Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, αρθρογραφία και άμεση ενημέρωση, με όλα τα τελευταία νέα και ειδήσεις για την Οικονομία, τις Επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο, το Bitcoin, τις πολιτικές εξελίξεις και τον πολιτισμό
Law

Διαζύγιο: Θέλω να χωρίσω, τι πρέπει να κάνω

Η έκδοση του διαζυγίου αλλά και όλα τα συναφή ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν, όπως η διατροφή και η επιμέλεια των τέκνων, προβλέπονται αναλυτικά στο νόμο, ενώ όλη η διαδικασία πλέον τείνει προς την απλοποίηση, αν και δεν λείπουν οι περιπτώσεις πολυετών δικαστικών αγώνων με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Το διαζύγιο είναι ένας δρόμος που επιλέγουν όλο και περισσότερα ζευγάρια στην Ελλάδα σήμερα και η αλήθεια είναι ότι η διαδικασία έχει απλουστευθεί κατά πολύ. Ωστόσο, τα πράγματα δεν κυλούν πάντα τόσο ήρεμα και σε περίπτωση αντιδικίας οι δύο πρώην σύζυγοι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για σημαντικά έξοδα και ταλαιπωρία.

Συναινετικό διαζύγιο

Το συναινετικό διαζύγιο αποτελούσε ανέκαθεν τον πιο απλό τρόπο έκδοσης διαζυγίου και πλέον η διαδικασία δεν προϋποθέτει καν την εμπλοκή δικαστηρίου, αφού υπάρχει η δυνατότητα άυλου συναινετικού διαζυγίου.

Προτού, όμως, μιλήσουμε για αυτό, είναι απαραίτητο να δούμε τις δύο βασικές προϋποθέσεις για τη λύση του γάμου κοινή συναινέσει. Η πρώτη είναι να υπάρχει κοινή συμφωνία των συζύγων για τη λύση του γάμου, η οποία αποτυπώνεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό.

Η δεύτερη -και πιο δυσχερής- είναι να συμφωνήσουν οι δύο σύζυγοι σε έγγραφη συμφωνία, η οποία επίσης αποτυπώνεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό, για τα κυριότερα ζητήματα που ανακύπτουν, ήτοι για τη ρύθμιση της περιουσίας, την οικογενειακή στέγη, την επιμέλεια των τέκνων, την επικοινωνία των γονέων με αυτά και τη διατροφή. Το συμφωνητικό αυτό υπογράφεται από τους δύο συζύγους, τους δικηγόρους και τον συμβολαιογράφο και έχει πλέον την ισχύ συμβολαιογραφικής πράξης.

Εδώ, πάντως, προκύπτουν και τα περισσότερα προβλήματα, αφού οι σύζυγοι πρέπει να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και στην ένταση των περιστάσεων αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντα, με τεράστιο ψυχικό και οικονομικό τελικά κόστος. Πάντως, αν επιτευχθεί αυτή η συμφωνία, τότε η υπόλοιπη διαδικασία έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου είναι εντελώς τυπική και μάλιστα πλέον μπορεί να γίνει και εξ ολοκλήρου ψηφιακά.

Άυλο διαζύγιο

Συγκεκριμένα, με την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4800/2021, εισήχθη η δυνατότητα ψηφιακής υποβολής και έκδοσης συναινετικού διαζυγίου μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας gov.gr. Το άυλο συναινετικό διαζύγιο εκδίδεται ως εξής:

  1. Υποβολή αίτησης: Οι σύζυγοι, είτε μέσω των δικηγόρων τους είτε αυτοπροσώπως, υποβάλλουν αίτηση για συναινετικό διαζύγιο μέσω της πλατφόρμας gov.gr.
  2. Ψηφιακή υπογραφή συμφωνίας: Η συμφωνία συναινετικού διαζυγίου υπογράφεται ηλεκτρονικά από τους συζύγους και τους δικηγόρους τους με χρήση ψηφιακής υπογραφής.
  3. Επιβεβαίωση συμβολαιογράφου: Ο συμβολαιογράφος επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της συμφωνίας και προχωρά στην έκδοση της συμβολαιογραφικής πράξης ψηφιακά.
  4. Καταχώριση στο ληξιαρχείο: Η συμβολαιογραφική πράξη καταχωρείται στο αρμόδιο ληξιαρχείο, ολοκληρώνοντας τη διαδικασία του διαζυγίου.

