ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Folli Follie: Στα χέρια των δικαστών η τύχη των Κουτσολιούτσων – Η εισαγγελική πρόταση και οι ποινές για τα αδικήματα
Περιεχόμενα
Αν κανείς συγκρίνει την ποινική μεταχείριση των ενόχων στα μεγαλύτερα οικονομικά εγκλήματα του 21ου αιώνα, θα διαπιστώσει ότι διαφέρει εντελώς από αντίστοιχες περιπτώσεις στην Ελλάδα και θα διαφέρει και από το πώς θα εξελιχθεί τελικά η δίκη για το σκάνδαλο της Folli Follie. Το γιατί συμβαίνει αυτό έχει πολλές εξηγήσεις, αλλά δύο είναι οι κυριότερες.
Οι σημαντικότερες υποθέσεις απάτης και χειραγώγησης της αγοράς, που δημιουργήσαν χρέη κυριολεκτικά δισεκατομμυρίων, έχουν συμβεί κατά βάση στις ΗΠΑ, τη Μέκκα της εντυπωσιακής ανόδου και της παταγώδους καθόδου.
Αν και υπάρχουν πολλά ακόμη πρόσφατα σκάνδαλα που συγκλόνισαν τον κόσμο, όπως το σκάνδαλο της γερμανικής εταιρείας Wirecard της οποίας η δίκη βρίσκεται σε εξέλιξη, έχει σημασία να δούμε αυτά των οποίων οι δίκες έχουν ολοκληρωθεί, οπότε μας αποκαλύπτουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη διαχείριση τέτοιων υποθέσεων σε σχέση με την Ελλάδα.
Enron
Η Enron ήταν μια ενεργειακή εταιρεία που εμπλέκεται σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα λογιστικής απάτης στην ιστορία. Η εταιρεία, η οποία χαρακτηριζόταν από το περιοδικό Fortune από το 1996 έως το 2001 σταθερά ως η “Πιο Καινοτόμος Εταιρεία της Αμερικής”, κέρδισε μια περιουσία εμπορευόμενη φυσικό αέριο και το 1999 λάνσαρε τη δική της πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου.
Τον Αύγουστο του 2000, οι μετοχές της Enron έφτασαν την τιμή των 90 δολαρίων, αλλά μόλις ένα χρόνο αργότερα, η Sherron Watkins, εκτελεστικό στέλεχος της Enron, προειδοποίησε τον CEO, Kenneth Lay, ότι υπήρχε ένα τεράστιο λογιστικό σκάνδαλο που θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την εταιρεία.
Εν μέσω ερευνών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τα οικονομικά της στοιχεία, τον Νοέμβριο του 2001 η Enron παραδέχτηκε ότι είχε υπερεκτιμήσει τα κέρδη της κατά σχεδόν 600 εκατομμύρια δολάρια. Μέσα σε περίπου δύο μήνες, η εταιρεία απέλυσε 4.000 υπαλλήλους, κήρυξε πτώχευση και το Υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκίνησε ποινική έρευνα.
Ο Jeffrey Skilling, πρώην CEO, καταδικάστηκε σε 24 χρόνια φυλάκισης, ενώ ο Kenneth Lay πέθανε πριν καταδικαστεί.
Bernard Madoff
Ο πρώην διαχειριστής κεφαλαίων της Νέας Υόρκης, Bernard Madoff, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυστηρότατης ποινικής μεταχείρισης, αφού καταδικάστηκε σε 150 χρόνια φυλάκισης και απεβίωσε στη φυλακή τον Απρίλιο του 2021 σε ηλικία 82 ετών.
Ο Madoff, πρώην πρόεδρος του Nasdaq με στενές σχέσεις με κυβερνητικούς παράγοντες, ήταν θρύλος της Wall Street τη δεκαετία του 1980 και του 1990, με την εταιρεία του, Bernard L. Madoff Investment Securities LLC, να είναι μία από τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές εταιρείες στον δείκτη S&P 500.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια 17 ετών, ο Madoff, με τη βοήθεια των διευθυντών της εταιρείας, διηύθυνε ένα τεράστιο πυραμιδικό σχήμα, γνωστό και ως Ponzi scheme, που υποσχόταν στους επενδυτές εξωφρενικές αποδόσεις. Αντί να επενδύει τα χρήματα των επενδυτών, χρησιμοποιούσε τα κεφάλαια από τους νέους επενδυτές για να πληρώνει τους παλαιότερους, δίνοντας την εντύπωση ότι οι επενδύσεις του ήταν επιτυχείς. Το σχήμα του Madoff κατέρρευσε το 2008, αποκαλύπτοντας ότι είχε κλέψει πάνω από 19 δισεκατομμύρια δολάρια από 40.000 επενδυτές.
