ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Την καθοριστική σημασία της καθολικής χρήσης μάσκας στα σχολεία, όχι τόσο για την ασφάλεια των παιδιών, όσο για την προστασία των εκπαιδευτικών αλλά και των των οικογενειών των μαθητών, ανέδειξε μεταξύ άλλων η καθηγήτρια Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας και μέλος της επιστημονικής Επιτροπής του υπουργείου Υγείας, Βάνα Παπαευαγγέλου, σε διαδικτυακή ενημέρωση του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, με θέμα την ασφαλή έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς.
Η κα Παπαευαγγέλου τόνισε ότι σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών δεν νοσεί, σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις κυμαίνονται ηλικιακά σε μη «ασφαλή» επίπεδα ως προς την ευαλωτότητά τους στη νόσο. Η ανησυχία επικεντρώνεται και στις οικογένειες των μαθητών, στις οποίες ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνονται άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.
«Η μεγαλύτερη αγωνία μας ως προς το άνοιγμα των σχολείων είναι η ασφάλεια των εκπαιδευτικών. Τα παιδιά γνωρίζουμε ότι νοσούν λίγο. Οι εκπαιδευτικοί είναι πενηντάρηδες και εξηντάρηδες», τόνισε και πρόσθεσε: «Με τη μάσκα θα προστατεύσουμε τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τις οικογένειες, όπου ενδεχομένως να υπάρχουν μέλη που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες».
Όπως εξήγησε η καθηγήτρια, η ορθή χρήση μάσκας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μετάδοσης στο 1,5%. Παράλληλα, έχει αποδειχθεί από πολλούς διεθνείς οργανισμούς ότι είναι ασφαλής για όλα τα παιδιά άνω των δύο ετών, ένα στοιχείο το οποία μελετήθηκε και αξιολογήθηκε πριν την εισήγηση της Επιτροπής για τη χρήση της σε όλες τις ηλικιακές βαθμίδες της υποχρεωτικής Eκπαίδευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έχει ετοιμάσει φυλλάδια με οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς, έτσι ώστε να πειστούν οι ίδιοι για τη σημασία της χρήσης μάσκας αλλά να παρέχει και εργαλεία για να εκπαιδεύσουν τα παιδιά στο πώς να τη χειρίζονται.
Επιπρόσθετα, έχουν δημιουργηθεί ειδικές αφίσες που θα αναρτηθούν σε όλα τα σχολεία, οι οποίες εξηγούν με τρόπο ανάλογο με την ηλικία των παιδιών, πώς η μάσκα όταν φοριέται και από αυτόν που νοσεί αλλά και το διπλανό του μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο.
«Οι εκπαιδευτικοί είναι ευρηματικοί άνθρωποι, αγαπάνε τα παιδιά, και θα βρουν έξυπνους τρόπους ώστε να τα εκπαιδεύσουν χωρίς να τους στερούν τη χαρά του να βρίσκονται στο σχολείο. Έχουμε προβλέψει να υπάρχουν και κάποια διαλείμματα μάσκας, ανάλογα με το αναπτυξιακό επίπεδο του κάθε παιδιού, για να κάνουμε την ημέρα πιο εύκολη», σημείωσε.
Ωστόσο, κατέστησε σαφές ότι η μάσκα είναι μόνο ένα μέτρο, ενώ για μια ασφαλή επάνοδο στο σχολείο θα πρέπει να υπάρχει συστηματική εφαρμογή πολλαπλών μέτρων προφύλαξης. Πέραν, λοιπόν, των ατομικών μέτρων, η λειτουργία του σχολείου θα πρέπει να γίνει σε σταθερές ομάδες παιδιών, οι οποίες δεν θα έρχονται σε επαφή με άλλες ομάδες («φούσκα»). Αποστάσεις ανάλογα με τη χωρητικότητα των εκάστοτε σχολικών αιθουσών, καλός αερισμός, καθαριότητα του χώρου και τακτική απολύμανση επιφανειών είναι επίσης απαραίτητα μέτρα. Όπως τόνισε η κα Παπαευαγγέλου έχει ήδη αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων στα σχολεία που θα καθαρίζουν όχι μόνο στη λήξη αλλά και κατά τη διάρκεια της ημέρας.
