Γιώργος Φλωρίδης, υπουργός Δικαιοσύνης
Περιεχόμενα
Όταν δημοσιεύθηκε πρόσφατα ο ν. 5095/2024 για τη μεταφορά υποθέσεων από τα δικαστήρια στους δικηγόρους, οι αντιδράσεις τόσο από τον πολιτικό κόσμο όσο και από τους δικηγορικούς συλλόγους ήταν θετικές. Το θέμα, βέβαια, είναι αν αυτό το φιλόδοξο σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει έως τώρα ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες που το περιέβαλλαν από την πρώτη στιγμή.
Είναι σαφές ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει θέσει ως βασικό του στόχο να επιταχύνει σημαντικά τον ρυθμό απόδοσης δικαιοσύνης και να μειώσει τον απαράδεκτο για κράτος δικαίου χρόνο των 5 ετών για την έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό.
Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα δικαστήρια στους δικηγόρους ήταν αδιαμφισβήτητα μια καλή ιδέα. Όταν μιλάμε για ελάφρυνση των Πρωτοδικείων από περίπου 40.000 υποθέσεις τον χρόνο και παράλληλη παροχή επιπλέον εργασίας στο εν πολλοίς κορεσμένο επάγγελμα των δικηγόρων, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη νομοθετική ρύθμιση ως την επιτομή της win-win κατάστασης.
Στην Ελλάδα βρισκόμαστε όμως. Οπότε πάντα κάποιοι θα βρεθούν να παραπονεθούν. Και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν άδικο.
Είναι επιτρεπτό αρμοδιότητες των δικαστών να μεταφέρονται σε δικηγόρους;
Δεδομένου ότι η ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης είναι απολύτως απαγορευμένη από το Σύνταγμα, ξεκίνησε ήδη από την ψήφιση του νόμου μια συζήτηση για το κατά πόσον είναι νόμιμο να αφαιρούνται υποθέσεις από τα δικαστήρια και να αποδίδονται σε ιδιώτες δικηγόρους.
Η αντίρρηση αυτή είναι αρκετά αποκομμένη από τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση και βέβαια εντελώς θεωρητική, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην ουσία οι υποθέσεις που μεταφέρονται είναι διαδικαστικές. Πρόκειται για υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου δεν υπάρχει αντιδικία (αφού δεν υπάρχουν δύο διάδικοι), αλλά παρέχεται ένδικη προστασία χωρίς να υπάρχει διαφορά.
Οι υποθέσεις αυτές είναι η έκδοση και παροχή κληρονομητηρίου, η αποδοχή ή αποποίηση κληρονομίας, η προσημείωση υποθήκης, η παροχή ένορκης βεβαίωσης και η εγγραφή ή τροποποίηση καταστατικού σωματείου.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ήδη ο δικηγόρος μπορεί να συμμετέχει στην έκδοση σύνταξης του ΕΦΚΑ, να είναι αντιπρόσωπος δικαστικής αρχής στις εκλογές, να είναι σύνδικος πτώχευσης και να συμμετέχει στην υποχρεωτική διαμεσολάβηση πριν την εισαγωγή μιας υπόθεσης στο δικαστήριο. Αντίστοιχα, στους επίσης ιδιώτες συμβολαιογράφους έχει πλέον ανατεθεί η έκδοση συναινετικών διαζυγίων.
Με λίγα λόγια, δεν είναι η πρώτη φορά που ο δικηγόρος καθίσταται συλλειτουργός της δικαιοσύνης, οπότε οι αντιρρήσεις είναι μάλλον άκαιρες και ενέχουν πολιτικές σκοπιμότητες.
Σταγόνα στον ωκεανό για τα δικαστήρια;
Πολύ πιο καίριο είναι το ερώτημα αν όντως μπορεί ο ν. 5095/2024 να κάνει τη διαφορά τόσο ως προς την ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης όσο και ως προς την ανάγκη του μέσου δικηγόρου για διεύρυνση της δικηγορικής ύλης. Οι αριθμοί δεν είναι και τόσο ευοίωνοι.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε χρόνο εισέρχονται στα Πρωτοδικεία της χώρας περίπου 400.000 – 500.000 υποθέσεις, αντιλαμβάνεται ότι η μείωση της δικαστηριακής ύλης κατά 40.000 – 50.000 είναι μεν ευπρόσδεκτη, όμως δεν έχει τη δυναμική να κάνει την ουσιώδη διαφορά στον χρόνο διεκπεραίωσης και τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων που ξεπερνούν τις 300.000.
Άλλωστε, οι συγκεκριμένες υποθέσεις που μεταφέρονται στους δικηγόρους είναι υποθέσεις που ούτως ή άλλως δεν απαιτούν ιδιαίτερο χρόνο και μελέτη, για να διεκπεραιωθούν, καθώς δεν υπάρχει αντιδικία, οπότε τελικά η εξοικονόμηση πόρων στα δικαστήρια της χώρας είναι μικρή.
Γιατί οι δικηγόροι δεν είναι και τόσο αισιόδοξοι
Οποιαδήποτε αύξηση της δικηγορικής ύλης είναι προφανώς ευπρόσδεκτη. Όπως, όμως, εξηγούν στο Mononews μάχιμοι δικηγόροι -και κυρίως οι νεότεροι-, είναι διάχυτη η απογοήτευση στο δικηγορικό σώμα, αφού είναι ξεκάθαρο ότι τελικά δεν πρόκειται να έχει καμιά αξιοπρόσεκτη επίδραση στο εισόδημά τους.
Οι αιτήσεις που κατατέθηκαν για παρακολούθηση σεμιναρίων και εγγραφή στους ειδικούς καταλόγους ξεπέρασαν τις 30.000, κάτι που σημαίνει ότι ανάλογα και με το είδος της υπόθεσης αντιστοιχούν στον κάθε πιστοποιημένο δικηγόρο περίπου 4-6 υποθέσεις ανά έτος. Μάλιστα, ο αριθμός των πιστοποιημένων δικηγόρων αναμένεται να αυξηθεί, καθώς τα ειδικά σεμινάρια θα διεξάγονται μία φορά ανά δικαστικό έτος.
Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η αμοιβή του δικηγόρου για κάθε υπόθεση ορίζεται νομοθετικά και κυμαίνεται μεταξύ 100-200€, το τελικό όφελος θα είναι αρκετά χαμηλό.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για βελτίωση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν είναι ευπρόσδεκτες. Όμως, χρειάζεται μια ψύχραιμη ματιά, ώστε να διαπιστωθεί ότι πρόκειται για έναν τομέα που πάσχει πολύ σοβαρά και ότι απαιτούνται ριζικές και συνεχόμενες μεταρρυθμίσεις, για να δούμε επιτέλους διαφορά.
Διαβάστε επίσης: