Νέα έρευνα που διεξήχθη στο πανεπιστήμιο Ντιουκ, της βόρειας Καρολίνα συνδέει την έκθεση των ανθρώπων σε μόλυβδο, σε νεαρή ηλικία, με αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και την προσωπικότητα, σε βάθος χρόνου. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε από το περιοδικό ψυχιατρικής «JAMA Psychiatry», έγινε σε δείγμα περισσότερων από 1000 ανθρώπων, που είχαν γεννηθεί την περίοδο 1972-73 στην περιοχή της Νέας Ζηλανδίας.
Η επαφή του ανθρώπου με το μόλυβδο γινόταν κυρίως μέσω της βενζίνης, στην οποία περιεχόταν παλιά, και η κατηγορία ανθρώπων μου μελετήθηκε, επιλέχθηκε με βάση το ότι ο συγκεκριμένος χώρος και χρόνος ήταν ένας από αυτούς όπου είχαν παρατηρηθεί υψηλότερα επίπεδα μολύβδου στη βενζίνη. Το δείγμα των ανθρώπων που μελετήθηκε πέρασε από μια σειρά σωματικών και ψυχολογικών εξετάσεων στο πανεπιστήμιο Οτάγκο, που βρίσκεται στην περιοχή.
Τα αποτελέσματα της μελέτης
Από τις εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι, στην ηλικία των 11 χρόνων, το 94% των συμμετεχόντων είχε υψηλά επίπεδα μολύβδου στο αίμα, πέρα από το ανεκτό όριο. Ωστόσο, η αντίληψη για το αποδεκτό όριο ήταν τότε διαφορετική, γι’ αυτό και οι ενδείξεις δεν έκρουσαν τον κώδωνα ανάγκης θεραπείας κατά της τοξικής ουσίας.
Τις ανησυχητικές υποθέσεις ήρθαν να επιβεβαιώσουν τα αποτελέσματα της τελευταίας μελέτης στα άτομα, σε ηλικία 38 ετών. Η εξέταση έδειξε ότι, όσο πιο εκτεθειμένοι ήταν οι άνθρωποι στο μόλυβδο, κατά την παιδική τους ηλικία, τόσο πιο προβληματική, ασταθής και νευρωτική συμπεριφορά είχαν στην ενήλικη ζωή τους.
Ο ερευνητής Τζόναθαν Σέφερ συμπεραίνει: «Οι επιπτώσεις του μολύβδου πραγματικά μπορούν να διαρκέσουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τρεις έως τέσσερις δεκαετίες. Η έκθεση σε μόλυβδο στην παιδική ηλικία μπορεί να επιβαρύνει την ψυχική υγεία των ανθρώπων που σήμερα είναι πάνω από 40 ή 50 ετών».
Ουσιαστικά, οι περισσότεροι ενήλικες της σημερινής εποχής έχουν εκτεθεί ως παιδιά στο μόλυβδο, αφού η μολυβδούχος βενζίνη κυκλοφορούσε σε όλο τον κόσμο από το 1960 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και απελευθερωνόταν σε μεγάλες ποσότητες στην ατμόσφαιρα και το έδαφος, μέσω των εξατμίσεων των οχημάτων.
Στην Ελλάδα, η μολυβδούχος βενζίνη καταργήθηκε μόλις το 2003.
Τη σημερινή εποχή η έκθεση σε μόλυβδο είναι σπάνια και δεν προέρχεται από τα αυτοκίνητα, αλλά κυρίως από παλιά κτήρια, με υδραυλικές σωληνώσεις και χρώματα, που περιέχουν μόλυβδο.