Ο Madoff συνελήφθη και καταδικάστηκε για 11 κατηγορίες απάτης τον Ιούνιο του 2009, χωρίς να του δοθεί κανένα ελαφρυντικό ή μείωση ποινής για τα 150 χρόνια φυλάκισης της τελικής ετυμηγορίας.
FTX
Ο Sam Bankman-Fried, ιδρυτής της πλατφόρμας συναλλαγών κρυπτονομισμάτων FTX, καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκισης τον Μάρτιο, αφού το δικαστήριο του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, τον έκρινε ένοχο για επτά κατηγορίες απάτης και συνωμοσίας, συμπεριλαμβανομένων της απάτης μέσω διαδικτύου, της απάτης με τίτλους και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι εισαγγελείς των ΗΠΑ χαρακτήρισαν την περίπτωση της FTX ως μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις οικονομικής απάτης στην ιστορία.
Ο Bankman-Fried ίδρυσε την FTX τον Μάιο του 2019, ενώ διαχειριζόταν και το hedge fund Alameda Research. Έχοντας λάβει δισεκατομμύρια δολάρια ιδιωτικής χρηματοδότησης, ο Bankman-Fried, μαζί με άλλα ανώτερα στελέχη της FTX, κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιούσε τα χρήματα για να αγοράσει πολυτελή παραθαλάσσια σπίτια στην Καραϊβική, να επενδύσει σε νέες επιχειρήσεις και να χρηματοδοτήσει τοπικές και εθνικές πολιτικές δραστηριότητες, κατευθύνοντας τα χρήματα από την FTX στην Alameda Research.
Υπολογίζεται ότι το χρέος της FTX προς τους πιστωτές της ανέρχεται σε περίπου 11,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν και στην απολογία του ο Bankman-Fried δήλωσε ότι ορισμένοι από τους πιστωτές θα λάβουν πίσω στο ακέραιο την αξίωσή τους, δεν υπολογίζονται τα διαφυγόντα κέρδη, καθώς οι επενδυτές όχι μόνο έχασαν τα χρήματά τους, αλλά δεν αξιοποίησαν την τεράστια άνοδο της τιμής των κρυπτονομισμάτων τα τελευταία χρόνια.
Theranos
Τον Μάρτιο του 2004, η δευτεροετής φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Elizabeth Holmes, παράτησε τη σχολή της, για να επικεντρωθεί στη νέα της startup, Theranos, η οποία είχε ως στόχο να κάνει τις εξετάσεις αίματος πιο αποδοτικές, ακριβείς και γρήγορες. Πέντε χρόνια αργότερα, η Holmes συνεργάστηκε με έναν νέο επιχειρηματικό εταίρο, τον Ramesh Balwani, ο οποίος εγγυήθηκε ένα δάνειο 10 εκατομμυρίων δολαρίων στην Theranos.
Η εταιρεία αναπτύχθηκε με αστραπιαία ταχύτητα, με την αξία της να φτάνει τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια το 2014. Ωστόσο, μέχρι το 2015, η πολυδιαφημισμένη αυτοματοποιημένη συσκευή δοκιμών της εταιρείας αποδείχθηκε ανεφάρμοστη και λίγο αργότερα, οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ κατέθεσαν κατά της εταιρείας κατηγορίες για απάτη μέσω διαδικτύου και συνωμοσία.
Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2022, η Holmes και ο Balwani κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε 11 και 12 χρόνια φυλάκισης, αντίστοιχα, ενώ τον Μάιο του 2023, η Holmes και ο Balwani καταδικάστηκαν να πληρώσουν αποζημίωση ύψους 452 εκατομμυρίων δολαρίων στα θύματα της απάτης, εκ των οποίων τα 125 εκατομμύρια δολάρια οφείλονται στον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Rupert Murdoch.
