Αν αναλογιστεί κανείς ότι από τους περίπου 3.500 βιασμούς που συμβαίνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα, μόνο το 4% περίπου καταγγέλλεται και ακόμα λιγότερο ποσοστό εξιχνιάζεται και καταδικάζεται, είναι τουλάχιστον εξοργιστικό ένας καταδικασθείς βιαστής ανηλίκου να κυκλοφορεί ελεύθερος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δεν φταίει το νομικό πλαίσιο, αφού αυτό ορίζει αυστηρές προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής, οι οποίες δεν πληρούνταν στην υπόθεση του βιαστή και μετέπειτα δολοφόνου της 11χρονης.

Δεν είναι εύκολο στην Ελλάδα να εμπιστευθείς τους θεσμούς. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια και καλή θέληση, όμως και πάλι, κάτι θα συμβεί που θα φέρει ξανά στο προσκήνιο τη διάχυτη αίσθηση ότι τίποτα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε.

Βιασμός ενός παιδιού πριν μερικά χρόνια, ο δράστης καταδικάζεται αλλά δεν μπαίνει στη φυλακή, αποπειράται να βιάσει ένα κοριτσάκι και το σκοτώνει. Αυτή είναι η σύντομη εκδοχή της ιστορίας και σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, αυτή η συντόμευση ούτε απλουστευτική είναι ούτε αδικεί κανέναν. Αποτυπώνει την πραγματικότητα ακριβώς όπως διαδραματίστηκε.

Και τώρα; Τώρα, για άλλη μία φορά, γίνονται όλα εκ των υστέρων. Πειθαρχικός έλεγχος στους δικαστές, τηλεδίκες που καταδικάζουν τις δικαστές ως διεφθαρμένες, ανακοίνωση-λίβελλος από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η κανονικότητα της Ελλάδας.

Η συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δεν είναι τόσο περίπλοκη, ούτε το νομοθετικό πλαίσιο τόσο δαιδαλώδες ή άδικο. Πρόκειται απλώς για ένα κλασικό παράδειγμα για το πώς ένα παραθυράκι του νόμου μπορεί να οδηγήσει σε μια τραγωδία. Και για το πώς οι θεματοφύλακες του νόμου αντί να τον τηρούν και να απομονώνουν τους συναδέλφους τους όταν δεν το κάνουν, αντιθέτως ασχολούνται με το τι είπε ο Λιάγκας για τους δικαστές.

Επειδή τα ερωτήματα είναι πολλά και κρίσιμα με όλα όσα έχουν γίνει, ας τα δούμε ένα ένα αναλυτικά.

Πώς είναι δυνατόν να αφέθηκε ελεύθερος ο δράστης μετά την καταδίκη του σε βιασμό;

Ο δολοφόνος της 11χρονης είχε καταδικαστεί το 2020 από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ζακύνθου σε 9ετή κάθειρξη για βιασμό μιας 14χρονης. Η σωστή ορολογία δεν είναι ότι αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν αθωώθηκε, αλλά ότι του χορηγήθηκε αναστολή στην ποινή του, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δίνει το δικαίωμα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα, μόλις ο καταδικασθείς ασκήσει έφεση. Επομένως, αν χορηγηθεί αναστολή, ο καταδικασθείς δεν εκτίει την ποινή του, έως ότου τελεσιδικήσει η απόφαση.

Δηλαδή δεν μπαίνει κανείς στη φυλακή μέχρι να τελεσιδικήσει η απόφαση;

Το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει τις περιπτώσεις, στις οποίες χορηγείται αναστολή της ποινής με την άσκηση της έφεσης. Σε ποινές φυλάκισης κάτω των 3 ετών, αυτή η αναστολή χορηγείται αυτοδικαίως.

Αντίθετα, σε ποινές άνω των 3 ετών αποφασίζει το δικαστήριο αν θα χορηγήσει αναστολή. Μάλιστα, στην ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει το δικαστήριο να εκθέσει ειδική αιτιολογία, αν αποφασίσει να χορηγήσει αναστολή της ποινής.

