Το άγχος στο… κόκκινο, οι συγκινήσεις καθημερινές και έντονες, οι δυσκολίες κάποιες φορές ανυπέρβλητες, αλλά οι επαγγελματίες υγείας πάντα εκεί. Να παρέχουν φροντίδα στους ασθενείς, μέσα σε ένα πεδίο το οποίο παραμένει ακόμα εν πολλοίς άγνωστο, να τους στηρίζουν, να μετριάζουν την αγωνία των συγγενών τους και να αποτελούν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ αυτών, σε ένα πρωτόγνωρα μοναχικό ταξίδι.

Τις έντονες και χωρίς προηγούμενο στιγμές που ζουν οι εργαζόμενοι στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) και στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) των νοσοκομείων αναφοράς περιέγραψε, κατά τη διάρκεια του Πανελλήνιου Συνεδρίου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας, η πνευμονολόγος του νοσοκομείου «Σωτηρία» και πρόεδρος της Ένωσης Πνευμονολόγων, Σταματούλα Τσικρικά, καταθέτοντας την προσωπική της εμπειρία από την εμπλοκή της στα δύο νευραλγικά τμήματα του νοσοκομείου.

Υπηρετώντας στα ΤΕΠ του νοσοκομείου κατά το 1ο κύμα της πανδημίας ήρθε αντιμέτωπη με το στίγμα που, ενώ τις περισσότερες φορές αφορά στους πάσχοντες, σε αυτήν την υγειονομική κρίση «χτύπησε» και τους επαγγελματίες υγείας. Η κατάσταση χωρίς προηγούμενο, τα ερωτηματικά τεράστια… Παρότι οι γιατροί του συγκεκριμένου νοσοκομείου είχαν ήδη δουλέψει με επιδημίες, αυτή τη φορά ο αντίπαλος ήταν διαφορετικός. Ήταν άγνωστος, δυνατός και σάρωνε στο πέρασμά του.

«Τα συναισθήματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα από την αρχή. Υπήρχε πάρα πολύ άγχος γιατί ήταν κάτι που δεν το γνωρίζαμε. Δεν είχαμε πληροφορίες. Ψάχναμε σιγά σιγά τα δεδομένα, τα επεξεργαζόμασταν και διαβάζαμε καθημερινά. Ακόμα και τώρα διαβάζουμε καθημερινά. Αν και ήμασταν εξοικειωμένοι με βαρέως πάσχοντες, έπρεπε να βρούμε κοινούς τόπους, να συνεργαστούμε μεταξύ μας αλλά και με άλλους φορείς, έπρεπε να εφαρμόσουμε πάρα πολύ γρήγορα συγκεκριμένα πρωτόκολλα και να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί για να μη δημιουργήσουμε μια ενδονοσοκομειακή διασπορά», αναφέρει.

Το μεγάλο άγχος όλων των υγειονομικών ήταν να ξεπεράσουν αυτό το αίσθημα του φόβου, το οποίο ήταν μεν ανθρώπινο, αλλά έπρεπε με νηφαλιότητα να εκτιμήσουν, να διαχειριστούν ορθά και να θεραπεύσουν με πενιχρά μέσα τους ασθενείς τους.

«Έπρεπε να βγουν τρομερές βάρδιες, με τρομερή σωματική και ψυχική κόπωση. Να ντυνόμαστε πάρα πολύ γρήγορα με τις ειδικές στολές, να τηρούμε ευλαβικά τα μέτρα ατομικής προστασίας και παράλληλα να συμμεριζόμαστε καθημερινά το άγχος των ασθενών, να αντιμετωπίζουμε με μεγάλη ενσυναίσθηση τους ανθρώπους που έρχονταν αντιμέτωποι με τη διάγνωση της θετικότητας του κορονοϊού και βλέπαμε στα μάτια τους το φόβο. Βλέπαμε την αγωνία των συγγενών και τη λαχτάρα τους να σταθούν δίπλα στους ανθρώπους τους, κάτι το οποίο δεν ήταν δυνατό, καθώς έπρεπε οι ασθενείς να απομονωθούν. Και νιώθαμε απίστευτη μοναξιά.