Συναινετικό διαζύγιο στο δικαστήριο

Η ψηφιακή έκδοση διαζυγίου είναι η ταχύτερη και λιγότερο στρεσογόνος επιλογή που μειώνει τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις. Αλλά και η πιο παραδοσιακή μέθοδος μπορεί να γίνει χωρίς την παρουσία των συζύγων στο δικαστήριο.

Ειδικότερα, η διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου μέσω δικαστηρίου, απαιτεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των συζύγων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, ώστε να εκδοθεί απόφαση μέσω της εκούσιας δικαιοδοσίας για την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου. Αν και, λοιπόν, οι σύζυγοι δεν είναι υποχρεωμένοι να υποστούν την αγχωτική διαδικασία του δικαστηρίου, οπωσδήποτε η επιλογή αυτή έχει πολύ περισσότερες καθυστερήσεις σε σχέση με το άυλο διαζύγιο.

Πάντως, δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο με έναν μόνο δικηγόρο που θα εκπροσωπεί και τις δύο πλευρές. Θα πρέπει να υπογράφουν δύο δικηγόροι, έτσι ώστε να τεκμαίρεται ότι η συμφωνία είναι δίκαιη και ισορροπημένη, έχοντας λάβει υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών.

Διαζύγιο με αντιδικία

Εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία για λύση του γάμου κοινή συναινέσει, τότε θα υπάρξει αντιδικία. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι θα γίνουν αρκετά δικαστήρια, όπου οι σύζυγοι θα πρέπει να παραστούν, θα υπάρξουν μαρτυρικές καταθέσεις και αρκετές αγωγές, όπου ο κάθε σύζυγος όχι μόνο θα έχει δυσθεώρητα αιτήματα, αλλά και θα πρέπει να αναπτύξει στο ιστορικό της αγωγής όλα εκείνα τα σημεία που τεκμηριώνουν τα αιτήματά του.

Η πρώτη, λοιπόν, μεγάλη δυσκολία στο διαζύγιο με αντιδικία είναι ακριβώς αυτό. Ότι θα κατατεθούν πολλές διαφορετικές αγωγές (αγωγή διαζυγίου, αγωγή διατροφής, ασφαλιστικά μέτρα για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα) και θα γίνουν πολυάριθμες ακροαματικές διαδικασίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την καθυστέρηση, την οικονομική επιβάρυνση αλλά και το ψυχικό κόστος της διαδικασίας.

Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα ακόμη εμπόδιο. Το διαζύγιο με αντιδικία έχει αυστηρές προϋποθέσεις, για να οδηγήσει στη λύση του γάμου, σε αντίθεση με το συναινετικό που απαιτεί μόνο τη συμφωνία των συζύγων. Δηλαδή δεν μπορεί με βάση το νόμο ο ένας σύζυγος να ζητήσει διαζύγιο όποτε θέλει και για όποιον λόγο θέλει. Θα πρέπει να αποδείξει είτε ότι οι σύζυγοι είναι τουλάχιστον σε διετή διάσταση μεταξύ τους είτε ότι οι σχέσεις τους έχουν κλονισθεί ισχυρά, οπότε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.

Η διετής διάσταση είναι πιο εύκολο να αποδειχθεί (π.χ. με στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι οι σύζυγοι πλέον ζουν χωριστά), όμως αν αυτή δεν υπάρχει, τότε ο ισχυρός κλονισμός απαιτεί την απόδειξη γεγονότων ή καταστάσεων, όπως η μοιχεία, η παρεμπόδιση της επαγγελματικής δραστηριότητας του ενός συζύγου, η εγκατάλειψη ή η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας.

Σε περίπτωση που οι δύο σύζυγοι οδηγηθούν σε αντιδικία, τότε θα πρέπει να ρυθμιστούν από το δικαστήριο σημαντικά ζητήματα, όπως η περιουσία, η επιμέλεια των τέκνων, η διατροφή και η οικογενειακή στέγη. Όλα δηλαδή τα ζητήματα, τα οποία στο συναινετικό διαζύγιο αποφασίζονται με συμφωνία των δύο μερών.

Επιμέλεια τέκνων

Η επιμέλεια των τέκνων είναι ίσως το βασικότερο ζήτημα, αφού καθορίζει όχι μόνο το ποιος γονέας θα ασχολείται με την καθημερινή φροντίδα τους, αλλά και παρεπόμενα θέματα, όπως η οικογενειακή στέγη και η καταβολή διατροφής.

Είναι σημαντικό εδώ να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στη γονική μέριμνα και την επιμέλεια. Η γονική μέριμνα είναι ευρύτερη έννοια που αφορά την εμπλοκή του γονιού στη ζωή του παιδιού, το δικαίωμα και την υποχρέωση να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του, τη διοίκηση της περιουσίας του κλπ. Αντίθετα, η επιμέλεια σχετίζεται με τη φροντίδα, τις καθημερινές δραστηριότητες του τέκνου, την εκπαίδευση και τη γενικότερη ανάπτυξή του.

 

 

Η γονική μέριμνα συνήθως παραμένει και στους δύο γονείς, ενώ η επιμέλεια είτε ανατίθεται στον έναν είτε παραμένει και στους δύο γονείς. Εφόσον, λοιπόν, πρόκειται για αντιδικία και όχι για συναινετική συμφωνία των δύο γονέων, θα αποφασίσει το δικαστήριο σε ποιον γονέα θα αναθέσει την επιμέλεια.

Τα κριτήρια που λάβει υπόψη το δικαστήριο είναι το συμφέρον των τέκνων, η ικανότητα των γονέων, οι επιθυμίες των παιδιών (ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά τους) και οι σχέσεις κάθε γονέα με τα παιδιά του.

Πάντως, ακόμα και αν δοθεί αποκλειστική επιμέλεια στον έναν γονέα, δεν επηρεάζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα με το παιδί του. Το αντίθετο μάλιστα. Ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια πρέπει να φροντίζει για την απρόσκοπτη επικοινωνία και επαφή του άλλου γονέα με το τέκνο. Το δικαίωμα αυτό, φυσικά, διαφέρει ανάλογα με τις περιστάσεις και καθορίζεται από το δικαστήριο.

Συνεπιμέλεια

Τα τελευταία τρία χρόνια, δηλαδή από την ισχύ του ν. 4800/2021, έχει έρθει στο προσκήνιο η έννοια της συνεπιμέλειας, δηλαδή η από κοινού άσκηση και από τους δύο γονείς τόσο της γονικής μέριμνας όσο και της επιμέλειας. Αν και ήδη πριν την ψήφιση αυτού του νόμου μπορούσε να συμφωνηθεί συνεπιμέλεια από τους δύο γονείς ή να αποφασιστεί αυτή από το δικαστήριο, με τον ν. 4800/2021 η συνεπιμέλεια γίνεται κατά βάση υποχρεωτική, κυρίως ως προς το σκέλος της γονικής μέριμνας, της συνεργασίας των γονέων για τη λήψη των σημαντικών αποφάσεων και την κατανομή του χρόνου.

Επρόκειτο για ένα ζήτημα που είχε ξεσηκώσει τότε θύελλα αντιδράσεων και αντιπαραθέσεων. Οι μεν απόψεις υπέρ της συνεπιμέλειας τόνιζαν την ανάγκη και των δύο γονέων να διατηρούν σχέσεις με το παιδί τους, οι δε απόψεις κατά επεσήμαιναν την ανάγκη σταθερότητας στη ζωή του παιδιού αλλά και τον κίνδυνο μιας τέτοιας ρύθμισης σε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας.

Ο νόμος έχει ειδικότερες ρυθμίσεις για τέτοιες περιπτώσεις και γενικά αυτό που έχει διαφανεί από την έως τώρα νομολογία είναι ότι το δικαστήριο αποφασίζει με βάση το συμφέρον του τέκνου. Δηλαδή το δικαστήριο δύσκολα θα λάβει μια απόφαση, σύμφωνα με την οποία το παιδί θα μένει σε δύο διαφορετικά σπίτια εκ περιτροπής κάθε βράδυ, αφού στόχος είναι η όσο το δυνατόν ομαλότερη προσαρμογή του παιδιού στη νέα του ζωή.

Απλώς ενθαρρύνεται και ο πατέρας να συμμετέχει στην ανατροφή του τέκνου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει απόλυτα ίση κατανομή του χρόνου.

Οικογενειακή στέγη

Η απόφαση για την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των ανήλικων τέκνων και των οικονομικών συνθηκών των πρώην συζύγων.

Σύμφωνα με το άρθρο 1393 του Αστικού Κώδικα, το δικαστήριο μπορεί να παραχωρήσει την οικογενειακή στέγη σε έναν από τους συζύγους μετά το διαζύγιο, εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον των ανήλικων τέκνων ή του συζύγου που έχει ανάγκη προστασίας. Η παραχώρηση της οικογενειακής στέγης γίνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον, ανάλογα με τις περιστάσεις.