WorldCom
Η WorldCom ήταν μια από τις μεγαλύτερες τηλεπικοινωνιακές εταιρείες στις ΗΠΑ, όμως περισσότερο γνωστή έγινε με ένα από τα συγκλονιστικότερα οικονομικά σκάνδαλα στις αρχές του 21ου αιώνα.
Το σκάνδαλο ξέσπασε το 2002, όταν αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία είχε φουσκώσει τα κέρδη της μέσω ψευδών λογιστικών καταχωρήσεων, όπως αποκαλύφθηκε από έρευνες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Συγκεκριμένα, η WorldCom είχε μετακινήσει δαπάνες που έπρεπε να καταχωρηθούν ως λειτουργικά έξοδα σε κεφαλαιουχικές δαπάνες, με αποτέλεσμα να φαίνονται μειωμένα τα έξοδα και αυξημένα τα κέρδη της εταιρείας. Συνολικά, η εταιρεία είχε φουσκώσει τα κέρδη της κατά περίπου 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι κατηγορίες στον CEO, Bernie Ebbers, περιελάμβαναν τη λογιστική απάτη, τη συνωμοσία και την παραβίαση των κανονισμών της κεφαλαιαγοράς, οπότε καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση.
Το σκάνδαλο της WorldCom, μαζί με το σκάνδαλο της Enron, οδήγησε στην ψήφιση του νόμου Sarbanes-Oxley το 2002, ο οποίος θέσπισε αυστηρότερους κανόνες για τη διαφάνεια και την ευθύνη των δημόσιων εταιρειών.
Η κατηγορία της συνωμοσίας που διευκολύνει την ποινική μεταχείριση
Ένα πρόβλημα σε τέτοιου τύπου οικονομικά εγκλήματα είναι ότι είναι αρκετά δύσκολο σε πολλές περιπτώσεις να αποδείξουν οι δικαστικές αρχές την εμπλοκή περισσότερων ατόμων, ειδικά σε πολυδαίδαλα σχήματα, όπως οι κεφαλαιουχικές εταιρείες. Οι βασικές κατηγορίες, όπως η απάτη, η χειραγώγηση της αγοράς και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, είναι κοινές σε όλες τις έννομες τάξεις, όμως στην Αμερική υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί το τελικό αποτέλεσμα: Η κατηγορία της συνωμοσίας.
Η κατηγορία της συνωμοσίας στις ΗΠΑ είναι συχνή στα οικονομικά σκάνδαλα και αφορά τη συνεργασία δύο ή περισσοτέρων ατόμων για την τέλεση μιας παράνομης πράξης. Η συνωμοσία είναι μια αυτόνομη ποινική κατηγορία και μπορεί να επιβληθεί ακόμα και αν η κύρια παράνομη πράξη δεν έχει ολοκληρωθεί, αρκεί να υπάρχει συμφωνία και κάποια ενέργεια προς την εκπλήρωσή της.
Η συνωμοσία για διάπραξη απάτης επισύρει ποινή έως και 20 χρόνια και επιτρέπει την καταδίκη όλων των συμμετεχόντων στην οικονομική απάτη, ακόμα και αν κάποια από τα μέλη δεν εκτέλεσαν άμεσα τις παράνομες πράξεις. Αυτό ενισχύει την ικανότητα των αρχών να αποδίδουν ευθύνες και να επιβάλλουν ποινές σε πολυσύνθετα οικονομικά εγκλήματα.
Στο δίκαιο των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν προβλέπεται τέτοιο αδίκημα. Συναφές είναι το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση που έχει ως στόχο να καλύψει παρόμοιες μορφές συνεργατικής δραστηριότητας για την τέλεση εγκλημάτων. Ωστόσο, πρόκειται για ένα αδίκημα που στοιχειοθετείται και αποδεικνύεται πολύ δυσκολότερα.
Ενώ δηλαδή η κατηγορία της συνωμοσίας απαιτεί απλώς την απόδειξη ότι υπήρξε συμφωνία και κάποια ενέργεια προς την εκπλήρωση της απάτης, στην εγκληματική οργάνωση απαιτείται να αποδειχθεί κάτι πολύ περισσότερο. Ότι υπήρξε μια δομημένη και διαρκής ομάδα τριών ή περισσοτέρων ατόμων με σκοπό την τέλεση των εγκλημάτων.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο εισαγγελέας στην υπόθεση της Folli Follie πρότεινε την απαλλαγή των κατηγορουμένων για τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, κάτι που αν υιοθετηθεί από το δικαστήριο θα οδηγήσει σε χαμηλότερη ποινή.
Γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε περιπτώσεις όπως ο Madoff με εκατοντάδες χρόνια φυλάκιση;
Σε τόσο μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα, που επιφέρουν ζημιές εκατομμυρίων και πλήττουν το κύρος της αγοράς, ποινές όπως 5-10 χρόνια φυλάκιση μπορεί να φαντάζουν μικρές ή ότι δεν αποδίδουν δικαιοσύνη. Αυτό το αίσθημα στην Ελλάδα επιτείνεται από το γεγονός ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό ακούμε για ποινές, όπως αυτές του Madoff με 150 χρόνια φυλάκιση, κάτι που στην Ελλάδα δεν μπορεί να συμβεί ποτέ με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
Και αυτό επειδή στην ελληνική έννομη τάξη σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων και ποινών, η συνολική ποινή υπολογίζεται με βάση τη βαρύτερη ποινή, η οποία προσαυξάνεται για κάποια χρόνια, έχοντας όμως συγκεκριμένο όριο προσαύξησης. Στις ΗΠΑ, η συνολική ποινή υπολογίζεται εντελώς διαφορετικά, καθώς ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τη διαδοχική έκτιση της ποινής.
Συγκεκριμένα, το ποινικό πλαίσιο των ΗΠΑ ορίζει ότι σε περίπτωση συρροής ποινών είναι δυνατόν ο δικαστής να ορίσει ότι η μία ποινή θα εκτιθεί μετά την άλλη, κάτι που προφανώς σημαίνει δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια φυλάκιση. Βέβαια, η άλλη περίπτωση είναι η ταυτόχρονη ποινή, όπου θεωρείται ότι όλες οι ποινές εκτίονται ταυτόχρονα και άρα, για παράδειγμα, στα δέκα χρόνια φυλάκιση έχει εκτιθεί και η δεύτερη ποινή των πέντε ετών.
Η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο έννομες τάξεις δεν είναι τι ακριβώς προβλέπεται αυστηρά στον νόμο, αλλά η ευελιξία που παρέχεται στον δικαστή. Στις ΗΠΑ υπάρχει σημαντικό περιθώριο κρίσης του δικαστή, έτσι ώστε να αποφασίσει όχι μόνο το ύψος της ποινής, αλλά και πώς τελικά πρέπει να εκτιθεί. Έτσι, σε περιπτώσεις μεγάλης βαρύτητας του εγκλήματος ή προκλητικής συμπεριφοράς του ενόχου, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει διαδοχική ποινή, εξασφαλίζοντας ότι ο καταδικασθείς θα παραμείνει στη φυλακή και θα αποδοθεί δικαιοσύνη.
Αντίθετα, στην Ελλάδα ο νόμος ορίζει ένα πολύ άκαμπτο πλαίσιο υπολογισμού και επιβολής της ποινής. Τόσο όσον αφορά τον υπολογισμό της συνολικής ποινής, όσο και άλλες διατάξεις που αφορούν την αναστολή, την ευεργετική προσμέτρηση ή την απόλυση υπό όρους δημιουργούν ένα μη ευέλικτο πλαίσιο, όπου ανεξάρτητα από τη βαρύτητα και τη γενικότερη απαξία του εγκλήματος, ο ένοχος εκτίει μόνο λίγα χρόνια στη φυλακή και αποφυλακίζεται σχετικά γρήγορα.
Βρισκόμαστε εν αναμονή της δικαστικής απόφασης για το σκάνδαλο της Folli Follie, όμως γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι οι ποινικές συνέπειες των κατηγορουμένων δεν θα είναι αντίστοιχες των πράξεών τους…
Διαβάστε επίσης:
Tesla: Ο Μασκ δηλώνει κατά της επιβολής δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα από τις ΗΠΑ
Τα γενέθλια του Σωκράτη Κόκκαλη και ποιες είναι οι αμοιβές που λαμβάνει από Ιντρακόμ – Ιντραλότ