Αυτό το αίσθημα της μοναξιάς έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στο 2ο πανδημικό κύμα. Αυτή τη στιγμή αντιλαμβανόμαστε τη σοβαρότητα της λοίμωξης και τη θνησιμότητα και ερχόμαστε αντιμέτωποι περισσότερο με τη μαζική χρήση των υπηρεσιών υγείας».

Η αντιμετώπιση των ασθενών δεν είναι μόνο η θεραπεία. Ξεκινά από τη διάγνωση, την ενημέρωση και καταλήγει στη θεραπεία. Η ενημέρωση των ασθενών συχνά συνοδεύεται με δυσκολίες και τότε οι γιατροί πρέπει να επιστρατεύσουν κάθε επικοινωνιακή τους ικανότητα προκειμένου να δώσουν στους ασθενείς να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει.

«Πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι απλά και δεν είναι εύκολη η αντίληψη της διάγνωσης της ασθένειας. Ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες και κυρίως σε νεαρότερες ηλικίες, είχαμε δυσκολία. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβουν και ορισμένες φορές κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ανεύθυνες έως και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έπρεπε να καλέσουμε την αστυνομία γιατί ο ασθενής που διαγνώστηκε έφυγε από το νοσοκομείο. Ενδεχομένως κάποιες φορές να μην καταλάβαιναν. Είχαμε δυσκολίες στην προσέγγιση μέσω της γλώσσας ή έπρεπε να τους βοηθήσουμε να αντιληφθούν μέσω της κουλτούρας ή της θρησκείας τους όλα αυτά που τους συνέγβαιναν.

Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι ο ρόλος σου δεν είναι αυτός του δικαστή ή του ιεροκήρυκα. Δεν είναι εκείνη η στιγμή για να κάνεις ηθικό δίδαγμα. Γιατί αυτό θα είχε το τελείως αντίθετο αποτέλεσμα. Πρέπει να νουθετήσεις τον ασθενή. Να τον ενημερώσεις υπεύθυνα, ορθά με εξατομικευμένο τρόπο, ώστε να αντιληφθεί την κατάσταση και με γνώμονα να υιοθετήσει μια δική του στάση».

Τα «παιχνίδια» του μυαλού και τους συναισθήματος τούς κάνουν συχνά να “βλέπουν” στο πρόσωπο των ασθενών κάποιο δικό άνθρωπο. Η προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μία ανθρώπινη επαφή μέσα από τις παγωμένες «πανοπλίες» που φορούν, υπεράνθρωπη. Όμως είναι αναγκαία, αφού μπορεί να διαδραματίσει έναν ανακουφιστικό ρόλο.

«Κάποιες στιγμές είναι εύκολο να αντιστοιχήσουμε στον ασθενή που βλέπουμε ένα δικό μας προσφιλές άτομο. Ότι μπορεί να ήταν ο πατέρας μας, η μάνα μας, ο αδερφός, το παιδί μας. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και προσπαθούμε μέσα από τις στολές που κρύβουν τα μάτια και το πρόσωπο, τα γάντια που καλύπτουν τα χέρια, να έχουμε μια ανθρώπινη επαφή. Ακόμα και όταν εξετάζουμε τον ασθενή, η ανθρώπινη επαφή δίνει πολύ μεγάλο κουράγιο.

Μάθαμε λοιπόν να γινόμαστε πολύ διακριτοί μέσα από τις στολές. Μάθαμε τα μάτια μας να μιλάνε ακόμα και μέσα από τα γυαλιά ή τις προσωπίδες. Ένα σφίξιμο στο χέρι, ένας εγκάρδιος λόγος, μια φιλική κουβέντα, ένα χτύπημα στην πλάτη είναι θαυματουργά. Και για τον ασθενή αλλά και για τη δική μας την ψυχή».

Οι στιγμές που ζουν οι άνθρωποι μέσα στα νοσοκομεία αναφοράς είναι ανάλογες με το μέγεθος της απειλής και δημιουργούν ανεξίτηλες μνήμες.

