ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όλες οι έρευνες οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, ενώ σύμφωνα με αναφορές από το Βασιλικό Κολέγιο Ψυχιάτρων του Ηνωμένου Βασιλείου, η πανδημία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ψυχική υγεία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Παρότι το μέγεθος των επιπτώσεων ενδέχεται να παρουσιάσει διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο επλήγη η κάθε μία, τις δυνατότητες του συστήματος υγείας αλλά και την κουλτούρα της, το ψυχολογικό αποτύπωμα φαίνεται ότι θα είναι κοινός παρονομαστής για όλες ανεξαιρέτως.
Ισχυρότερο εκτιμάται ότι θα είναι σε αυτούς που νοσηλεύτηκαν με Covid και στο στενό περιβάλλον τους, στους υγειονομικούς που ήρθαν κατά πρόσωπο αντιμέτωποι με τη νόσο αλλά και στα άτομα υψηλού κινδύνου που βιώνουν εντονότερα την απειλή για τη ζωή τους.
«Οι πιθανότητες για εμφάνιση μετατραυματικού στρες είναι ιδιαίτερα αυξημένες για τους ανθρώπους οι οποίοι νοσηλεύτηκαν, ακόμα και σε απλές κλινικές Covid αλλά και γι’ αυτούς που βρίσκονται γύρω τους, οι οποίοι βίωσαν παράλληλα αυτόν τον κίνδυνο για τη ζωή του δικού τους ανθρώπου», αναφέρει στο mononews ο καθηγητής Ψυχιατρικής του Α.Π.Θ., μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Βασίλειος – Παντελεήμων Μποζίκας και εξηγεί:
«Ένα ψυχοτραυτματικό γεγονός τέτοιου τύπου δεν έχει επιπτώσεις μόνο σε αυτόν που το βιώνει άμεσα αλλά και σε όσους το βιώνουν έμμεσα, στο στενό περιβάλλον. Υπάρχει, δε, ενδεχόμενο να έχει αντίκτυπο ακόμα και σε ανθρώπους που δεν βίωσαν οι ίδιοι ή κάποιο δικό τους πρόσωπο τον κίνδυνο, δεδομένου ότι αιωρείται γύρω μας μία πραγματική απειλή για τη ζωή. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου αισθάνονται ακόμη μεγαλύτερη απειλή, ενώ αυξημένες επιπτώσεις είναι πιθανό να δούμε και στους υγειονομικούς, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τη νόσο και μάλιστα χωρίς να διαθέτουν δραστικά θεραπευτικά μέσα, ενώ, επίσης, ήταν άμεσα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο», τονίζει ο καθηγητής.
Όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, η προετοιμασία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτών είναι απαραίτητη, ειδικότερα σε χώρες με διαχρονικά «παραμελημένο» τον τομέα ψυχικής υγείας, όπως είναι η Ελλάδα.
Τι δείχνουν τα ευρήματα για τη χώρα μας
Ενδεικτικά για το ψυχολογικό αποτύπωμα της πανδημίας στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία της παγκόσμιας διαδικτυακής μελέτης COH-FIT, η οποία αξιολογεί τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19 και των περιοριστικών μέτρων στην ψυχική και σωματική υγεία του γενικού πληθυσμού, αλλά και των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
Σύμφωνα με τα ευρήματά της, το ποσοστό που ανέφερε σημαντική αύξηση στα επίπεδα της μοναξιάς, του θυμού και του στρες εξαιτίας της πανδημίας στην Ελλάδα μας ανέρχεται στο 70%, ένα ποσοστό που είναι διπλάσιο ή και τριπλάσιο, συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου.
«Σχετικά με αυτή τη διαφοροποίηση υπάρχουν πολλές υποθέσεις. Η πρώτη αφορά στην ιδιοσυγκρασία μας και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα θετικά και τα αρνητικά γεγονότα στη ζωή, τα οποία πιθανόν βιώνουμε με μεγαλύτερη ένταση. Επίσης, επειδή η πανδημία έχει και μία κοινωνικο-οικονομική συνιστώσα και επιβάρυνση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εξήλθαμε από μία κρίση και αμέσως μετά μπήκαμε σε μια άλλη κρίση. Μια τρίτη υπόθεση αφορά στις συσσωρευμένες παθογένειες του συστήματος υγείας, λόγω και της οικονομικής κρίσης, οι οποίες ενδεχομένως να προκαλούν μία επιπλέον ανασφάλεια στους πολίτες. Τέλος, η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να οφείλεται και στον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένες οι οικογένειες και το κοινωνικό δίκτυο στη χώρα. Έχουμε ένα ευρύ οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο που άλλες χώρες δεν το έχουν», αναφέρει ο κ. Μποζίκας, εικάζοντας ότι η αποστσιοποίηση και η έλλειψη επαφής ενδεχομένως να έχει προκαλέσει εντονότερους «κλυδωνισμούς» στην ψυχική υγεία των Ελλήνων.
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αναπτύξουμε εκείνες τις πρωτοβουλίες έτσι ώστε να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις», τονίζει ο κ. Μποζίκας, σημειώνοντας ο τομέας της ψυχικής υγείας στη χώρα μας απαιτούσε ούτως ή άλλως ενίσχυση, καθώς υπήρχαν ελλείψεις και πριν την υγειονομική κρίση.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει τη σημασία της τοποθέτησης υφυπουργού, με αρμοδιότητα τον τομέα ψυχικής υγείας αλλά και την περαιτέρω ένταξη αρμοδίων γι’ αυτά τα θέματα σε κρίσιμα πόστα, όπως η ένταξη του ιδίου στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας.
«Η πανδημία είναι ένα γεγονός που μας πιέζει σε βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Η ψυχολογική πίεση είναι μία πραγματικότητα και η άποψη ενός ειδικού ψυχικής υγείας είναι σημαντική σε μία Επιτροπή που λαμβάνει κρίσιμης σημασίας αποφάσεις. Εντούτοις, οι απλές και μονοδιάστατες λύσεις σε ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι στις αποφάσεις, μεταξύ αυτών και οι ψυχολογικές επιπτώσεις», καταλήγει ο καθηγητής, ο οποίος είναι και ένας εκ των συντονιστών της μελέτης COH-FIT στη χώρα μας.
Το υπουργείο Υγείας έχει ήδη προγραμματίσει δράσεις για την ενίσχυση του τομέα ψυχικής υγείας στη χώρα, τους βασικούς άξονες των οποίων παρουσίασε πρόσφατα η αρμόδια υφυπουργός Ζωή Ράπτη.
Εντός του 2021 αναμένεται να παρουσιαστεί το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την ψυχική υγεία, με ορίζοντα δεκαετίας.