Στο Νοσοκομείο Χανίων σε απομόνωση βρίσκεται ασθενής ως κρούσμα του μύκητα candida auris, ενώ παγκοσμίως έχει χαρακτηριστεί πλέον «επείγουσα απειλή» από τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), η δραματική αύξηση των μολύνσεων από τον – ανθεκτικό στα φάρμακα – μύκητα Candida auris.

Η ασθενής από την αρχή νοσηλευόταν στην απομόνωση και στις καλλιέργειες που ελήφθησαν ανιχνεύτηκε ο συγκεκριμένος μύκητας.

1

Άμεσα τέθηκε σε εφαρμογή το σχετικό πρωτόκολλο και έχουν ληφθεί τα προβλεπόμενα μέτρα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2019 έως τον Δεκέμβριο 2022 έχουν πεθάνει στη χώρα 122 άνθρωποι.

Candida auris: Πότε πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα

Η πρώτη απομόνωση του μύκητα στη χώρα μας έγινε το 2019, και έκτοτε απομονώνονται από διεισδυτικές λοιμώξεις, όπως οι καντινταιμίες, σε βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες, όπως και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.

Επιπλέον, η C. auris αποικίζει το δέρμα ασθενών και προσωπικού, καθώς και το άψυχο περιβάλλον.

Σε αντίθεση όμως με την Candida albicans, για την οποία η πηγή της κλινικής λοίμωξης είναι συνήθως η χλωρίδα του γαστρεντερικού του ίδιου του ασθενούς, οι λοιμώξεις από C. auris προκαλούνται κυρίως με τη μεταφορά του μύκητα με τα χέρια του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού ή από το αποικισμένο άψυχο περιβάλλον με τα χέρια του ίδιου του ασθενούς ή του προσωπικού.

Τι προκαλεί;

Η C. auris προκαλεί σοβαρές μυκηταιμίες, λοιμώξεις μαλακών μορίων και λοιμώξεις χειρουργικού πεδίου, ενώ είναι σπάνιες οι λοιμώξεις του αναπνευστικού, τονίζει η Ελένη Γιαμαρέλλου, Ομοτ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος.

Κοινός παράγοντας κινδύνου είναι και η παρατεταμένη νοσηλεία με επεμβατικούς χειρισμούς, όπως η διασωλήνωση και η τοποθέτηση κεντρικών ενδαγγειακών καθετήρων, καθώς το παθογόνο προσβάλλει συνήθως βαρέως πάσχοντες με μακρά νοσηλεία οι οποίοι έχουν εισαχθεί στο νοσοκομείο γι’ άλλο λόγο και εμφανίζουν αποικισμό ή λοίμωξη κατά τη διάρκεια της μακράς νοσηλείας τους ενώ φιλεί ιδιαιτέρως και τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.

Η θνητότητα μπορεί να φτάσει έως 70% σε περιστατικά μυκηταιμίας, κατά κανόνα σε ασθενείς ήδη πολύ επιβαρυμένους με επιπλεγμένα υποκείμενα νοσήματα.

Ο ΕΟΔΥ σε πρόσφατη ανακοίνωση ανέφερε για τη χώρα μας ότι η C. auris αποτελεί το 4.4% των ενδονοσοκομειακών μικροβιαιμιών, ποσοστό όχι αμελητέο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Candida auris εμφανίζει:

1. Επιδημίες κατά κανόνα σε Μονάδες Υγειονομικής Περίθαλψης και τις Μ.Ε.Θ., ενώ γι’ αυτό η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική αλλά και χρονοβόρα, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνονται ειδικά μέτρα για την πρόληψη της διασποράς στο νοσοκομειακό περιβάλλον.

2. Αντοχή στα αντιμυκητιακά φάρμακα, όπως οι αζόλες, ή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών, όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διεισδυτικών λοιμώξεων από ποικίλα στελέχη Candida.

3. Δυσκολίες στην ταυτοποίηση της με τις συνήθεις εργαστηριακές μεθόδους, ενώ η εσφαλμένη ταυτοποίηση της (ως Candida parapsilosis) θα οδηγήσει σε λανθασμένη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών. Γι’ αυτό απαιτείται στενή συνεργασία των Κλινικών Ιατρών με το Μικροβιολογικό Εργαστήριο.

4. Δυσκολίες στην εκρίζωσή της, τόσο από το δέρμα αποικισμένων ασθενών, όσο και από τις άψυχες επιφάνειες διότι παράγει βιομεμβράνη με την οποία προσκολλάται, ώστε πολλά αντισηπτικά να μην είναι δραστικά.

Πώς αντιμετωπίζεται;

Οι περισσότερες λοιμώξεις από C. auris αντιμετωπίζονται με χορήγηση εχινοκανδινών, εφόσον διαπιστωθεί ευαισθησία στο μυκητόγραμμα.

Ωστόσο, αναφέρονται στελέχη C. auris ανθεκτικά σε όλες τις κύριες κατηγορίες αντιμυκητιακών φαρμάκων, ώστε να χορηγούνται εμπειρικοί συνδυασμοί, ενώ δεν δίδεται αντιμυκητιακή αγωγή σε ασθενείς αποικισμένους με C. auris, χωρίς διηθητική μυκητιασική λοίμωξη.