«Το πιο σημαντικό από τα μέτρα προφύλαξης που πρέπει να έχει στο μυαλό του ο γονιός και ο εκπαιδευτικός είναι ότι τόσο τα παιδιά, όσο και τα μέλη του προσωπικού του σχολείου θα πρέπει να έχουν μία αυξημένη επαγρύπνηση τη δεδομένη χρονική στιγμή και να αποφεύγουν να πηγαίνουν στο σχολείο εάν εμφανίζουν κάποια συμπτώματα συμβατά με τη νόσο», σημείωσε.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε και στα υπόλοιπα μέτρα ατομικής προστασίας όπως η τήρηση αποστάσεων, το πλύσιμο των χεριών, η σωστή αναπνευστική υγιεινή.
Η εμπειρία από την πρώτη φάση
Είναι γνωστό ότι τα παιδιά με συμπτώματα μεταδίδουν τον ιό το ίδιο με τους ενήλικες, αλλά η μεταδοτικότητα των ασυμπτωματικών παιδιών δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί. Εντούτοις, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι τα παιδιά δεν διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στη μετάδοση της νόσου. Η συμμετοχή των παιδιών (<18 ετών) στην Ευρώπη είναι 5% και στην Ελλάδα περίπου 6%.
«Παραμένει άγνωστο γιατί συμβαίνει αυτό. Σίγουρα κάποιο ρόλο παίζει και η υποδιάγνωση. Τα περισσότερα παιδιά είναι ασυμπτωματικά, οπότε αν δούμε τον αριθμό των τεστ που γίνονται στις μικρές ηλικίες, σαφώς υπολείπεται από τον αριθμό αυτών που γίνονται στους ενήλικες. Άρα δεν βλέπουμε όλη την εικόνα, δεν έχουμε σωστό παρονομαστή. Ωστόσο, έχουν εκφραστεί και άλλες θεωρίες όπως η πιθανότητα τα παιδιά να έχουν μειωμένη έκφραση του ένοχου υποδοχέα στο ανώτερο αναπνευστικό (ACE2). Θα απαντήσουν οι πληθυσμιακές ορολογικές μελέτες», σημείωσε η κα Παπαευαγγέλου.
Η εμπειρία από την Ευρώπη κατά την πρώτη φάση της επιδημίας δείχνει ότι το άνοιγμα των σχολείων δεν συνοδεύτηκε από αυξημένες εξάρσεις επιδημιών.
Όπως τόνισε η ομότιμη καθηγήτρια Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας, Κυριακή Κανελλακοπούλου, κατά την πρώτη φάση, το άνοιγμα των σχολείων αποδείχθηκε απολύτως ασφαλές. Ωστόσο, τα σχολεία λειτουργούσαν καθημερινά με το μισό αριθμό μαθητών και το επίπεδο μόλυνσης του πληθυσμού, λόγω του lockdown, ήταν εξαιρετικά χαμηλό (<0,5%), κατά συνέπεια, οι συνθήκες δεν είναι συγκρίσιμες.
«Στην πρώτη φάση είχαμε μία εξαιρετική εμπειρία από το άνοιγμα των σχολείων και δεν μας στοίχισε καθόλου σε κρούσματα. Εκείνο που μας εξέπληξε και μπορούμε να το πάρουμε ως μάθημα, είναι το πόσο καλά συνεργάστηκαν οι μικρές ηλικίες με τους δασκάλους και με την κοινωνία μας», επεσήμανε η κα Κανελλακοπούλου.
Τι δείχνουν οι μελέτες στην Ελλάδα
Πολύ πρόσφατη μελέτη, η οποία μελέτησε την ενδοοικογενειακή μετάδοση σε 23 οικογένειες με κρούσματα κορονοϊού στην ελληνική επικράτεια, κατέδειξε ότι στις 21 οικογένειες πηγή ήταν ένας ενήλικας. Τις περισσότερες φορές (19 από 21) η μετάδοση έγινε από ενήλικα σε παιδί, σε 12 οικογένειες η μετάδοση ήταν από ενήλικα σε ενήλικα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώθηκε μετάδοση από το ένα παιδί σε άλλο παιδί ή σε ενήλικα του περιβάλλοντος.
«Αυτή βέβαια είναι μια μικρή μελέτη, μια μικρή ακόμα πληροφορία και περιμένουμε ακόμα αρκετά δεδομένα για να μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά για το τι συμβαίνει», σχολίασε η κα Παπαευαγγέλου.
Σε άλλη πολυκεντρική μελέτη, η οποία αφορούσε σε 203 παιδιά έδειξε ότι το 55% αυτών ήταν εντελώς ασυμπτωματικά και συμπτωματικά ήταν κυρίως τα βρέφη.
Και οι δύο μελέτες, οι οποίες διεξήχθησαν με επικεφαλής την λοιμωξιολόγο του ΕΟΔΥ, δρ Έλενα Μαλτέζου, έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά.