Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, αρθρογραφία και άμεση ενημέρωση, με όλα τα τελευταία νέα και ειδήσεις για την Οικονομία, τις Επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο, το Bitcoin, τις πολιτικές εξελίξεις και τον πολιτισμό
Law

Εμπορικός πόλεμος Κίνας-ΕΕ: Το έξυπνο «όπλο» πέρα από τους δασμούς

Η φειδώ της ΕΕ να επιβάλει δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, σε αντίθεση με την πολιτική των ΗΠΑ, έχει κατακριθεί για ατολμία από κάποιους και επαινεθεί για σωφροσύνη από άλλους. Ωστόσο, μπορεί να ιδωθεί υπό διαφορετικό πρίσμα. Με ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο που διαμορφώνει ένα αυστηρό περιβάλλον για κάθε επιχείρηση που θέλει να δραστηριοποιηθεί στην ενιαία αγορά, παρέχεται ένας ξεκάθαρος και μη συγκυριακός τρόπος να περιοριστεί το κινεζικό εμπόριο.

Οι δασμοί ήταν το κατεξοχήν όπλο των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, κάτι που συνεχίστηκε από τον Μπάιντεν και αναδύεται ξανά στην επιφάνεια με την ισχυρή πιθανότητα μιας δεύτερης θητείας του πρώτου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πιστή στο μετριοπαθές προφίλ της, απέχει από τέτοιου είδους εντυπωσιακές κινήσεις, έχοντας επιβάλει δασμούς μόνο σε ορισμένα ηλεκτρικά οχήματα, ηλιακά πάνελ και ανεμογεννήτριες, εστιάζοντας κατά βάση στις πρακτικές κάθε επιχείρησης και ακολουθώντας μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση.

Άλλωστε, έχει από πίσω της ένα διαφορετικό, πιο «ειρηνικό» οπλοστάσιο. Το ισχύον και το υπό διαμόρφωση νομοθετικό πλαίσιο επιβάλλει έμμεσα και οριζόντια περιορισμούς στις επιχειρήσεις οποιασδήποτε χώρας δεν θέλει ή δεν μπορεί να συμμορφωθεί με αυτό. Και η καμπάνα χτυπάει κυρίως για την Κίνα.

Το ηλεκτρονικό εμπόριο στο προσκήνιο

Δύο εμβληματικά και πολυαναμενόμενα νομθετήματα, η Digital Services Act και η Digital Markets Act, έχουν αποτελέσει το τελευταίο διάστημα το κυρίαρχο μέσο ελέγχου των κινεζικών ψηφιακών πλατφορμών. Όσο η Temu και η Shein πωλούν χιλιάδες προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας σε εξευτελιστικές τιμές, υιοθετώντας μια επιθετική στρατηγική digital marketing, το ζητούμενο είναι πώς αυτό το κύμα μπορεί να ανακοπεί, με στόχο την προστασία τόσο των Ευρωπαίων καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη.

Εδώ και λίγο καιρό, οι δύο πλατφόρμες καταχωρήθηκαν από την Κομισιόν ως πολύ μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες με βάση την επισκεψιμότητα και τα έσοδά τους. Αυτό τις υποχρεώνει να ευθυγραμμίζονται με το αυστηρό νομοθετικό των δύο Κανονισμών, από τους οποίους απορρέουν αυξημένες απαιτήσεις για τους ψηφιακούς εμπόρους.

Με τη Digital Services Act να καθιερώνει την ευθύνη για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, να θέτει υποχρεώσεις διαφάνειας και να ενισχύει τα δικαιώματα των καταναλωτών, είναι αμφίβολο ότι οι κολοσσοί από την Κίνα θα μπορέσουν να πετύχουν εναρμόνιση. Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις της Digital Markets Act που περιορίζει τις μονοπωλιακές πρακτικές και στοχεύει στη διασφάλιση του δίκαιου ανταγωνισμού, κάτι που προφανώς δεν συνάδει με τις εντυπωσιακά χαμηλές τιμές από τις Temu και Shein.

Ήδη, άλλωστε, διεξάγεται έρευνα από την Κομισιόν για τη συμμόρφωση των δύο αυτών πλατφορμών και τα αποτελέσματά της αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Απαγόρευση της καταναγκαστικής εργασίας

Η προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί βασική διακήρυξη της ΕΕ και ήταν επί χρόνια διακύβευμα το πώς αυτή η αρχή μπορεί να συνυπάρχει με το εμπόριο από τρίτες χώρες, όπου η καταπάτηση των δικαιωμάτων είναι καθημερινότητα. Σε μεγάλο βαθμό αυτό αντιμετωπίζεται με την πρόσφατη ψήφιση του Κανονισμού κατά της καταναγκαστικής εργασίας, ο οποίος θεωρείται ότι απευθύνεται άμεσα στην Κίνα.

Πράγματι, η περιοχή Xinjiang της Κίνας είναι γνωστή για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων, με φρικτές πρακτικές, όπως η υποχρεωτική στείρωση των γυναικών, οι κρατήσεις σε στρατόπεδα εκπαίδευσης και η καταναγκαστική εργασία.

