Ο εμπρησμός δεν είναι φυσικά η μόνη αιτία των συνεχών και τεράστιας έκτασης πυρκαγιών που συγκλονίζουν τη χώρα μας. Όμως, είναι μία από τις κύριες αιτίες και εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει παράδοξο γιατί, ενώ οι ποινές για τέτοια εγκλήματα αυστηροποιούνται ολοένα περισσότερο, οι δράστες δεν αποθαρρύνονται. Στην Ελλάδα, όμως, υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση.

Αν και έχουν γίνει αξιοσημείωτες παρεμβάσεις στο νομικό πλαίσιο του εμπρησμού όλα αυτά τα χρόνια, η σημαντικότερη και ευρύτερη αλλαγή είναι αυτή που συντελέστηκε φέτος τον Φεβρουάριο με τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα, ο οποίος πλέον ρυθμίζει με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο την ποινική μεταχείριση των εμπρηστών.

1

Επρόκειτο ασφαλώς για μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, δεδομένης της κατάστασης που μαστίζει τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Φυσικά, οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, με την κλιματική αλλαγή, την ελλιπή προετοιμασία του κρατικού μηχανισμού, την ελάχιστη πρόληψη και την απουσία υποδομών (όπως η υπογειοποίηση των καλωδίων ρεύματος) να βρίσκονται στο επίκεντρο. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό πυρκαγιών ξεκινούν από εκ προθέσεως ή εξ αμελείας εμπρησμό.

Γιατί, λοιπόν, το φαινόμενο δεν εξασθενεί ακόμα και με τις νέες εξαντλητικές ποινές; Γιατί αυτές οι ποινές δεν μπορούν να επιτελέσουν τη γενική προληπτική λειτουργία, για την οποία είναι θεσπισμένες;

Με πόσα χρόνια φυλακή τιμωρούνται πλέον οι εμπρηστές

Ο Ποινικός Κώδικας διακρίνει μεταξύ δύο εγκλημάτων, του εμπρησμού και του εμπρησμού σε δάσος, με τον πρώτο να τιμωρείται ελαφρύτερα. Ο δεύτερος, ο οποίος είναι και ο πλέον σχετικός εν προκειμένω, έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις τα τελευταία χρόνια.

Πριν την τραγική πυρκαγιά στο Μάτι, πριν δηλαδή γίνουν οι τροποποιήσεις του 2019 στον Ποινικό Κώδικα, ο εμπρησμός σε δάσος με δόλο επέσυρε ως ποινή κάθειρξη 5-15 έτη ανάλογα την έκταση, το αποτέλεσμα και τα κίνητρα του δράστη. Στην περίπτωση του εμπρησμού από αμέλεια (π.χ. αν κάποιος έβαλε φωτιά να κάψει χόρτα και του ξέφυγε, αλλά χωρίς πρόθεση εμπρησμού), η ποινή ήταν φυλάκιση 2 έως 5 έτη.

Με τις αλλαγές του 2019, αυτό που έκανε πλέον τη μεγάλη διαφορά ήταν ότι προβλέφθηκε η ισόβια κάθειρξη, αν από τον εμπρησμό προκύψει θάνατος ανθρώπου.

Η ουσιαστική αυστηροποίηση των ποινών επήλθε το 2024, όπου εκτός από την ισόβια κάθειρξη λόγω θανάτου μπορεί να επιβληθεί κάθειρξη έως 20 έτη σε περίπτωση μεγάλης έκτασης της πυρκαγιάς, σοβαρής ή ευρείας οικολογικής καταστροφής, βλάβης σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι ποινές για τον εμπρησμό με δόλο κυμαίνονται μεταξύ 5 και 10 ετών. Αν τα παραπάνω προκληθούν από εμπρησμό εξ αμελείας, τότε η ποινή είναι φυλάκιση 3 έως 5 έτη.

