Για τον Μπεν Μπράντλι (Ben Brandlee)  ο οποίος απεβίωσε στις 21 Οκτωβρίου του 2014 σε ηλικία 93 ετών, η δημοσιογραφία ήταν κάτι παραπάνω από ένα επάγγελμα – ήταν δημόσιο αγαθό ζωτικό για τη δημοκρατία». Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του  θρύλου της δημοσιογραφίας, διευθυντή της εφημερίδας «The Washington Post» ήταν το 1972, όταν δύο δημοσιογράφοι της υπό την καθοδήγησή του αποκάλυψαν ένα τεράστιο σχέδιο υποκλοπών οδηγώντας  τον τότε πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον σε παραίτηση. Το 1971  ο Μπράντλι δημοσίευσε τα απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου που αφορούσαν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Μπράντλι έφυγε πλήρης ημερών (στα 93 χρόνια). Η παρακαταθήκη του μένει: «Να κυνηγάς πάντοτε την αλήθεια».

Οταν στις 17 Ιουνίου 1972 πέντε άτομα διέρρηξαν τα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτιριακό συγκρότημα Γουότεργκεϊτ της Ουάσιγκτον, ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε το γεγονός «ασήμαντη διάρρηξη». Δεν είχαν όμως την ίδια γνώμη ο Μπομπ Γούντγουορντ και ο Καρλ Μπερνστάιν, δύο νεαροί, κάτω των 30 ετών, ρεπόρτερ της εφημερίδας «The Washington Post», άγνωστοι ως τότε. 

Άρχισαν λοιπόν να ερευνούν την υπόθεση που τους οδηγούσε από τη μία αποκάλυψη στην άλλη, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι η επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για την προεκλογική εκστρατεία των Ρεπουμπλικανών και ο ίδιος ο πρόεδρος Νίξον βρίσκονταν πίσω από ένα τεράστιο σκάνδαλο υποκλοπών, το οποίο οδήγησε στην παραίτησή του Νίξον δύο χρόνια αργότερα.

Υπήρξε το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ. Προκάλεσε όμως και ένα από τα σημαντικότερα – το σημαντικότερο για πολλούς – ρεπορτάζ που γράφτηκε ποτέ. 

Ολη τη δόξα την πήραν φυσικά οι δύο ρεπόρτερ. Αλλά η έρευνά τους δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί αν δεν είχε την υποστήριξη και σε μεγάλο βαθμό την καθοδήγηση του διευθυντή του Newsroom της εφημερίδας Μπεν Μπράντλι. 

Και οι δύο ρεπόρτερ ήταν «παιδιά» του. Και στους δύο είχε αδυναμία – ιδιαίτερα στον Μπομπ Γούντγουορντ που τον θεωρούσε τον κορυφαίο αμερικανό ρεπόρτερ.

Ο Μπράντλι πέθανε την περασμένη Τρίτη, 93 ετών. Για 26 χρόνια διηύθυνε στην αρχή το Newsroom της «Washington Post» και στη συνέχεια όλη την εφημερίδα, η οποία υπό τη διεύθυνσή του διπλασίασε την κυκλοφορία της και τιμήθηκε με 18 Πούλιτζερ, το ανώτερο βραβείο του αμερικανικού Τύπου, ενώ ως τότε τα Πούλιτζερ που είχε λάβει μετρούνταν στα δάχτυλα της μιας χειρός.

Αριστοκράτης και άνθρωπος της πιάτσας

Ο Μπράντλι ήταν χαριτωμένος και αθυρόστομος ταυτοχρόνως, ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στην αμερικανική πρωτεύουσα, για τον οποίο όσοι τον γνώριζαν λένε ότι «όλες οι κυρίες θα ήθελαν να είναι μαζί του και όλοι οι άντρες να βρίσκονται στη θέση του».

Προερχόμενος από την παράδοση της Νέας Αγγλίας και του Χάρβαρντ συνδύαζε την αριστοκρατική φινέτσα με την αμεσότητα του ανθρώπου της πιάτσας. 

Όταν ζούσε στη Βοστώνη συναναστρεφόταν μαύρους, αλλά όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της «Washington Post» έδωσε βαρύτητα στα ρεπορτάζ που αφορούσαν τα θέματα και τη ζωή των μαύρων, οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της αμερικανικής πρωτεύουσας.