Ο προσφάτως ψηφισθείς από το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Κανονισμός, ο οποίος απαγορεύει την εισαγωγή στην ΕΕ προϊόντων που κατασκευάζονται με καταναγκαστική εργασία, εστιάζει ευθέως σε αυτές της πρακτικές της Κίνας και αναμένεται να δημιουργήσει εντάσεις στις σχέσεις με το Πεκίνο.

Εταιρική βιωσιμότητα σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα

Η Οδηγία CSRD (Corporate Sustainability Reporting Directive) φέρνει στην επιφάνεια μια ολιστική προσέγγιση στην υλοποίηση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Η λογική πλέον είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ υπόκεινται σε αυξημένες απαιτήσεις λογοδοσίας και διαφάνειας ως προς τη συμμόρφωσή τους με τα κριτήρια ESG. Αυτές οι υποχρεώσεις, μάλιστα, αφορούν και επιχειρήσεις που έχουν μεν την έδρα τους εκτός ΕΕ, όμως έχουν δραστηριότητα στην αγορά της. Παράλληλα, το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας καλύπτει όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, ακόμα δηλαδή και τους προμηθευτές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν ούτε έδρα ούτε αυτόνομη δραστηριοποίηση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Υπό αυτό το πρίσμα, πολλές κινεζικές εταιρείες θα πρέπει να αλλάξουν σε σημαντικό βαθμό τις εμπορικές τους πρακτικές, για να ανταποκριθούν στο νέο πλαίσιο, διαφορετικά, θα αντιμετωπίσουν περιορισμούς στην πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Επιπλέον, αναμένονται και ανακατατάξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, με επαναδιαπραγματεύσεις ή και καταγγελίες συμβολαίων με Κινέζους προμηθευτές, ώστε οι Ευρωπαίοι έμποροι να ευθυγραμμιστούν με την Οδηγία.

Περιορισμός των ξένων επιδοτήσεων

Οι κρατικές επιδοτήσεις από κράτος-μέλος σε ευρωπαϊκή επιχείρηση απαγορεύεται με βάση το δίκαιο ανταγωνισμού στην ΕΕ, όμως μέχρι πρότινος δεν απαγορευόταν η επιδότηση από τρίτο κράτος. Με τον νέο Κανονισμό FSR (Foreign Subsidies Regulation) κάθε οικονομική συνεισφορά που παρέχεται από χώρα εκτός ΕΕ σε μία εταιρεία, παρέχοντάς της όφελος και νοθεύοντας τον ανταγωνισμό, απαγορεύεται.

Ο Κανονισμός αυτός θέτει τέλος στην άμεση ή έμμεση κρατική ενίσχυση, η οποία είναι εξαιρετικά συνήθης στην Κίνα, τόσο σε εμπορεύσιμα αγαθά όσο και σε επενδύσεις, εξαγορές και συγχωνεύσεις αλλά και προσφορές σε δημόσιους διαγωνισμούς. Με λίγα λόγια, μια εταιρεία που έχει λάβει κρατική επιδότηση πρακτικά δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί στην ευρωπαϊκή αγορά.

Προσεχή μέτρα για την οικονομική ασφάλεια

Στο στάδιο της επεξεργασίας και της ψήφισης βρίσκονται και νέα μέτρα που θα αλλάξουν τις ισορροπίες στο διεθνές εμπόριο. Η διστακτικότητα των Ευρωπαίων εταίρων σε ξένες επενδύσεις από τρίτες χώρες, όπως η Κίνα, είναι πλέον διάχυτη και αυτό αποτυπώνεται σε κάτι περισσότερο από πολιτικές επιλογές.

Μετά από μια περίοδο, κατά την οποία κινεζικές εταιρείες ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους σε κρίσιμες υποδομές σε όλη την Ευρώπη, πλέον μπαίνει φρένο σε αυτή τη λογική, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στη νομοθεσία που θα τεθεί σε ισχύ τα επόμενα χρόνια.

Οι ξένες επενδύσεις πλέον θα ελέγχονται όσον αφορά πιθανούς κινδύνους για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, ενώ ειδικά για επενδύσεις σε προηγμένες τεχνολογίες που ενδεχομένως υποκρύπτουν κατασκοπεία, τα κράτη-μέλη και η Κομισιόν επιφορτίζονται με αναλυτική διαδικασία ελέγχου και μακρόχρονης παρακολούθησης.

Το μόνο πρόβλημα με τη νομοθεσία ως εργαλείο σε έναν εμπορικό πόλεμο, σε αντίθεση με την αμεσότητα των δασμών, είναι ότι έχει παραθυράκια. Ήδη οι Temu και Shein έχουν βρει τρόπους να παρακάμπτουν τη συμμόρφωσή τους. Οπότε ακόμα και έτσι, οι πολιτικές επιλογές που απηχούν την εφαρμογή και την εξειδίκευση της νομοθεσίας είναι αναπόφευκτες.

Διαβάστε επίσης

Εμπρησμός: Αυστηρότερες οι ποινές αλλά όχι αρκετές

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας ως πρόσχημα: Πώς το Ισραήλ παρακάμπτει το Διεθνές Δίκαιο

Εξαγορά Famar: Πώς έγινε το deal μετά από 40 ημέρες διαπραγματεύσεων