«Δε μπορείτε να φανταστείτε τι στιγμές εκτυλίσσονται καθημερινά μπροστά στα μάτια των εργαζομένων σε ένα νοσοκομείο αναφοράς. Μπροστά στα μάτια όλης της αλυσίδας των ανθρώπων που εργάζονται τόσους μήνες σαν ένα μελίσσι. Που δεν κοίταξαν ωράριο, δεν υπολόγισαν καθόλου την προσωπική τους ζωή, άφησαν το σπίτι και τις οικογένειές τους.

Βλέπουμε μπροστά μας να εκτυλίσσονται τρομερά συγκινητικές στιγμές αποχαιρετισμών με τη χρήση της τεχνολογίας. Ιδιαίτερα ανάμεσα σε παιδιά και ηλικιωμένους γονείς. Νομίζω ότι αυτό το πράγμα είναι κάτι το οποίο πολύ δύσκολα θα ξεχαστεί και θα μας συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιατρικής μας καριέρας».

Η ενημέρωση της οικογένειας είναι ένα άλλο βαρύ καθήκον που καλούνται να εκτελέσουν, αποτελώντας ουσιαστικά τον κρίκο της αλυσίδας που τις συνδέει με τον άνθρωπό τους.

«Πολλοί ασθενείς πρέπει να ενημερώσουν τους δικούς τους, ότι θα νοσηλευτούν ή ότι θα πρέπει να εισαχθούν στις κλινικές. Δεν ήταν δυνατόν να τους στερήσουμε αυτή τη δυνατότητα. Επιστρατεύτηκαν τα δικά μας κινητά, οι δικές μας κάμερες, η χρήση της νέας τεχνολογίας έτσι ώστε αυτοί οι άνθρωποι να μπορέσουν να ενημερώσουν, να δώσουν τη δυνατότητα στους δικούς τους να τους δουν, να δουν που βρίσκονται, να δώσουν κάποιες πληροφορίες και ενίοτε να δώσουμε κι εμείς κάποιες πληροφορίες. Ξέρετε, το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτήν την υγειονομική κρίση είναι το μοναχικό ταξίδι που κάνει ο ασθενής».

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η κ. Τσικρικά κλήθηκε να συνεχίσει την εξειδίκευσή της στη ΜΕΘ κι εκεί τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα, καθώς καλούταν πλέον να κρατά τους ασθενείς μακριά από το κατώφλι του θανάτου.

«Το σκέφτηκα πάρα πολύ σοβαρά αν θα έπρεπε να φύγω από ένα έντονο τμήμα και να συνεχίσω σε ένα ακόμα πιο επιβαρυμένο, πολύ δύσκολο και με υψηλές απαιτήσεις τμήμα, όπως αυτό της ΜΕΘ.

Έπρεπε να το συζητήσω και με την οικογένειά μου, γιατί εκτός από επαγγελματίες υγείας είμαστε και γονείς, είμαστε και σύζυγοι και παιδιά. Έχουμε πολλαπλούς ρόλους.

Παρόλα αυτά, με μεγάλη χαρά συστρατεύτηκα κι εγώ στη ΜΕΘ του ‘Σωτηρία’. Σε ένα τμήμα που έχει μάθει να εργάζεται με πολύ σκληρούς, επίμονους και πολύ ταχείς ρυθμούς. Αυτή τη φορά υπήρχε μία διαφορά: ο πάσχων ήταν στο τελευταίο στάδιο και όχι στο πρώτο. Η ΜΕΘ δεν είναι η πόρτα του νοσοκομείου, όπως τα ΤΕΠ, αλλά το τελικό δωμάτιο. Δίνεται πραγματικά μάχη για να μπορέσει ο ασθενής να κρατηθεί στη ζωή, να μπορέσει να αντιμετωπίσει την έντονη φλεγμονή, τις επιπλοκές που δημιουργεί ο ιός. Ουσιαστικά καλούμαστε να καταφέρουμε, μέσω συγκεκριμένων θεραπευτικών πρωτοκόλλων, να φέρνουμε τον ασθενή πίσω».

