Εν αναμονή της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ περί της συνταγματικότητας των bonus δόμησης του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, έρχονται συνεχώς στην επικαιρότητα νέες αποφάσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας για αναστολή οικοδομικών αδειών με βάση τον ΝΟΚ. Για πολλούς αυτή η στάση του ΣτΕ είναι κεραυνός εν αιθρία ή ακόμα και μια αντικυβερνητική στάση του ανώτατου δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι απλώς η επαναφορά στην τήρηση μιας συνεπούς στάσης, η οποία είχε πληγεί σημαντικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Όταν το 1986, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε για πρώτη φορά ξεκάθαρη μνεία στην υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει υπόψη του κατά τον καθορισμό των όρων δόμησης την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, κανείς δεν περίμενε ότι αυτή η απόφαση ήταν η αφετηρία μιας συμπαγούς νομολογίας που θα «έσπαγε» μόνο την περίοδο της κρίσης.

Είναι, λοιπόν, η αυστηρότητα της δικαστικής εξουσίας απέναντι στη νομοθετική και την εκτελεστική και ένα σημάδι κανονικότητας, μία σαφής ένδειξη ότι πλέον δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση ανάγκης και δεν χρειαζόμαστε τη διασταλτική ερμηνεία του δημοσίου συμφέροντος, για να κάμψουμε το περιβαλλοντικό και το πολεοδομικό κεκτημένο.

Η «κόντρα» ΣτΕ και Διοίκησης είχε ξεκινήσει από το 1988

Δεν είναι, πάντως, κάτι καινούριο να καταλήγει ένας Οικοδομικός Κανονισμός στο ανώτατο ακυρωτικό και αυτό να κρίνει ότι οι διατάξεις του αντίκεινται στο Σύνταγμα. Όταν θεσπίστηκε το 1985 ο νέος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΓΟΚ), είχε καταργήσει το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης, έδινε τη δυνατότητα να τοποθετείται ελεύθερα το κτίριο μέσα στο οικόπεδο και αύξανε το ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου σε 70%.

Και κάπως έτσι, οικοδομική άδεια που είχε εκδοθεί με αυτά τα δεδομένα αποτέλεσε το αντικείμενο αίτησης ακύρωσης στο ΣτΕ, το οποίο εισήγαγε την αρχή του πολεοδομικού κεκτημένου. Ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται ο νομοθέτης να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλλει τους όρους δόμησης παρά μόνο για να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των κατοίκων, να εξυπηρετήσει τη λειτουργικότητα των οικισμών και να εξασφαλίσει καλύτερους όρους διαβίωσης.

Με αυτή την αιτιολογία, δημιουργήθηκε σταδιακά η πάγια νομολογία περί περιβαλλοντικού κεκτημένου, η οποία κάμφθηκε, αρκετά εκκωφαντικά, μέσα στην κρίση.

Πώς τα αυθαίρετα δεν υπάγονται στο πολεοδομικό κεκτημένο

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, σε περιόδους ύφεσης δεν ανακύπτουν προβλήματα αναφορικά με τη νομιμότητα των όρων δόμησης. Γιατί πολύ απλά η δόμηση είναι περιορισμένη και αντίστοιχα περιορισμένο είναι και το ενδιαφέρον του νομοθέτη να ασχοληθεί με αυτή. Στην Ελλάδα, όμως, είναι τόσες οι παθογένειες που πάντα θα βρεθεί τρόπος να ανακύψει πρόβλημα ακόμα και σε αδρανείς περιόδους.

Στα πλαίσια, λοιπόν, της προσπάθειας τόνωσης των εσόδων του κράτους, προκρίθηκε η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, παρόλο που υπήρχε σημαντική αμφιβολία για το κατά πόσον θα ήταν εφικτό να υλοποιηθεί αυτή η γενικευμένη πρωτοβουλία δεδομένης της πάγιας νομολογίας του ΣτΕ περί υποχρεωτικής κατεδάφισης όλων των αυθαιρέτων που κατασκευάστηκαν μετά το 1983. Η απόφαση 1858/2015 τους εξέπληξε τότε όλους.