Ηταν ανταγωνιστικός στον υπέρτατο βαθμό, έθετε συνεχώς στόχους που δεν τους εγκατέλειπε ποτέ, ήταν ασυναγώνιστος στο να «μυρίζει» τα ταλέντα, να τα προωθεί και να τα εκπαιδεύει, και οι δημοσιογράφοι του τον θεωρούσαν γκουρού, μέντορα και προστάτη τους. 

Στις συσκέψεις μαζί του αισθάνονταν οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά εκεί ο Μπράντλι, όταν ένα θέμα το έβρισκε βαρετό, μπορούσε να βγει από την αίθουσα συσκέψεων χωρίς να πει κουβέντα. 

Ηθελε οι δημοσιογράφοι του να είναι κορυφαίοι. «Ο ρεπόρτερ της «Washington Post» πρέπει να είναι ο καλύτερος στην πόλη – στα πάντα» έλεγε.

Η δημοσιογραφία για τον ίδιο ήταν ένα είδος «σταυροφορίας» – και έτσι έχτισε μια εφημερίδα που προτού την αναλάβει βούλιαζε στα χρέη και δεν είχε κανένα μέλλον. Δεν ενέδιδε στις πιέσεις (καμιά κυβέρνηση δεν είναι απαλλαγμένη από τον πειρασμό να ελέγξει τον Τύπο) και δεν δεχόταν απειλές. Η θρυλική αυτή μορφή, όπως γράφει ο Τζεφ Χίμελμαν στο βιβλίο του Yours in Truth. A Personal Portrait of Ben Bradle (σε ελεύθερη μετάφραση: Αληθώς δικός σου. 

Ενα προσωπικό πορτρέτο του Μπεν Μπράντλι), ήταν ένα είδος «Βασιλιά Αρθούρου» (και το Newsroom η Στρογγυλή Τράπεζα με τους ιππότες-δημοσιογράφους του). «Ενας ήρωας του Χέμινγκγουεϊ». 

«Η ενσάρκωση της ακέραιης δημοσιογραφίας της παλιάς σχολής». Ολοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί και άλλοι τόσοι προέρχονται από εξέχοντες δημοσιογράφους της τελευταίας πεντηκονταετίας.

«Να κυνηγάς πάντοτε την αλήθεια»

Υπήρξε λάτρης της λεπτομέρειας. Χωρίς λεπτομέρειες κανένα ρεπορτάζ δεν μπορεί να είναι πλήρες. Την πίστη του αυτή την πέρασε και σε όσους μαθήτευσαν δίπλα του, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτήν του Μπομπ Γούντγουορντ, τα ρεπορτάζ του οποίου είναι τόσο λεπτομερή που θα τα ζήλευε και ο πιο αναλυτικός μυθιστοριογράφος.

Είχε απολύτως καθαρές ιδέες για τα πρόσωπα και τα γεγονότα, ανεξαρτήτως του ότι τον συνάρπαζε πάντοτε μια καλή ιστορία. Η βασική του αρχή ήταν: «Να κυνηγάς πάντοτε την αλήθεια». 

Σε μια εποχή εξαγορών και μεταλλάξεων στα ΜΜΕ όπως η σημερινή, αυτό ακούγεται ρομαντικό. 

Ισως να ήταν ρομαντικό και στη δική του εποχή όπου το είδος της δημοσιογραφίας το οποίο υπερασπιζόταν κυριαρχούσε. 

Ο ίδιος το γνώριζε, γι’ αυτό και σε μια συνέντευξή του τη δεκαετία του 1970 είχε πει: «Νομίζω ότι μερικές φορές νιώθουμε πολύ άνετα με τις ηρωικές ερμηνείες των ανθρώπων και αυτών που πράττουν. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι».

Ηταν τότε που η εφημερίδα του αποκάλυπτε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και οδηγούσε για πρώτη φορά στην Ιστορία της Αμερικής έναν πρόεδρό της σε παραίτηση. Για τον Μπράντλι όμως το Γουότεργκεϊτ υπήρξε κι ένα μάθημα. 

Από τότε και στο εξής δεν θα δημοσίευε καμιά είδηση που προερχόταν από κυβερνητική πηγή αν πρώτα δεν τη διασταύρωνε από τρεις τουλάχιστον πηγές ακόμη. Πράγμα που σημαίνει ότι το κύρος του πολιτικού συστήματος είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα, όπως και η ιδέα πως ο πρόεδρος μπορεί μεν να μην τα λέει όλα στον λαό, αλλά δεν του λέει ψέματα και, κυρίως, δεν συμπεριφέρεται σαν γκάνγκστερ.

