Υγιείς στρατηγικές διαχείρισης ακολούθησαν οι Έλληνες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το στρες, το θυμό και τη μοναξιά που προκάλεσε η πανδημία κατά το πρώτο κύμα της, όπως καταδεικνύουν τα προκαταρτικά αποτελέσματα παγκόσμιας έρευνας*, στην οποία συμμετέχει και η χώρα μας.

Εδικότερα, η πίεση που δέχτηκαν οι πολίτες οδήγησε σε αύξηση του στρες, του θυμού και της μοναξιάς περίπου στο 75% των συμμετεχόντων, με το ποσοστό των ατόμων που δέχτηκαν κάποια ψυχολογική επιβάρυνση να υπερβαίνει το 95% σε αυτά άνω των 65 ετών.

Εντούτοις, οι στρατηγικές διαχείρισης των επιπτώσεων ήταν σε γενικές γραμμές υγιείς, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι, επέλεξαν να περπατήσουν, να ασκηθούν, να ασχοληθούν με τα χόμπι τους ή να επικοινωνήσουν με άλλους, προκειμένου να ανακουφιστούν από την πίεση, χωρίς να καταφεύγουν σε επιβλαβείς στρατηγικές, όπως το αλκοόλ, τα χάπια, τα ναρκωτικά ή τα τυχερά παιχνίδια.

 «Τα αποτελέσματα, όσον αφορά στην αύξηση του στρες, του θυμού και της μοναξιάς, ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενα, εντούτοις αφορούν στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της πανδημίας και  η αποτελεσματικότητα των θετικών αυτών στρατηγικών θα φανούν στη συνέχεια», αναφέρει στο mononews ο εθνικός συντονιστής της εν εξελίξει μελέτης Βασίλειος Μποζίκας, Καθηγητής Ψυχιατρικής, Διευθυντής της Β’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής ΑΠΘ, τονίζοντας ότι η πανδημία, ως ένας πρωτόγνωρος ψυχοπιεστικός παράγοντας, παραμένει ενεργός και επικίνδυνος ακόμα και σήμερα.

Κατά την ίδια περίοδο, οι  Έλληνες επέδειξαν κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά, κυρίως προς τους ηλικιωμένους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη, με το 66% των συμμετεχόντων να αναφέρουν αύξηση στις πράξεις αλληλεγγύης.

«Η ευχάριστη έκβαση είναι ότι οι Έλληνες έδειξαν έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ τους, κυρίως προς τους ηλικιωμένους, οι οποίοι πιέζονται και περισσότερο από την υγειονομική κρίση και παρατηρήθηκε γενικώς βελτίωση της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς. Φαίνεται ότι στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπάρχει ένα ισχυρό και πυκνό κοινωνικό και οικογενειακό δίκτυο,  το οποίο  θα είχε ενδιαφέρον να το δούμε αργότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες», σημειώνει ο κος Μποζίκας.

Αναλυτικά τα αποτελέσματα της μελέτης
Η μελέτη δείχνει ότι, η μέγιστη πλειονότητα των συμμετεχόντων (72%) ανέφεραν επιδείνωση του στρες τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 21% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του στρες, ενώ το 7% να ανέφερε βελτίωση. Μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν βρέθηκαν διαφορές στα ποσοστά επιδείνωσης του στρες, αν και όσον αφορά στα ποσοστά βελτίωσης των επιπέδων του στρες αυτά ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες (12% έναντι 9%).

Επίσης, δεν εντοπίστηκαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των νέων (18-39 έτη) και των ατόμων μέσης ηλικίας (40-64 έτη) στα ποσοστά αύξησης (55%), μείωσης (36% έναντι 33%) ή μικρής μεταβολής των επιπέδων στρες (9% έναντι 12%). Οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών), όμως, παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων του στρες (96%).

Όσον αφορά την μοναξιά, οι περισσότεροι συμμετέχοντες (70%) ανέφεραν επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 27% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων μοναξιάς και το 3% βελτίωση. Στα ποσοστά επιδείνωσης, μείωσης ή μη ουσιαστικών μεταβολών μεταξύ των δύο φύλων δεν εντοπίστηκαν διαφορές. Οι νεαροί ενήλικες (18-39 έτη) ανέφεραν μεγαλύτερα ποσοστά επιδείνωσης της μοναξιάς συγκριτικά με τους ενήλικές μέσης ηλικίας (40-64 έτη), ενώ οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών) παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων της μοναξιάς (96%).

