία θεωρείται σημαντική νομική εξέλιξη στην ποινική προστασία του περιβάλλοντος, επιβεβαιώνοντας την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποτελεσματική προστασία των οικοσυστημάτων από επιβλαβείς ανθρώπινες δραστηριότητες.

Την ίδια στιγμή, εκτιμάται ότι θα αφυπνίσει περαιτέρω τα κράτη μέλη, προσφέροντας τα απαραίτητα εργαλεία για αυστηρότερη εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και αποτελεσματικότερη δίωξη των παραβατών.

Τα εγκλήματα που προβλέπει η Οδηγία 2024/1203 είναι πλέον ποιοτικά και επιτρέπουν στα κράτη μέλη να ορίσουν περιπτώσεις συμπεριφορών που είναι συγκρίσιμες με την έννοια της ‘οικοκτονίας’.

Η ενσωμάτωση της νέας Οδηγίας αναμένεται να ενισχύσει τη διαφάνεια, να προωθήσει την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φορέων στη διερεύνηση και ποινική δίωξη των περιβαλλοντικών εγκλημάτων, να ενδυναμώσει τη συνεργασία των συναρμόδιων αρχών και να αναδείξει τη χρησιμότητα της περιβαλλοντικής παιδείας, βασική προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών.

Πάνω από όλα όμως, καθοριστικός είναι ο ρόλος του ποινικού δικαστή, ο οποίος καλείται να συμβάλει στην ουσιαστική εφαρμογή περιβαλλοντικού ποινικού δικαίου, υιοθετώντας μια εξελιγμένη νομική προσέγγιση, η οποία ανταποκρίνεται στα σύγχρονα και σύνθετα δεδομένα, και διασφαλίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους δράστες περιβαλλοντικών προσβολών.

Διαβάστε επίσης: 

Ποιοι μπορούν να εξαγοράσουν πλασματικά χρόνια για να βγουν νωρίτερα στη σύνταξη έως και 7 χρόνια

Τα εμπόδια και οι ευκαιρίες στα energy deals στην Ελλάδα – Ο νομικός Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος εξηγεί

Ανάγκη επιτάχυνσης, διαφάνεια στους πλειστηριασμούς και νομικές αλλαγές: Το νέο τοπίο του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα