Στον απόηχο της απόφασης του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα των bonus δόμησης του ΝΟΚ, ο προβληματισμός είναι έντονος. Και όχι μόνο για την ακύρωση των οικοδομικών αδειών.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε την απόφαση του ΣτΕ σε δύο λόγια, θα λέγαμε ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε τα κίνητρα προσαύξησης των όρων δόμησης σε «πράσινα» κτίρια όχι επειδή είναι per se αντισυνταγματικά, αλλά επειδή κρίθηκε αντισυνταγματικό να ορίζονται με τρόπο γενικό όροι δόμησης που δεν συμφωνούν με τον ισχύοντα πολεοδομικό σχεδιασμό μιας περιοχής.

1

Το αν αυτό το σκεπτικό είναι σωστό ή λάθος είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να κριθεί. Για πολλούς λόγους αλλά και επειδή όταν πρόκειται για στάθμιση τόσο αφηρημένων εννοιών, όπως το περιβαλλοντικό συμφέρον, μπορεί να διατυπωθεί ποικιλία απόψεων.

Ωστόσο, αυτό που σίγουρα μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η απόφαση άφησε ανοιχτά πολλά ζητήματα, ανέδειξε κενά και άφησε αναξιοποίητες ορισμένες σημαντικές ευκαιρίες.

Η στάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος

Δεν είναι η πρώτη φορά που του ΣτΕ εκδίδει αποφάσεις που δέχονται ότι οι ειδικοί όροι δόμησης κάθε περιοχής υπερισχύουν των γενικών διατάξεων, εφόσον είναι περιβαλλοντικά ευμενέστεροι. Αποτελεί πάγια νομολογία του ότι πρέπει κάθε περιοχή να έχει πολεοδομικό σχεδιασμό και οι όροι δόμησης να καθορίζονται με βάση αυτόν, καθώς κατά την υλοποίησή του γίνονται εκτεταμένες μελέτες για το ύψος που πρέπει να έχουν τα κτίρια, τις χρήσεις γης κλπ.

Και ούτε είναι ευθύνη του ΣτΕ ότι πολλές περιοχές έχουν μείνει χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό ή αυτός είναι παλαιός και παρωχημένος για τις νέες συνθήκες, ειδικά υπό την πίεση της στεγαστικής κρίσης.

Αυτό, όμως, που θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα ήταν μια συζήτηση για το πώς ορίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και πώς γίνεται η στάθμιση, όταν βρίσκονται «στη ζυγαριά» δύο διαφορετικές όψεις της.

Με την κλιματική αλλαγή να γίνεται ολοένα οξύτερη, δεν είναι πλέον αυταπόδεικτο ότι το χαμηλό ύψος των κτιρίων και ο ηλιασμός των διπλανών οικοδομών είναι σημαντικότερες προϋποθέσεις της προστασίας του περιβάλλοντος από την ανοικοδόμηση ενεργειακά αποδοτικών και πράσινων κτιρίων.

Οπωσδήποτε, πρόκειται για μια ευρύτερη έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος που δεν επηρεάζει απόλυτα άμεσα τους κατοίκους μιας περιοχής, όμως αυτή ακριβώς η λογική είναι που καθυστερεί παγκοσμίως τη λήψη μέτρων για την κλιματική αλλαγή.

Συνεπώς, χάθηκε μια εξαιρετική ευκαιρία να διαμορφωθεί νομολογία επί του θέματος με συγκεκριμένα κριτήρια που ορίζουν την έννοια του περιβαλλοντικά ευμενέστερου όρου, υπό το νέο πρίσμα των παγκόσμιων συνθηκών της κλιματικής κρίσης.

Παράλληλα, ακριβώς υπό αυτές τις πιεστικές συνθήκες τίθεται επί τάπητος και η στάθμιση σε όλα αυτά του δημοσίου συμφέροντος. Με τη λογική ότι η οικοδόμηση πράσινων κτιρίων είναι μία επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη, το κόστος της οποίας δεν είναι δεδομένο ότι πρέπει να αναλάβει ο δημόσιος προϋπολογισμός μέσω φορολογικών κινήτρων στους εργολάβους, εφόσον τα πολεοδομικά κίνητρα ακυρώνονται.

Ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων

Ένα ζήτημα που αναδείχθηκε οξύ σε αυτή την υπόθεση είναι ότι στην Ελλάδα μπορεί ένας νόμος να ισχύει για χρόνια, μέχρι να κριθεί αντισυνταγματικός από τα δικαστήρια. Ο ΝΟΚ, εν προκειμένω, ισχύει από το 2012, όμως τώρα κρίθηκε αντισυνταγματικός από το ΣτΕ.

Αυτό συμβαίνει όχι επειδή το ΣτΕ αργοπορεί τόσο πολύ στις αποφάσεις του. Αλλά επειδή στην Ελλάδα δεν γίνεται προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων.

Όταν ένας νόμος ψηφίζεται στη Βουλή, δεν γίνεται από τα δικαστήρια εκ των προτέρων έλεγχος της συνταγματικότητάς του και αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να ισχύει κανονικά ακόμα και για χρόνια ένας νόμος που αργότερα θα κριθεί αντισυνταγματικός.

Ο μόνος έλεγχος γίνεται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όμως αφορά την τυπική συνταγματικότητα του νόμου, την τήρηση δηλαδή των διαδικασιών ψήφισής του.

Κάπως έτσι, μπορεί για χρόνια να εκδίδονται διοικητικές πράξεις που να βασίζονται στον αντισυνταγματικό νόμο και να είναι καθ’ όλα νόμιμες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αρχή της ισότητας και την ασφάλεια δικαίου.

Στο ζήτημα της οικοδομικής δραστηριότητας, επειδή προφανώς αυτή ήταν μηδενική την προηγούμενη δεκαετία, δεν είχαν εκδοθεί ούτε προσβληθεί οι κρίσιμες οικοδομικές άδειες, κάτι που έγινε τελικά το 2022.

Με όλη αυτή την ιστορία ανοίγει ξανά μια μεγάλη συζήτηση για το αν θα πρέπει να γίνεται προληπτικός δικαστικός έλεγχος των νόμων, κάτι που ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις της Ευρώπης. Είναι σίγουρα δημόσιος διάλογος με πολλά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, ενώ παράλληλα κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αναθεώρηση του Συντάγματος.

Το δικαίωμα αποζημίωσης ιδιωτών και εργολάβων

Η απόφαση του ΣτΕ δεν ασχολείται προφανώς με το αν όσοι θίγονται από την αντισυνταγματικότητα έχουν δικαίωμα αποζημίωσης, καθώς απλώς παραπέμπει στις διατάξεις περί της αστικής ευθύνης του κράτους.

Οι οποίες αναφέρουν ότι δικαίωμα αποζημίωσης έχουν όσοι ζημιώθηκαν από παράνομη ενέργεια ή παράλειψη του κράτους. Η έννοια της παρανομίας είναι αρκετά σύνθετη και ανακύπτει το ερώτημα αν το κράτος εν προκειμένω ενήργησε παράνομα.

Διότι, όταν εξέδωσε τις οικοδομικές άδειες, ενεργούσε νόμιμα, καθώς ο νόμος τότε ίσχυε με βάση το τεκμήριο της νομιμότητας. Περαιτέρω, η ανάκληση των αδειών, που θα γίνει τώρα λόγω συμμόρφωσης με την απόφαση του ΣτΕ, είναι επίσης νόμιμη.

Βεβαίως, τα διοικητικά δικαστήρια μπορούν να κρίνουν ότι ο πολίτης (π.χ. ο εργολάβος που επένδυσε σε μια σύμβαση αντιπαροχής) ενήργησε καλή τη πίστει και υπέστη ζημία λόγω της παραβίασης συνταγματικών αρχών, όπως η προστατευόμενη εμπιστοσύνη του διοικούμενου και η αρχή της χρηστής διοίκησης.

Αυτό, όμως, θα κριθεί κατά περίπτωση από τα διοικητικά δικαστήρια και σίγουρα δεν θεμελιώθηκε κανένα δικαίωμα αποζημίωσης από το ΣτΕ.

Τελικά, πάντως, αυτό που θα μείνει από την όλη ιστορία είναι ότι όσοι εργολάβοι έσπευσαν να ξεκινήσουν εργασίες, αγνοώντας επιδεικτικά τις αιτιάσεις περί νομιμότητας, τελικά επιβραβεύθηκαν, ενώ οι πιο νομιμόφρονες, που περίμεναν με υπομονή την απόφαση του ΣτΕ, τελικά είναι και οι πιο ζημιωμένοι…