Πώς αποφασίζει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αν πρέπει να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση;

Η απόφαση του δικαστηρίου προφανώς δεν είναι αυθαίρετη. Και εδώ εντοπίζεται όλο το πρόβλημα της σημερινής υπόθεσης με τη δολοφονία της 11χρονης από τον θείο της.

Ειδικότερα, ισχύουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μία εκ των οποίων αν ισχύει, τότε το δικαστήριο δεν χορηγεί αναστολή:

  • Αν κρίνεται ότι οι περιοριστικοί όροι (π.χ. υποχρέωση εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα) δεν αρκούν.
  • Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει μόνιμη και γνωστή διαμονή στη χώρα.
  • Αν έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος.
  • Αν κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Είναι, επομένως, απορίας άξιο πώς είναι δυνατόν οι δικαστές να χορήγησαν αναστολή ποινής σε έναν βιαστή ανηλίκων, χωρίς να κρίνουν ότι είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα τέτοιου είδους εγκλήματα.

Διότι, όταν μιλάμε για βιασμό ανηλίκου, δεν πρόκειται για ένα έγκλημα που κατά πάσα πιθανότητα θα συμβεί μόνο μία φορά (όπως συμβαίνει π.χ. με ένα οικονομικό έγκλημα που απαιτεί οργάνωση και ευνοϊκές συνθήκες για να τελεστεί). Πληθώρα μελετών (ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ αυτή και αυτή) έχουν αναφερθεί στο ψυχολογικό προφίλ των παιδοβιαστών και στην υψηλή πιθανότητα υποτροπής τους.

Όταν, λοιπόν, ο ίδιος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναφέρει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί αναστολή, αν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης κρίνεται ότι ο κατηγορούμενος είναι πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, δεν είναι επόμενο να γίνεται λόγος τουλάχιστον για εγκληματική αμέλεια του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου;

Η απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής μπορεί να ελεγχθεί με κάποιο τρόπο;

Καταρχάς, όπως προαναφέρθηκε, η απόφαση του δικαστηρίου για χορήγηση αναστολής στην ποινή, εφόσον πρόκειται για πρόσκαιρη κάθειρξη, θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η αιτιολογία αυτή έλειπε στην απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ζακύνθου και είναι και ο βασικός λόγος που θα ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος, όπως ζητήθηκε από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Το ερώτημα, βεβαίως, δεν είναι αν μπορεί να ασκηθεί ενδεχόμενη πειθαρχική δίωξη εκ των υστέρων. Αυτή η δυνατότητα υπάρχει και στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας θα δοθεί έμφαση σε ενδεχόμενη πλημμελή άσκηση των καθηκόντων των δικαστών.

Το θέμα, όμως, είναι αν θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να προληφθεί το έγκλημα που έγινε. Να επιληφθεί άμεσα ανώτερο δικαστήριο και να προσβάλλει την απόφαση για τη χορήγηση αναστολής της ποινής, έτσι ώστε ο καταδικασθείς να την εκτίσει.

Η απάντηση είναι ότι ναι, ο νόμος προβλέπει αυτή τη δυνατότητα. Ο εισαγγελέας Αρείου Πάγου είναι αρμόδιος να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης χορήγησης αναστολής. Αυτό μπορεί να το κάνει για συγκεκριμένους, νομικούς λόγους και επομένως δεν μπορούν να κριθούν πραγματικά περιστατικά (π.χ. το αν ο κατηγορούμενος είναι ύποπτος φυγής).

Με δεδομένο ότι η απόφαση δεν είχε αιτιολογία, υπήρχε ο νομικός λόγος που έδινε το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα. Ωστόσο, στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει και είναι άλλωστε πολύ δύσκολο να γίνει.

