Ο καθηγητής Πνευμονολογίας Νίκος Τζανάκης
Ποιοι είναι οι λόγοι για την έξαρση των ιώσεων τον φετινό χειμώνα που ταλαιπωρούν ενήλικες και ακόμα περισσότερα τα μικρά παιδιά, ποια μέτρα προστασίας είναι σημαντικό να λάβουν οι πολίτες και πού μπορεί να φτάσουν τα νούμερα των κρουσμάτων το επόμενο διάστημα, ανέλυσε o Νίκος Τζανάκης, καθηγητής Πνευμονολογίας και διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής του ΠΑΓΝΗ, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, μιλώντας στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ.
Ο κ. Τζανάκης επισήμανε ότι υπάρχει ισχυρή σύσταση για χρήση μάσκας προστασίας, ιδιαίτερα στους ευάλωτους και όσους είναι πάνω από 65 ετών, ενώ σε όλους υπάρχει σύσταση να χρησιμοποιούν τα μέτρα ατομικής προστασίας, που σημαίνει αντισηψία στα χέρια, να βήχουμε με συγκεκριμένο τρόπο.
«Θα ήταν ευχής έργον, όλα αυτά να αποτελέσουν μια πραγματικότητα την οποία δεν αποτελούν. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται με πρόστιμο και δεν αποδίδουν στη δημόσια υγεία. Αυτό το οποίο αποδίδει όμως είναι η εθελοντική, πειθαρχημένη συμμετοχή όλων μας στις υποδείξεις των υπεύθυνων φορέων. Αυτό είναι που κατά τη γνώμη μου είναι το κρίσιμο το οποίο πρέπει να κάνουμε. Αλλιώς θα φτάσουμε στα επίπεδα που είμαστε σήμερα, που είμαστε στην αρχή μιας πανοραμικής καμπύλης που θα εξελιχθεί πολύ άσχημα, που ενδεχομένως θα έχουμε πάνω από 500.000 κρούσματα γριπωδών συνδρόμων την εβδομάδα, που σημαίνει ότι μέσα σε ένα μήνα κατά πάσα πιθανότητα ή σε δύο μήνες, το 50% των Ελλήνων θα έχει περάσει μία ή δύο από αυτές τις ιώσεις» τόνισε ο κ. Τζανάκης.
Η έλλειψη σε φάρμακα δεν αποτελεί παράγοντα περαιτέρω έξαρσης των ιώσεων, σημείωσε ο κ. Τζανάκης καθώς τα φάρμακα τα οποία λείπουν είναι συμπτωματικά φάρμακα, καταπολεμούν δηλαδή τα συμπτώματα, δεν είναι φάρμακα αιτιολογικής θεραπείας όπως είναι τα αντιικά ή τα εμβόλια.
«Και μάλιστα αυτά τα φάρμακα και είναι προς τιμήν του ΕΟΠΥΥ και του Υπουργείου, στην ουσία έχουν τους αντικαταστάτες τους, έχουμε ισοδύναμα φάρμακα» προσέθεσε ο κ. Τζανάκης.
Εξηγώντας τι συμβαίνει ακριβώς φέτος, ο καθηγητής ανέφερε ότι είμαστε σε μια ιδιαίτερη χρονιά, η οποία έχει τις εξής διαφορές από τους προ κορονοϊού χρονιές.
«Είμαστε στην ουσία, ανεκπαίδευτοι, το ανοσοποιητικό μας είναι ανεκπαίδευτο και ως ένα βαθμό αναποτελεσματικό στην αντίσταση κατά αυτών των λοιμώξεων, δεδομένης της τρίχρονης αποχής του από την επαφή με όλα αυτά. Αφενός έχουμε αυτή την ιδιαιτερότητα, αφετέρου μια μερίδα του πληθυσμού, όπως είναι τα πεντάχρονα παιδιά δεν έχουν έρθει σε επαφή με τίποτε όλα αυτά στη ζωή τους. Ένα παιδάκι που γεννήθηκε το 2019 και ήταν μερικών μηνών έως ενός έτους μπήκε σε μία καραντίνα για την επόμενη τριετία, Στην ουσία αυτό είναι παρθένος οργανισμός από πλευράς ανοσοποιητικού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι αυτά τα παιδάκια και θα περάσουν πολλές ιώσεις και θα είναι βαρύτερες. Και τέλος βέβαια φταίει και το γεγονός ότι πλέον δεν φοράμε μάσκες. Αυτοί οι τρεις παράγοντες μαζί, αν βάλεις επιπλέον την πολύ σχετικά χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη για τη γρίπη σε σχέση με παλαιότερες χρονιές, νομίζω ότι υπάρχει εξήγηση για το τι γίνεται σήμερα» περιέγραψε ο κ. Τζανάκης.
Ερωτηθείς εάν υπάρχουν στοιχεία για το κατά πόσο τα επικαιροποιημένα εμβόλια για τον κορονοϊό είναι αποτελεσματικά ως προς την μόλυνση από τον ιό, ο κ. Τζανάκης δήλωσε πως το εμβόλιο, ακόμα και η τέταρτη και πέμπτη δόση, δεν δημιουργεί 100% αποστειρωτική ανοσία, δηλαδή να μην μολύνεται κανείς, όπως συμβαίνει με τα εμβόλια της ιλαράς και του τετάνου.
«Πολλά από τα εμβόλια δεν προσφέρουν αποστειρωτική ανοσία παρά σε περιορισμένη χρονική δυνατότητα ή και καθόλου. Διότι εξαρτάται από άλλους παράγοντες αυτή η ανοσία, πρώτον από την απάντηση του ατόμου που κάνει το εμβόλιο, δεύτερον από το τι ιικό φορτίο δέχεσαι όταν μολύνεσαι. Αν είναι μικρό, ενδεχομένως θα προστατευτείς αν όμως είναι μεγάλο δεν θα προστατευτείς» ανέφερε ο καθηγητής.
Επομένως, οι παραπάνω παράγοντες, η ηλικία, η κατάσταση του ανοσοποιητικού, εάν δηλαδή έχει προηγηθεί νόσηση με άλλη ίωση, αθροιστικά δημιουργούν μια δυναμική κατάσταση βάσει της οποίας θα υπάρξει ή όχι η μόλυνση.
«Συνεπώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι τα εμβόλια προστατεύουν 100%, Προστατεύουν όμως πολύ καλά και πρόσκαιρα από τη μόλυνση για 1-2 μήνες και προστατεύουν πολύ καλά και άριστα ως προς τη βαριά νόσηση» επισήμανε ο κ. Τζανάκης.
Διαβάστε επίσης:
ΠΟΥ: Η υποπαραλλαγή ΧΒΒ.1.5 είναι πιο μεταδοτική αλλά όχι πιο επικίνδυνη
Έρευνα: Πότε φεύγουν τα περισσότερα συμπτώματα μακράς Covid-19