Στο μέσον της δεκαετούς οικονομικής κρίσης διατυπώθηκε από το ΣτΕ μια υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία του δημοσίου συμφέροντος, η οποία θεωρούσε ότι λόγω της αδράνειας της διοίκησης στην κατεδάφιση των αυθαιρέτων τόσες δεκαετίες είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης με την ύπαρξη τεράστιου αριθμού κτισμάτων χωρίς οικοδομική άδεια που κατ’ εξαίρεση επέτρεπε τη νομιμοποίησή τους.

Υπό αυτό το πρίσμα, το δημόσιο συμφέρον που επιτρέπει την απομάκρυνση από την αρχή του πολεοδομικού κεκτημένου σχετικοποιεί την προστασία του περιβάλλοντος και φέρνει στο προσκήνιο το ταμειακό όφελος του Δημοσίου ως έναν παράγοντα άμβλυνσης της προηγούμενης αυστηρής νομολογίας.

Η περίπτωση του ΝΟΚ

Το αν οι συνεχείς τροποποιήσεις του ΝΟΚ βασίστηκαν σε αυτή τη σχετικοποίηση είναι προφανώς κάτι που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε. Παρόλο που ο ΝΟΚ είναι νόμος του 2012, έχει υποστεί τόσες πολλές τροποποιήσεις αυτά τα 12 χρόνια που πλέον έχει δημιουργηθεί ένα λαβυρινθώδες τοπίο, το οποίο υπογραμμίζει εμφατικά τις αντιθετικές στάσεις του ΣτΕ και της Διοίκησης.

Έχοντας περάσει η χώρα μια δεκαετία χειμέριας νάρκης στην οικοδομική δραστηριότητα, γίνονται ξαφνικά άκρως ευδιάκριτα τα προβλήματα που ήδη υπήρχαν. Ο ΝΟΚ έχει αλλάξει, έχει εμπλουτιστεί και τώρα φιλοδοξεί να δώσει κίνητρα για την οικοδόμηση περιβαλλοντικά φιλικών κτιρίων, με σοβαρές επιπτώσεις όμως στο τοπικό περιβάλλον.

Ίσως κανείς να περίμενε ότι το ΣτΕ θα ερμήνευε για άλλη μία φορά διασταλτικά το δημόσιο συμφέρον, αποφαινόμενο ότι η εξοικονόμηση ενέργειας και η συμβολή καινοτόμων ενεργειακά κτιρίων στην καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης επιτρέπει την κάμψη του πολεοδομικού κεκτημένου και την ισοστάθμιση της επιβάρυνσης που φέρνουν τα bonus ύψους και όγκου.

Άλλωστε, η έννοια του περιβαλλοντικού ισοζυγίου είναι γνωστή στη νομολογία του ΣτΕ, οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι «πράσινες» παράμετροι του ΝΟΚ θα εξισορροπούσαν το αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα των υψηλών κτιρίων.

Φυσικά, δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποια θα είναι η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Όμως, οι μέχρι τώρα αποφάσεις του Ε’ τμήματος δεν αποδεικνύουν τίποτα καινοφανές. Απλώς ότι το ΣτΕ επέστρεψε στην πάγια νομολογία του και ότι είναι αμφίβολο αν θα θεωρήσει ότι ένα γενικότερο πλανητικό περιβαλλοντικό συμφέρον ισοσταθμίζει τις αρνητικές συνέπειες στο τοπικό περιβάλλον από την οικοδόμηση πολύ υψηλότερων κτιρίων από το μέσο όρο, τα οποία θα δημιουργήσουν αξιοσημείωτα προβλήματα στα διπλανά, υφιστάμενα κτίρια.

Μένει να το δούμε, αλλά το να τηρεί πιστή στάση το ανώτατο δικαστήριο στην πάγια νομολογία του και να μην παίζει με τις λέξεις περί του τι είναι δημόσιο συμφέρον είναι στην τελική δείγμα ενός κράτους δικαίου.

Διαβάστε επίσης:

ΔΥΠΑ: 812.958 οι εγγεγραμμένοι άνεργοι τον Ιούνιο – Αναλυτικά στοιχεία