Προβληματισμό έχει προκαλέσει στις ελληνικές αρχές το συμβάν με τα αντικρουόμενα αποτελέσματα των ελέγχων ανίχνευσης του κορονοϊού στο κρουαζιερόπλοιο «Mein Schiff 6».
Η “περιπέτεια” ξεκίνησε όταν σε δειγματοληπτικό έλεγχο που διενεργήθηκε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας, 12 από τα 150 μέλη του πληρώματος ανιχνεύτηκαν «οριακά θετικά» στον κορονοϊό, θέτοντας σε κατάσταση συναγερμού τον μηχανισμό της χώρας.
Ο έλεγχος έγινε σε ιδιωτικό εργαστήριο, στο Ηράκλειο της Κρήτης, με ταχεία τεστ αντιγόνων, εντούτοις μετά από επαναλαμβανόμενους μοριακούς και αντιγονικούς ελέγχους τα αποτελέσματα δεν επιβεβαιώθηκαν.
Παρότι ο συναγερμός έληξε, το συμβάν έχει προκαλέσει ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία των τεστ αντιγόνων αλλά και των εργαστηρίων που τα διενεργούν, ενώ η περίπτωση ερευνάται προκειμένου να διαπιστωθεί υπό ποιες ακριβώς συνθήκες έγινε το «λάθος».
“Σε δειγματοληπτικό έλεγχο ρουτίνας της εταιρείας αρχικά ανευρέθηκαν 12 ασυμπτωματικά άτομα με οριακά αποτελέσματα, που στη συνέχεια φάνηκε ότι είναι ψευδώς θετικά. Ωστόσο λόγω του επιδημιολογικού προφίλ της διερεύνησης και του ιστορικού υπερμετάδοσης που έχουμε στα κρουαζιερόπλοια έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου.
Για την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας να πρόκειται όντως για πιθανή ανερχόμενη συρροή ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, σε μοριακό έλεγχο που έγινε στο πλοίο βγήκαν αρνητικά, σε δεύτερο που έγινε με τα αντιγόνα οι συγκεκριμένοι 12 και οι 24 επαφές τους βγήκαν όλοι αρνητικοί και σε τελευταίο έλεγχο, ο οποίος ολοκληρώθηκε πριν από λίγο στο «Αττικό», όλοι τους βγήκαν αρνητικοί. Επίσης, ελέγχθηκαν οι επιφάνειες και όλες είναι αρνητικές.”, ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Γκίκας Μαγιορκίνης, κατά τη τηλεοπτική ενημέρωση για τον κορονοϊό την Τρίτη.
Απαντώντας στα εύλογα ερωτήματα που έχουν ανακύψει σχετικά με το προφίλ αξιοπιστίας των τεστ αντιγόνων (όσων θεωρούνται αξιόπιστα) με αφορμή το περιστατικό, ο κος Μαγιορκίνης, τόνισε ότι έχουν μεγάλη ειδικότητα, σημειώνοντας ότι τα θετικά αποτελέσματά τους μέχρι στιγμής έχουν όλα επιβεβαιωθεί σε ελληνικά εργαστήρια. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι φαίνεται να υστερούν περίπου σε ποσοστό 5%-8% ως προς την ευαισθησία τους όταν συγκρίνονται με τα μοριακά, αλλά αυτά που υστερούν φαίνεται ότι αποτελούν παλιές ή και μη μεταδοτικές φορίες. Σε κάθε περίπτωση, κατέστησε σαφές ότι η χρήση τους έχει συγκεκριμένες ενδείξεις και θα πρέπει να εκτελούνται και να ερμηνεύονται από εξειδικευμένο προσωπικό.
Ειδικοί αναφέρουν ότι όταν βγαίνουν θετικοί οι έλεγχοι με ταχεία τεστ πρέπει να επιβεβαιώνονται με μοριακό έλεγχο, ενώ ορισμένοι εξ αυτών εκτιμούν ότι τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα των τεστ αντιγόνων, δεδομένης της υψηλής ειδικότητάς τους, δεν αποκλείεται να οφείλονται και στην έλλειψη εμπειρίας όσον αφορά στη λήψη του δείγματος και τη γενικότερη εφαρμογή της διαδικασίας.
Αναφερόμενος στο συγκεκριμένο περιστατικό, ο κ. Μαγιορκίνης ανέδειξε τη σημασία της ερμηνείας του αποτελέσματος : “Κάποιες φορές τα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρα και κάποιες φορές χρειάζονται follow up. Σε εκείνο το σημείο έγινε ένα μικρό wrong call», σημείωσε ο καθηγητής, τονίζοντας ότι ο έλεγχος που έγινε, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν εντέλει “εξαντλητικός”.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκος Χαρδαλιάς, επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ότι το συμβάν οφείλεται σε παρέκκλιση του εργαστηρίου από τα σχετικά πρωτόκολλα:
«Είναι ξεκάθαρο ότι το πρωτόκολλο που ακολουθείται από τα εργαστήρια, σε σχέση με τη θετικότητα ενός δείγματος, δεν ακολουθήθηκε και είναι κάτι το οποίο το ερευνούμε.
Από εκεί και πέρα όμως, ο μηχανισμός ενεργοποιήθηκε, οι διαδικασίες ακολουθήθηκαν όπως πρέπει και ήμασταν σε θέση από την πρώτη στιγμή να έχουμε εικόνα για το πού πάμε και τι προσπαθούμε να κάνουμε.
Νομίζω ότι η λήξη του συναγερμού έρχεται να αποδείξει ότι και στο κομμάτι των τεστ υπάρχουν οι ασφαλιστικές δικλείδες, που μας εξασφαλίζουν να μπορούμε να ελέγχουμε σε κάθε περίπτωση, κάθε δείγμα και κάθε αποτέλεσμα από όποιο εργαστήριο και αν έρχεται», ανέφερε ο κος Χαρδαλιάς