Σε αυτό το στάδιο η ενημέρωση των συγγενών είχε ακόμη περισσότερες δυσκολίες, αλλά και μεγαλύτερες συγκινήσεις.

«Είναι πολύ δύσκολο να βλέπει ο άλλος κάποιες εικόνες στην τηλεόραση, οι οποίες τον σοκάρουν και να μην μπορεί να  δει το δικό του άνθρωπο. Να μην έχει τη δυνατότητα να τον αποχαιρετίσει. Γίναμε μάρτυρες και μεταφορείς λόγων πολύ μεγάλης αγάπης, έστω και από τα τηλέφωνα. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ασθενείς μας φωνάζουν με τα μικρά ονόματα των παιδιών τους, νιώθοντας ότι είμαστε η οικογένειά τους. Κάποιες φορές υπάρχει μία σύγχυση, αλλά κι εμείς είμαστε εκεί και πραγματικά αισθανόμαστε οικογένειά τους. Αυτό είναι κάτι μοναδικό».

Όμως, αυτό το μοναχικό ταξίδι για γιατρούς, νοσηλευτές και ασθενείς, κάποιες φορές καταλήγει σε έναν μοναδικό προορισμό, κατακλύζοντας με χαρά και συγκίνηση ολόκληρες μονάδες. Μία νίκη απέναντι στο θάνατο που στιγματίζει για πάντα και αποτελεί κινητήριο δύναμη για τη συνέχιση μιας προσπάθειας με πολλά εμπόδια.

«Δεν ξέρετε τι χαρά και τι συγκίνηση προσφέρει σε ένα τμήμα η στιγμή της αποσωλήνωσης. Όταν ένας ασθενής καταφέρνει να πάρει την πρώτη ανάσα χωρίς μηχανική υποστήριξη. Τα παλαμάκια και το αίσθημα της νίκης, το οποίο υπάρχει διάχυτο μέσα στη ΜΕΘ είναι αυτό που τελικά δίνει το κίνητρο και το ζήλο για να συνεχίσουμε με την ίδια αποφασιστικότητα. Είναι πολύ τρομερό και παράλληλα πολύ πολύ συγκινητικό“.

Η πανδημία είναι θέμα χρόνου να νικηθεί. Όμως, θα έρθουν κι άλλες πανδημίες και το σύστημα υγείας πρέπει να είναι έτοιμο να τις αντιμετωπίσει, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και παρέχοντας όλα τα μέσα για να στηρίξει το δύσκολο έργο γιατρών, νοσηλευτών, τραυματιοφορέων και όλων των εργαζομένων που δίνουν καθημερινά μάχη στα δημόσια νοσοκομεία, προκειμένου να σωθούν ανθρώπινες ζωές.

«Οι ΜΕΘ πάντα είναι ένα υψηλότατο τμήμα που θέλει στήριξη, όπως φυσικά και όλο το δημόσιο σύστημα υγείας. Χρειάζεται εξειδικευμένα χέρια, τα οποία είναι σε θέση να διενεργούν συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις και να παρέχουν συγκεκριμένη φροντίδα. Η επόμενη μέρα πρέπει να μας βρει πιο ώριμους, με διάθεση στοχασμού και συνολική αναδιάταξη των προτεραιοτήτων μας. Δυστυχώς μέσα από μία επώδυνη διαδικασία. Οι απώλειες ανθρώπινων ζωών πρέπει να αποτελέσουν μία μοναδική ευκαιρία αναθεώρησης και αναδιάρθρωσης των πολιτικών υγείας των κρατών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρέπει αναμφισβήτητα να στηριχθεί ό τομέας της δημόσιας υγείας καθώς και της Πρωτοβάθμιας, με αναβαθμισμένες, πολύ επικεντρωμένες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες. Είναι γνωστό ότι οι επιδημίες δεν καταπολεμώνται στα νοσοκομεία, αλλά στην κοινότητα», αναφέρει η κ. Τσικρικά, δίνοντας το στίγμα για την επόμενη μέρα.