Όσον αφορά στο θυμό, 71% των συμμετεχόντων παρουσίασαν επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 26% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του θυμού και 3% βελτίωση. Βρέθηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά μικρών αλλαγών του θυμού (42% έναντι 39%) αλλά όχι στα ποσοστά επιδείνωσης ή μείωσης των επιπέδων του θυμού. Η ποσοστά επιδείνωσης του θυμού ήταν υψηλότερα στους ηλικιωμένους (96%) αλλά και στους νέους (57%) συγκριτικά με τα άτομα μέσης ηλικίας (53%).

Αλληλέγγυα συμπεριφορά
Η κοινωνικά επωφελής συμπεριφορά (π.χ. προσφορά χρημάτων/πραγμάτων/φαγητού σε άτομα που έχουν ανάγκη) βελτιώθηκε στο 66% των συμμετεχόντων. Το 26% ανέφερε μικρές αλλαγές και στο 1% παρατηρήθηκε επιδείνωσή της τις τελευταίες 2 εβδομάδες, συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων δεν υπήρξαν, αν και οι άνδρες παρουσίασαν κάπως πιο αυξημένα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς (43%) έναντι των γυναικών (40%). Διαφορές δεν βρέθηκαν και στα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς μεταξύ των νεαρών ενηλίκων και των ατόμων μέσης ηλικίας, ενώ οι ηλικιωμένοι βελτίωσαν την κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά τους σε ποσοστό 96%.

«Στροφή» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναφέρθηκε αύξηση του χρόνου χρήσης του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ από το 85% των Ελλήνων των συμμετεχόντων. Αυτή η αύξηση ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες συγκριτικά με αυτή που παρατηρήθηκε στους άνδρες (77% έναντι 72%).

Η χρήση του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ αυξήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ήταν μεγαλύτερη στους νεαρούς ενήλικες (81%) και στους ηλικιωμένους (98%) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (72%).

Οι στρατηγικές διαχείρισης
Οι στρατηγικές που  ακολούθησαν οι Έλληνες για την διαχείριση της πίεσης που προκάλεσε η πανδημία ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (63%), η χρήση του διαδικτύου (61%), τα χόμπι (61%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (60%), η μελέτη ή η μάθηση κάτι νέου (49%), τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (48%), η εργασία στο χώρο ή στο σπίτι (42%), η ενημέρωση για την πανδημία COVID-19 (41%), τα ΜΜΕ (41%), ο χρόνος με ένα κατοικίδιο (36%), καθώς και η σωματική εγγύτητα και η σεξουαλική δραστηριότητα (36%). Άλλες στρατηγικές διαχείρισης, όπως η χρήση αλκοόλ ή ουσιών και τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, είχαν πολύ μικρά ποσοστά.

Για τους άνδρες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η χρήση του διαδικτύου (61%), η άσκηση ή το περπάτημα (59%), τα χόμπι (56%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή  συναναστροφή (55%). Για τις γυναίκες  ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (64%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (62%), η χρήση του διαδικτύου (61%) και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (51%).

Για τους νεαρούς ενήλικες οι στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (65%), η άσκηση ή το περπάτημα (65%), τα χόμπι (65%) και η χρήση του διαδικτύου (62%). Για τα άτομα μέσης ηλικίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (62%), η χρήση του διαδικτύου (60%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (57%). Τέλος,  για  τους ηλικιωμένους οι πιο «δημοφιλείς» στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (58%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (47%).

 

*H Παγκόσμια Μελέτη Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (COH-FIT), στην οποία συμμετέχουν περισσότεροι από 200 ερευνητές από τουλάχιστον 40 χώρες ανά την υφήλιο, βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα παραπάνω ευρήματα αφορούν κυρίως στο διάστημα από 26/4/2020 ως το τέλος Ιουνίου και προκύπτουν από την ανάλυση 7.500 απαντήσεων.