Ειδικότερα, τα κριτήρια για την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης είναι κατά βάση το συμφέρον των ανήλικων τέκνων, αλλά και οι οικονομικές συνθήκες των δύο συζύγων και η ανάγκη προστασίας του ενός.

Αυτό πρακτικά, κυρίως ως προς τα δικαιώματα των γυναικών, σημαίνει ότι εφόσον έχει την επιμέλεια η μητέρα, μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο να μείνει αυτή στην οικογενειακή στέγη με τα παιδιά, ακόμα και αν το σπίτι είναι στην κυριότητα του πατέρα, έτσι ώστε να διατηρηθεί η σταθερότητα και η συνέχιση της καθημερινότητας των ανήλικων τέκνων. Βεβαίως, εδώ θα συνυπολογιστούν και άλλα ζητήματα, όπως η δυνατότητα της μητέρας ή του πατέρα να μετοικήσει σε άλλο σπίτι, αν υπάρχει ανάγκη προστασίας του άλλου συζύγου κλπ.

Το σίγουρο είναι -και το λέμε επειδή απασχολεί πολλές γυναίκες που δεν εργάζονται ή δεν διαθέτουν ακίνητο- ότι δεν μπορεί ο πατέρας να «πετάξει έξω» τη μητέρα με τα παιδιά.

Διατροφή

Η διατροφή είναι ίσως το πιο ακανθώδες ζήτημα που στέλνει πολλά ζευγάρια στα δικαστήρια, ενώ δυστυχώς δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις όπου ο υπόχρεος σύζυγος δεν συμμορφώνεται με τη δικαστική απόφαση.

Το κυριότερο που πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι ότι το ύψος της διατροφής είναι διαφορετικό πριν το διαζύγιο, δηλαδή κατά την περίοδο της διάστασης, από ότι μετά το διαζύγιο.

Πριν το διαζύγιο

Πριν εκδοθεί το διαζύγιο, όσο δηλαδή, οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση, πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση, οπότε η διατροφή τόσο για τα παιδιά όσο και για τον/τη σύζυγο αποσκοπεί στη συνέχιση του βιοτικού επιπέδου που είχαν πριν το γάμο. Ωστόσο, για να δικαιούται διατροφή ο/η σύζυγος, θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν έχει επαρκή μέσα για τη συντήρησή του (π.χ. δεν εργάζεται ή έχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας).

Η απόφαση λαμβάνεται με δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, για την έκδοση της οποίας απαιτούνται μερικές εβδομάδες. Ωστόσο, μπορεί να ζητήσει και προσωρινή διαταγή που ρυθμίζει επείγοντα ζητήματα μέσα σε λίγες ημέρες.

Μετά το διαζύγιο

Μετά το διαζύγιο το ύψος της διατροφής καθορίζεται με βάση οριστική δικαστική απόφαση που λαμβάνει υπόψη την οικονομική δυνατότητα των δύο συζύγων και τις ανάγκες των τέκνων. Η διατροφή που αφορά τις ανάγκες των τέκνων καταβάλλεται στον σύζυγο που έχει την επιμέλεια σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητές του.

Από την άλλη, για την καταβολή διατροφής του ενός συζύγου προς τον άλλο λαμβάνονται υπόψη κριτήρια, όπως οι οικονομικές συνθήκες των συζύγων, η δυνατότητα του συζύγου που ζητά διατροφή να αυτοσυντηρηθεί και να εργαστεί, η διάρκεια του γάμου, η συνεισφορά κάθε συζύγου σε αυτόν κλπ.

Επομένως, αν ο ένας σύζυγος έχει τη δυνατότητα να εργαστεί και να καλύψει τις ανάγκες του, τότε δεν δικαιούται διατροφής από τον άλλο σύζυγο, ενώ παίζει σημαντικό ρόλο το αν ο τελευταίος μπορεί να καταβάλει διατροφή χωρίς να διακινδυνεύσει την οικονομική του ευημερία.

Πάντως, αν πρόκειται για την κλασική κατάσταση, όπου η μητέρα δεν δούλευε για χρόνια, για να ανατρέφει τα παιδιά, εφόσον αυτά παραμένουν ανήλικα, το δικαστήριο θα επιδικάσει και σε αυτή διατροφή από τον πατέρα, για να καλύπτει τις ανάγκες της.

