Ένα νέο, πρωτοποριακό φάρμακο, το οποίο δεν είναι αντιβιοτικό, φαίνεται ότι έχει τη δυνατότητα να εμποδίζει όλα τα βακτήρια που προκαλούν σηψαιμία να οδηγήσουν σε βλάβη των οργάνων, από τα αρχικά στάδια της πάθησης.

Προκλινική μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές στο Βασιλικό Κολέγιο Χειρουργών της Ιρλανδίας (RCSI), έδειξε ότι το φάρμακο έχει επίσης τη δυνατότητα να σταματήσει την εξέλιξη της σηψαιμίας σε πολυοργανική ανεπάρκεια, στα μεταγενέστερα στάδια της νόσου.

Η μελέτη παρουσιάστηκε κατά την Ημέρα Έρευνας 2019  του RCSI, από την Dr Sinéad Hurley, μεταδιδακτορική συνεργάτη της Φαρμακευτικής  Σχολής και του Ιρλανδικού Κέντρου Αγγειακής Βιολογίας του RCSI.

Η σηψαιμία εμφανίζεται όταν μια λοίμωξη εισχωρεί στην κυκλοφορία του αίματος και το αμυντικό μας σύστημα δεν μπορεί να την καταπολεμήσει, οδηγώντας τελικά σε πολυοργανική ανεπάρκεια.

«Υπάρχει μόνο ένα σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο, με την έγκαιρη χορήγηση αντιβιοτικών και υγρών, μπορεί να θεραπευτεί η σήψη. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις τα αντιβιοτικά δεν είναι αποτελεσματικά, λόγω της αντοχής στα συγκεκριμένα φάρμακα ή των καθυστερήσεων στην ταυτοποίηση του τύπου των βακτηρίων που προκάλεσε τη μόλυνση. Υπάρχει ανάγκη για μια μη αντιβιοτική θεραπεία που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλα τα στάδια της μόλυνσης, από όλα τα βακτηριακά αίτια της σήψης», σημείωσε ο κύριος ερευνητής, Steve Kerrigan, Αναπληρωτής Καθηγητής Φαρμακολογίας στο RCSI.

Η ανακάλυψη μιας νέας θεραπείας είναι κρίσιμη, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Συμμαχίας για τη Σήψη (World Sepsis Alliance), η επίπτωση της σηψαιμίας αυξάνεται ετησίως κατά 8%.

“Η έρευνά μας έδειξε ότι το εν δυνάμει φάρμακο InnovoSep μπορεί να εμποδίσει την σήψη σε αρχικό στάδιο ή ακόμα και να την θεραπεύσει σε προχωρημένο στάδιο. Το φάρμακο φαίνεται να δρα εμποδίζοντας τα βακτήρια να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να μολύνουν τα όργανα, σταθεροποιώντας τα αιμοφόρα αγγεία στο σημείο της μόλυνσης», σημειώνουν οι ερευνητές.

Σύμφωνα με τους ίδιους, τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα της προκλινικής δοκιμής δημιουργούν ελπίδες για μια νέα, μη αντιβιοτική θεραπεία, που θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική τόσο στα πρώιμα όσο και στα πιο προχωρημένα στάδια της σηψαιμίας.

Η σήψη, αλλιώς γνωστή ως δηλητηρίαση αίματος, θεωρείται ένας σιωπηλός δολοφόνος, καθώς  είναι απρόβλεπτη, γρήγορη και διαγιγνώσκεται δύσκολα, εξαιτίας των μη ειδικών σημείων και συμπτωμάτων. Η ενημέρωση για τα συμπτώματα της νόσου είναι κρίσιμης σημασίας για την έγκαιρη διάγνωση και έναρξη της θεραπείας. Τα σημεία και συμπτώματα της σηψαιμίας μιμούνται αυτά της γρίπης (υψηλή θερμοκρασία, ταχυκαρδία, ταχύπνια, πόνο, ωχρότητα στο δέρμα και καταβολή). Η κύρια διαφορά μεταξύ των συμπτωμάτων της σηψαιμίας και της γρίπης είναι ότι η σηψαιμία αναπτύσσεται αιφνιδίως, ενώ η γρίπη σε περισσότερες ημέρες.

Οποιοσδήποτε τύπος μόλυνσης μπορεί να προκαλέσει σήψη. Φαινομενικά μικροσκοπικές λοιμώξεις στο δέρμα, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, πνευμονία ή σκωληκοειδίτιδα – ακόμη και μια απλή αμυχή στο δέρμα, μπορεί να επιτρέψει στα βακτήρια να εισέλθουν στον οργανισμό και να οδηγήσουν σε σηψαιμία.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ελληνικής Ομάδας Μελέτης της Σήψης, στην Ελλάδα προσβάλλονται ετησίως από τη νόσο  120.000 ασθενείς, εκ των οποίων το 35-50% χάνει τελικά τη ζωή του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Σήψη: Τα τρία συμπτώματα που πρέπει να σας οδηγήσουν στα επείγοντα

 
    

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Νέα, υψηλής «ευαισθησίας» εξέταση για τη σήψη