Γιατί αντέδρασε με τέτοιον τρόπο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων;

Ως απόρροια της οργής που μας πνίγει όλους για αυτό το τραγικό περιστατικό, συνέβη κάτι θλιβερό στον τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό αέρα. Άνθρωποι που δεν έχουν κανένα νομικό υπόβαθρο προχώρησαν σε κρίσεις και επιθέσεις κατά των δικαστών που χορήγησαν την αναστολή, στο πράγματι νοσηρό φαινόμενο των τηλεδικών και της απαξίωσης της δικαιοσύνης από τον τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό αέρα.

Λόγω αυτού, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εξέδωσε μια ιδιαίτερα αιχμηρή ανακοίνωση που καταδίκαζε αυτά τα φαινόμενα και ζητούσε από την Πολιτεία και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να λάβουν μέτρα. Μια ανακοίνωση που είχε δίκιο μόνο στο σκέλος εναντίωσης στους τηλεδικαστές, οι οποίοι όντως θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί στο πώς εκφράζονται για τους θεσμούς της χώρας στον δημόσιο λόγο τους.

Από εκεί και πέρα, όμως, η ανακοίνωση της ΕΝΔΕ ήταν μια δυσάρεστη προσπάθεια υπεράσπισης των συναδέλφων με ατάκτως ερριμμένα νομικά επιχειρήματα και μια ψυχροπολεμική ρητορική που τεχνηέντως αποσιωπούσε βασικές διατάξεις του νόμου.

Τι σχέση έχει, για παράδειγμα, η πλάγια επίθεση στο νυν Υπουργείο Δικαιοσύνης για τις πρόσφατες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες, αναφέροντας ότι υπάρχει ένα «γνωστό μοτίβο της δήθεν ταύτισης της δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση, συνήθως εξ αφορμής ενός περιστατικού βαριάς εγκληματικότητας, που ολοκληρώνεται συχνά με μια αποσπασματική νομοθετική παρέμβαση»; Δεν υπήρξε κανείς, ούτε δημοσιογράφος ούτε τηλεαστέρας ούτε νομικός, που να μίλησε για ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης. Αντίθετα, αυτό που ειπώθηκε είναι η απαίτηση να εφαρμόζεται σωστά ο νόμος με βάση τις αναλυτικές προβλέψεις του για κάθε περίπτωση.

Όσον αφορά, δε, στα νομικά επιχειρήματα που αναφέρθηκαν στην ανακοίνωση, ώστε να δικαιολογήσουν τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος, είναι οριακά σουρεαλιστικό να τα διαβάζει κανείς. Χωρίς καμία αναφορά στο άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τις προϋποθέσεις που ορίζει αναλυτικά για μη χορήγηση αναστολής, η ανακοίνωση παρέθετε άρθρα του Ποινικού Κώδικα για δυνατότητα παύσης ποινικής δίωξης στο αδίκημα του βιασμού (παντελώς άσχετα με τη συγκεκριμένη υπόθεση όπου δεν ετίθετο τέτοιο ζήτημα) και συλλογισμούς περί τήρησης των περιοριστικών όρων από τον κατηγορούμενο.

Δεν ζήτησε κανείς από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να εκφέρει κρίση περί του αν οι συνάδελφοί τους έκαναν λάθος ή όχι. Η αναφορά στον επικείμενο πειθαρχικό έλεγχο θα αρκούσε, για να κλείσει την ανακοίνωση. Το να υπερασπίζονται εμμέσως, όμως, μια δικαστική απόφαση που τόσο κατάφωρα παραβιάζει όχι μόνο το περί δικαίου αίσθημα αλλά και τον ίδιο τον νόμο επιτείνει την απελπιστική αίσθηση που έχουμε τις τελευταίες ημέρες ότι δεν μπορούμε ούτε καν τη Δικαιοσύνη να εμπιστευόμαστε στην Ελλάδα.

Διαβάστε επίσης:

Πειραιάς: Πυροβολισμοί στην Ακτή Μουτσοπούλου- Πληροφορίες για έναν νεκρό και έναν τραυματία