Ο Μπράντλι όμως δεν έχασε ποτέ την εμπιστοσύνη στους δημοσιογράφους του. Είχε βέβαια και μιαν άλλη αρχή: ο καλός δημοσιογράφος δεν πρέπει να πιάνει φιλίες με τους πολιτικούς γιατί χάνει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία του. Μόνο έτσι, έλεγε, δεν ενδίδει στις απειλές και δεν εκβιάζεται. 

Εισήγαγε επιπλέον στην «Washington Post» αυτό που ως τότε της έλειπε, για τούτο και έμοιαζε με επαρχιακή εφημερίδα: το αφηγηματικό στοιχείο, την ιστορία που για να συναρπάσει το κοινό θα πρέπει να συναρπάσει πριν απ’ όλα τον ίδιο τον δημοσιογράφο. 

Δεν μπορεί να υπάρξει πίστη στο επάγγελμα χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς το στοιχείο της μαρτυρίας από πρώτο χέρι, και τα στοιχεία εκείνα που εξηγούν από μόνα τους όχι απλώς το τι έγινε αλλά και γιατί συνέβη ό,τι συνέβη.

Οταν εκπρόσωποι από τις κυβερνήσεις του Ρίγκαν τού τηλεφωνούσαν και παραπονιόνταν για δημοσιεύματα της εφημερίδας ζητώντας του να κάνει συστάσεις στους υφισταμένους του (δηλαδή να τους «τραβήξει τα αφτιά»), εκείνος δεν τους έλεγε τι να μην κάνουν αλλά αυτό που κάνουν να το κάνουν σωστά.

Ο Μπράντλι όμως είχε και έναν μεγάλο σύμμαχο: την εκδότρια της «Washington Post» Κάθριν Γκρέιαμ. 

Εκείνη τού είχε τυφλή εμπιστοσύνη και εκείνος είχε ελεύθερο το πεδίο να χειριστεί τα ποικίλα ζητήματα κατά την κρίση του. Και στις κρίσιμες αποφάσεις βρισκόταν πάντοτε στο πλευρό του. 

Οταν αποκαλύφθηκαν οι μαγνητοταινίες που πιστοποιούσαν όχι μόνον ότι ο Νίξον βρισκόταν πίσω από το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ αλλά και ότι ήταν «αρκετά τρελός» ώστε να συζητεί για τις υποκλοπές και να μαγνητοσκοπούνται οι συζητήσεις, η Γκρέιαμ είπε πως αυτό το τελευταίο ήταν η αιτία που δεν εξαφανίστηκε η «Washington Post».

Μπεν Μπράντλι (Ben Brandlee)

 

Τα έγγραφα του Πενταγώνου

Η εφημερίδα πριν από το Γουότεργκεϊτ, το 1971, είχε αρχίσει να αποκτά παναμερικανικό ενδιαφέρον, μετά τη δημοσίευση των απόρρητων «Εγγράφων του Πενταγώνου» που αφορούσαν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Είχαν προηγηθεί οι «New York Times» ωστόσο, που δημοσίευσαν ένα μέρος τους. 

Η αμερικανική κυβέρνηση όμως προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, η οποία απαγόρευσε τη δημοσίευση των υπόλοιπων εγγράφων «για λόγους εθνικής ασφαλείας». 

Τότε η «Washington Post» άρχισε να δημοσιεύει το δικό της πακέτο. Ο Λευκός Οίκος κατέφυγε εκ νέου στη Δικαιοσύνη, η οποία όμως αυτή τη φορά δικαίωσε την «Washington Post». Στην πολιτική ζούγκλα της Ουάσιγκτον άρχισε να λάμπει το άστρο του Μπράντλι. Ασφαλώς ο χαρισματικός αυτός άνθρωπος είχε και τα ελαττώματά του, τα οποία όμως δεν επέτρεπε να επηρεάσουν την επαγγελματική του ακεραιότητα. 

Ένας δημοσιογράφος πρώτης κατηγορίας εκτός από το πάθος για την αλήθεια και το αφηγηματικό χάρισμα πρέπει να διαθέτει και την ικανότητα από τη συναναστροφή του με τα πρόσωπα να φτιάχνει το πορτρέτο τους – και το πορτρέτο να είναι αυθεντικό. 

Ο Μπράντλι υπήρξε φίλος του Τζον Κένεντι, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να γράψει το 1975 και για τα ελαττώματα του προέδρου στο βιβλίο του Conversations with Kennedy (Συνομιλίες με τον Κένεντι): ότι ο δολοφονημένος πρόεδρος χαρακτηριζόταν από μικρότητα και ματαιοδοξία.

Για να μπορείς βέβαια να μη γίνεσαι εύκολος στόχος όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, δεν θα πρέπει να κρύβεις «σκελετό στην ντουλάπα σου», καθώς λένε οι Αμερικανοί. Και ιδίως: πρέπει να είσαι άψογος στην προσωπική σου ζωή. Και ο Μπράντλι ήταν άψογος.

Στο ανθρωποφαγικό περιβάλλον της Ουάσιγκτον παρέμενε αλώβητος και ουδέποτε έδωσε την παραμικρή αφορμή. Ετσι, ακόμη και στη δεκαετία του 1980, όταν η δύναμη του Λευκού Οίκου υπό τον Ρίγκαν δεν είχε το προηγούμενό της από την εποχή του Ρούζβελτ ακόμη, το πανίσχυρο αφεντικό της CIA Γουίλιαμ Κέισι δεν κατάφερε να χειραγωγήσει την «Washington Post» και τον Μπράντλι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες και τις απειλές. Αποκαλυπτικό επ’ αυτού είναι το βιβλίο του Μπομπ Γούντγουορντ Veil: The Secret Wars of the CIA 1981-1987 (Veil: Οι μυστικοί πόλεμοι της CIA 1981-1987).

Η δημοσιογραφία δημόσιο αγαθό…

Οι τρεις πλέον πρόσφατοι Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι, ο Ρίγκαν και οι Μπους (πατήρ και υιός), φρόντισαν να τιμήσουν με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (το ανώτερο που μπορεί να δοθεί σε αμερικανό πολίτη) σχεδόν όλους τους θεωρητικούς του νεοσυντηρητισμού. 

Τον Μπράντλι όμως οι Δημοκρατικοί μόλις πέρυσι τον τίμησαν στον Λευκό Οίκο με το ίδιο μετάλλιο. Το βράδυ της περασμένης Τρίτης ο πρόεδρος Ομπάμα έκανε μια δήλωση με την οποία τιμώντας τον νεκρό τόνιζε ταυτοχρόνως τη ζωτική σημασία της σωστής δημοσιογραφίας για τη δημοκρατία: 

«Για τον Μπέντζαμιν Μπράντλι, η δημοσιογραφία ήταν κάτι παραπάνω από ένα επάγγελμα – ήταν ένα δημόσιο αγαθό ζωτικό για τη δημοκρατία. Γνήσιος άνθρωπος των εφημερίδων, μεταμόρφωσε την «Washington Post» σε μια από τις εκλεκτότερες εφημερίδες και μ’ εκείνον στο τιμόνι μια αυξανόμενη στρατιά από ρεπόρτερ δημοσίευσε τα «Εγγραφα του Πενταγώνου», αποκάλυψε το Γουότεργκεϊτ και μας είπε ιστορίες που έπρεπε να ειπωθούν, ιστορίες που μας βοήθησαν να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον και τον κόσμο μας κάπως καλύτερα. 

Τα πρότυπα που έθεσε – της ειλικρίνειας, της αντικειμενικότητας, του λεπτομερειακού ρεπορτάζ – παρακίνησαν πάρα πολλούς να μπουν στο επάγγελμα. Και για τα πρότυπα αυτά την περασμένη χρονιά ήμουν περήφανος που τον τίμησα με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας».

Οπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος της αξίας του Μπράντλι πολλοί λένε ότι αυτό σηματοδοτεί και ένα «τέλος εποχής». Είναι όμως έτσι; Υποθέτει κανείς πως ο ίδιος δεν θα συμφωνούσε.

Μπεν Μπράντλι
Μπεν Μπράντλι
Katharine Graham (εκδότρια The Washington Post), Carl Bernstein (reporter), Bob Woodward (reporter),Howard Simons (Managing Editor), Benjamin C. Bradlee (Executive Editor), στο γραφειο του τελευταιου στην Washington Post (April 30, 1973)