Επιπλέον, ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τιμωρούνται και εργασίες που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε εμπρησμό, όπως η ρίψη βεγγαλικών και οι θερμές εργασίες (π.χ. με μηχανήματα που προκαλούν σπινθήρα), με φυλάκιση 1 έως 5 έτη, ενώ αν προκύψει θάνατος, βαριά σωματική βλάβη και οικολογική καταστροφή με κάθειρξη 5 έως 20 έτη. Με λίγα λόγια, αφήνεται μικρό περιθώριο, για να θεωρηθεί ο εμπρησμός εξ αμελείας με την ευνοϊκή ποινή της φυλάκισης έως 5 έτη και οι συνήθεις πρακτικές που οδηγούσαν σε πυρκαγιά στο δάσος πλέον έχουν πολύ πιο αυστηρή ποινική μεταχείριση.

Χρηματικές ποινές και δήμευση περιουσίας

Εκτός, πάντως, από τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλονται και χρηματικές ποινές που συνεχώς αυξάνονται και πλέον, ανάλογα με τη βαρύτητα και το αποτέλεσμα της πράξης μπορούν να φτάσουν τις 200.000 ευρώ!

Επιπλέον, καινοφανής ρύθμιση είναι αυτή που επιβάλλει δήμευση της περιουσίας του εμπρηστή στις περιπτώσεις εμπρησμού με δόλο αλλά ακόμα και εξ αμελείας, αν προκλήθηκε θάνατος, βαριά σωματική βλάβη ή οικολογική καταστροφή.

Επομένως, ο εμπρηστής βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με εξαιρετικά βαριές ποινές που τον στιγματίζουν σε πολλαπλά επίπεδα. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό θα ήταν αρκετό, για να εξαλειφθεί τουλάχιστον αυτή η αιτία της πυρκαγιάς. Δεν είναι όμως, δυστυχώς…

Το κλειδί δεν είναι το ύψος της ποινής αλλά η επιβολή της

Ποικίλες ψυχολογικές μελέτες του κλάδου της εγκληματολογίας σε όλο τον κόσμο έχουν αποδείξει εμφατικά ότι αυτό που αποθαρρύνει τον επίδοξο εγκληματία είναι ο φόβος μην τον πιάσουν και όχι το ποια θα είναι η ποινή που θα του επιβληθεί, όταν και αν γίνει αυτό.

Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι ένας εν δυνάμει εμπρηστής -ειδικά στη νοσηρή και εξαιρετικά επικίνδυνη περίπτωση του εμπρησμού με δόλο- θα κάνει τον συλλογισμό ότι πλέον ο εμπρησμός τιμωρείται φερ’ ειπείν με 20 χρόνια κάθειρξη αντί για 15, οπότε αυτό θα αποτελέσει εμπόδιο στο κίνητρό του, όποιο και αν είναι αυτό.

Πέρα από το γεγονός ότι οι διαφορές στις ποινές δεν είναι στην πράξη τόσο χαοτικές σε σχέση με παλαιότερα, η σκέψη αυτή απαιτεί ως προϋπόθεση το να θεωρήσει ο εμπρηστής ότι θα συλληφθεί. Και εδώ είναι που πάσχει όλο το οικοδόμημα της ποινικής καταστολής στην Ελλάδα.

Βλέπουμε κατά καιρούς σοκαριστικά αυστηρές ποινές για διάφορα ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα, όπως για παράδειγμα η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, χωρίς όμως να υπάρχει καμία αλλαγή προς το καλύτερο στον τομέα αυτό. Γιατί πολύ απλά κανείς δεν θεωρεί ότι θα τον πιάσουν.

Είναι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που γίνονται πρακτικά στο κενό. Θα είχαν απείρως περισσότερο νόημα αν συνοδεύονταν από ουσιαστική ποινική καταστολή, από τον πραγματικό φόβο του εμπρηστή ότι αυτή τη φορά δεν θα καταφέρει να τη γλιτώσει. Διαφορετικά, είναι άξιες λόγου παρεμβάσεις στο ποινικό δίκαιο που συζητιούνται ζωηρά με επιστημονικό ενδιαφέρον μόνο από τους δικηγόρους.

Διαβάστε επίσης

Κυβερνητικές πηγές: Τον Σεπτέμβριο η συζήτηση στη Βουλή για τον απολογισμό των καταστροφικών πυρκαγιών

Μητσοτάκης: Δεν θα επιτρέψουμε να αποδομηθεί η προσπάθεια που έχει γίνει στην Πολιτική Προστασία

Πυρκαγιές: Έκτακτη υποστήριξη στην Ελλάδα ανακοίνωσε η Κομισιόν