Η επικείμενη αύξηση της φορολογίας για τα παραδοσιακά τσιγάρα στην Ιαπωνία μπορεί να αναζωπυρώσει την τελματωμένη δυναμική της αγοράς συσκευών καπνίσματος που δεν βγάζουν καπνό, υποστηρίζει ο CEO της Japan Tobacco – της εταιρείας που πριν από κάποιους μήνες εξαγόρασε την Donskoy Tabak, συμφερόντων Ιβάν Σαββίδη, και μέσω αυτής απέκτησε και την πλειοψηφία της ελληνικής καπνοβιομηχανίας ΣΕΚΑΠ.

Ο Masamichi Terabatake, ο οποίος ανέλαβε τον Ιανουάριο, υποστηρίζει ότι οι νέοι φόροι, που θα επιβληθούν από τον Οκτώβριο, θα επηρεάσουν περισσότερο τα παραδοσιακά τσιγάρα, δίνοντας την ευκαιρία στις καπνοβιομηχανίες να προωθήσουν, με καλύτερες τιμές, την επόμενη γενιά συσκευών.

«Μπορεί να διευρυνθεί η ψαλίδα στις τιμές των τσιγάρων και των θερμαινόμενων προϊόντων και οι πελάτες μπορεί να επιστρέψουν στην κατηγορία της υψηλής τεχνολογίας», ανέφερε ο  Terabatake στο πλαίσιο συνέντευξης την Τετάρτη.

Οι επενδυτές φοβούνται ότι η αγορά προϊόντων που δεν παράγουν καπνό έχει τελματώσει, αφού μετά από δύο χρόνια ραγδαίας ανάπτυξης των νέων συσκευών στην Ιαπωνία, που είναι και η πιο ανεπτυγμένη αγορά στη συγκεκριμένη κατηγορία, τόσο η Philip Morris International όσο και η British American Tobacco ανακοίνωσαν ότι οι πωλήσεις τους επιβραδύνθηκαν το τρίμηνο που πέρασε.

Η Philip Morris απέδωσε τις χαμηλότερες από το αναμενόμενο πωλήσεις των συσκευών IQOS της εταιρείας στο γεγονός ότι δεν κατάφεραν να κερδίσουν την προτίμηση των μεγαλύτερων σε ηλικία καπνιστών.

Ωστόσο, η Japan Tobacco, η οποία προσπαθεί να καλύψει τη διαφορά που τη χωρίζει από τη Philip Morris καθώς λανσάρει με καθυστέρηση την αντίστοιχη δική της συσκευή, το Ploom Tech, υποστηρίζει ότι η ίδια δεν θεωρεί ότι η ηλικία είναι πρόβλημα.

Σημειώνεται ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, η μετοχή της Japan Tobacco υποαποδίδει έναντι των μετοχών των παγκόσμιων ανταγωνιστών της. Ωστόσο, η μετοχή έχει ανακάμψει από την ώρα που ανέλαβε ο Terabatake. Αν και έχει χάσει 14% από τις αρχές του 2018, η απόδοσή της είναι υψηλότερη εκείνων της Philip Morris και της British American Tobacco, οι οποίες έχουν χάσει 24% και 26% αντίστοιχα.