Το σίγουρο είναι ότι ο υπόχρεος σύζυγος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη διατροφή. Εφόσον δεν το κάνει, κινούνται οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης είτε με κατάσχεση της περιουσίας του είτε με κατάσχεση του μισθού ή τυχόν μισθωμάτων που λαμβάνει.

Επιπλέον, να τονίσουμε εδώ ότι αν αλλάξουν οι συνθήκες (π.χ. αν οι οικονομικές απολαβές του υπόχρεου συζύγου αυξηθούν ή μειωθούν), μπορεί να γίνει αίτηση μεταρρύθμισης του ύψους της διατροφής στο δικαστήριο.

Συμμετοχή στα αποκτήματα

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες έννομες τάξεις, δεν ισχύει ότι η περιουσία που αποκτήθηκε τη χρονική περίοδο διάρκειας του γάμου ανήκει και στους δύο συζύγους. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε σύζυγος δεν έχει αξίωση στην περιουσία του άλλου.

Καταρχήν, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε ότι οποιαδήποτε ρύθμιση αφορά την περιουσία που αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου. Ο κάθε σύζυγος δεν έχει καμία αξίωση στην περιουσία που είχε ο άλλος σύζυγος από πριν.

Γι’ αυτό το λόγο, δεν έχουν κανένα νόημα στην Ελλάδα τα προγαμιαία συμβόλαια. Η μεν προϋπάρχουσα περιουσία δεν έχει καμία εμπλοκή στη διαδικασία του διαζυγίου, ενώ για την περιουσία που αποκτήθηκε μετά το γάμο, κανένας σύζυγος δεν μπορεί εκ των προτέρων, δηλαδή πριν τον χωρισμό, να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να απαιτήσει ένα ποσοστό της.

Ο νόμος, λοιπόν, ορίζει ότι κατά τεκμήριο ο κάθε σύζυγος έχει αξίωση 1/3 στην αύξηση της περιουσίας που απέκτησε ο άλλος σύζυγος. Αν, δηλαδή, ο τελευταίος απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου ένα σπίτι στο όνομά του, τότε ο έτερος σύζυγος έχει αξίωση 1/3 σε αυτό.

Στο συναινετικό διαζύγιο, μπορεί ο δικαιούχος σύζυγος να παραιτηθεί από αυτή την αξίωση ή να συμφωνηθεί η καταβολή σε αυτόν ορισμένου ποσού ή ποσοστού εξ αδιαιρέτου. Αντίστοιχα, σε περίπτωση αντιδικίας, το δικαστήριο αποφασίζει με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί το περιεχόμενο της αξίωσης. Για παράδειγμα, μπορεί να αποδειχθεί ότι ο δικαιούχος σύζυγος συνεισέφερε λιγότερο ή περισσότερο από 1/3 στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, οπότε αντίστοιχα θα διαμορφωθεί και το τελικό ποσό.

Συμπερασματικά

Το διαζύγιο είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία, κατά την οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν ποικίλα ζητήματα, ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά. Η ποικιλομορφία όλων αυτών των πτυχών είναι και ο λόγος που πολλοί σύζυγοι δυσκολεύονται να καταλήξουν στη συμφωνία που απαιτεί το συναινετικό διαζύγιο. Και η αντιδικία, όμως, είναι εξαιρετικά δαπανηρή, χρονοβόρα και αβέβαιη διαδικασία.

Σε κάθε περίπτωση, το αδύναμο μέρος, το οποίο συνήθως είναι η γυναίκα, προστατεύεται τόσο στο επίπεδο της διατροφής όσο και της οικογενειακής στέγης. Ωστόσο, επί του πρακτέου, η κατάσταση είναι πολύ δυσκολότερη από ό,τι ψυχρά το αποτυπώνει ο νόμος, ειδικά όταν μιλάμε για περιπτώσεις μη καταβολής διατροφής, η οποία είναι και η πιο συνηθισμένη.

Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε ευσυνείδητος δικηγόρος θα συμβουλεύσει (εξαιρουμένων φυσικά περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας) ότι ένα κακό συναινετικό διαζύγιο είναι καλύτερο από την καλύτερη δυνατή έκβαση μιας αντιδικίας…

Διαβάστε επίσης:

100.000 εργαζόμενοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν εντός του 2024 – Ποιες είναι οι «τυχερές» κατηγορίες