Μια σημαντική πρόκληση, με αβεβαιότητες τόσο για την πολιτεία όσο και για την επιστημονική κοινότητα, χαρακτήρισε την επαναλειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για το θέμα του κορονοϊού, καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων, Σωτήρης Τσιόδρας, κατά την τακτική ενημέρωση της Τετάρτης (29/4/2020).

Εντούτοις, σημείωσε ότι υπάρχουν πλέον αρκετά επιστημονικά δεδομένα, τα οποία συνηγορούν στην απόφαση αυτή, στο πλαίσιο πάντα της παράλληλης τήρησης των μέτρων υγιεινής και της αυξημένης επαγρύπνησης.

Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα και την τελευταία εκτίμηση κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), η οποία δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου 2020, με τη συμμετοχή Ελλήνων επιστημόνων:

  1. Παρόμοια με δύο άλλους πολύ σοβαρούς κορονοϊούς, τον MERS και τον SARS, οι λοιμώξεις από το νέο ιό παρατηρούνται με πολύ μικρότερη συχνότητα στα παιδιά.
  2. Τα παιδιά εμφανίζουν στη συντριπτική πλειονότητά τους ηπιότερα συμπτώματα από απ’ ό,τι οι ενήλικες.
  3. Το ποσοστό παιδιών με σοβαρή νόσο ήταν το λιγότερο από το 1% στη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα πληθυσμιακή μελέτη από την Κίνα.
  4. Τα παιδιά μολύνονται κυρίως εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ενώ ο δευτερογενής δείκτης προσβολής είναι πολύ χαμηλότερος για τα παιδιά απ’ ότι για τους ενήλικες. Για την ακρίβεια, τα παιδιά κολλάνε τη νόσο περίπου τρεις φορές λιγότερο από τα άτομα 20 ετών και πάνω και 4 φορές λιγότερο απ’ ότι οι ενήλικες άνω των 60 ετών.
  5. Μετάδοση από παιδί σε ενήλικα φαίνεται να είναι ασυνήθιστη. Κατά την ενδελεχή διερεύνηση του 1ου κρούσματος στη Γαλλία, ένα μολυσμένο παιδί παρακολούθησε τρία διαφορετικά σχολεία, ενώ ήταν συμπτωματικό και είχε 112 επαφές που εντοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων άλλων παιδιών και καθηγητών. Δεν εντοπίστηκαν συμπτωματικά δευτερογενή περιστατικά.  Όπως διευκρίνισε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, το ενδεχόμενο να κολλήσει ένα μολυσμένο παιδί κάποιον δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει τις έως τώρα γενικές παρατηρήσεις. Μάλιστα, τόνισε ότι οι μεμονωμένες δημοσιευμένες αναφορές περιπτώσεων που αναφέρθηκε το παιδί ως πηγή μετάδοσης έχουν κακώς τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, μη επαρκή.
  1. Δεδομένα από πληθυσμιακές μελέτες στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ισλανδία και τη Σουηδία δείχνουν ότι τα παιδιά είναι απίθανο να είναι πρωτογενείς περιπτώσεις μετάδοσης της νόσου.

«Με τη βοήθεια όλων σας και όλων μας καταφέραμε να φτάσουμε σε μία φάση όπου αποφασίστηκε μια στρατηγική επάνοδος. Με βάση την παρακολούθηση ειδικών κριτηρίων, των μαθηματικών μας εκτιμήσεων του πραγματικού αναπαραγωγικού ρυθμού της επιδημίας, ένας μετριασμός της κυκλοφορίας του ιού αυτήν την περίοδο παραμένει ο σημαντικότερος στόχος μας.

Με παρακολούθηση σε καθημερινή βάση του πραγματικού R0 (σ.σ. δείκτης αναπαραγωγικότητας του ιού), σε αυτή τη φάση, είναι για πολλούς λόγους πολύ σημαντική η επιστροφή των παιδιών στην κανονικότητα, στη λειτουργία της κοινωνίας, σε συνδυασμό με την τήρηση των άλλων μέτρων, όπως η υγιεινή των χεριών, η κάλυψη του βήχα, η διατήρηση μιας απόστασης. Μάλιστα, η Επιτροπή μας είχε δώσει το ‘‘πράσινο’’ φως για επάνοδο στην κανονικότητα πριν τις προγραμματισμένες ημερομηνίες επιστροφής», σημείωσε ο καθηγητής.

Ο ίδιος τόνισε ότι το κλείσιμο τον σχολείων αποφασίστηκε βάσει πολύ λιγότερων δεδομένων, τα οποία μάλιστα δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο ιό αλλά τη γρίπη, καθώς δεν υπήρχαν τότε επαρκή επιστημονικά στοιχεία για το νέο ιό.

Αναφερόμενος στην απόφαση για το κλείσιμο των σχολείων, ο κος Τσιόδρας τόνισε: «Βλέποντας την εκθετική αύξηση της διασποράς του ιού και υπολογίζοντας ότι ένα περίπου 10% θα ήταν σημαντική μείωση της διασποράς στον πληθυσμό εάν αυτή προερχόταν από τα παιδιά, όπως υπολογιζόταν από διάφορα μαθηματικά μοντέλα, θα είχαμε ένα πολύ σημαντικό παράγοντα να παρέμβουμε. Και έπρεπε να το κάνουμε νωρίς, με ευαισθησία μέχρι να έχουμε περισσότερα δεδομένα για το αν τα παιδιά είναι ευπαθής ομάδα ή όχι».