Την ώρα που ολόκληρη η υφήλιος ασχολείται με την μετάλλαξη του κορονοϊού και τα προβλήματα που ενδέχεται αυτή να επιφέρει στη διαχείριση της πανδημίας, έντονη είναι η επιφυλακτικότητα από την πλευρά των επιστημόνων σχετικά με την αυξημένη μολυσματικότητα των νέων στελεχών του.
Τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την βρετανική Κυβέρνηση λαμβάνουν ακόμα και πολιτική «χροιά», με ορισμένες φωνές να αφήνουν αιχμές για μία απέλπιδα προσπάθειά της να δικαιολογηθεί για την αποτυχημένη διαχείριση της επιδημίας στη χώρα.
Η ασφάλεια των στοιχείων σχετικά με την ποσοτικοποίηση της αύξησης της μολυσματικότητας αμφισβητείται από διάφορες πλευρές, παρότι οι αριθμοί αυτοί συμπεριλαμβάνονται στη σχετική αξιολόγηση από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC). Υιοθετώντας τα στοιχεία που δημοσίευσε η κυβέρνηση της Βρετανίας, το ECDC, κάνει λόγο για “μία μετάλλαξη σημαντικά πιο μεταδοτική από τις προηγούμενες κυκλοφορούσες, με εκτιμώμενη δυναμική αύξησης του αριθμού αναπαραγωγής κατά 0,4 ή μεγαλύτερη και εκτιμώμενη αυξημένη μεταδοτικότητα έως και 70%”. Εντούτοις, ειδικοί υποστηρίζουν ότι η ποσοτικοποίηση αυτή είναι μία πρώτη εκτίμηση, η οποία δεν συνοδεύεται από επιστημονική τεκμηρίωση.
Με βάση τα παραπάνω, ο υψηλός βαθμός ανησυχίας που έχει προκληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο περιρρέεται από ένα κλίμα επιστημονικής αμφισβήτησης, όλες όμως οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για μία εξέλιξη, η οποία πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω και να παρακολουθείται, χωρίς πανικό, καθώς ακόμη και στην περίπτωση επαλήθευσης της αυξημένης μεταδοτικότητας, η κατάσταση είναι πλήρως διαχειρίσιμη.
«Επίσημη έκθεση της υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, που ασχολείται με τη γενετική επιτήρηση των στελεχών, η οποία αποτελεί μία έγκυρη επιστημονική πηγή, καταλήγει σαφώς στο συμπέρασμα ότι δεν γνωρίζουμε ακριβώς το κατά πόσο είναι περισσότερο μολυσματικός αυτός ο ιός και σε τι ποσοστό. Πιθανολογώ ότι η αύξηση των κρουσμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, τάξης μεγέθους 70%, έχει μεταφραστεί ως αποτέλεσμα της εμφάνισης μιας νέας ομάδας ιών. Όμως, δεν υπάρχουν πουθενά επιστημονικά δεδομένα ότι αυτό συνεπάγεται και συγκεκριμένη μολυσματικότητα των συγκεκριμένων αυτών στελεχών», αναφέρει στο mononews.gr ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Δημήτριος Παρασκευής.
Όπως ο ίδιος εξηγεί, πρόκειται για μια ομάδα στελεχών, η οποία πράγματι παρουσιάζει μεταλλαγές, ωστόσο, αυτές δεν προξενούν έκπληξη στην επιστημονική κοινότητα, καθώς ο ιός φυσιολογικά μεταλλάσσεται με την πάροδο του χρόνου. Ακόμα, όμως, και αν ληφθεί υπόψη το χειρότερο σενάριο, πρόκειται για έναν ιό που είναι ήδη πολύ μολυσματικός, άρα δεν αλλάζει κάτι στη θεώρηση απέναντί του και, κατ’ επέκταση, στην αντιμετώπισή του.
«Δεν υπάρχει κάτι παράξενο με αυτές τις μεταλλάξεις. Έχουν εμφανιστεί κατά μόνας. Ο λόγος που έχει δημιουργηθεί όλος αυτός ο θόρυβος είναι το γεγονός ότι για κάποιον λόγο έχουν παρατηρηθεί περισσότερες μεταλλαγές απ’ όσες θα αναμέναμε στο χρονικό διάστημα που παρατηρήθηκαν.
Επειδή ο ιός είναι αρκετά καλά προσαρμοσμένος στον ανθρώπινο οργανισμό, ξεκίνησε δυστυχώς με δεδομένα υψηλής μολυσματικότητας. Έτσι, ακόμα και αν αυτή έχει αυξηθεί, δεν αλλάζει κάτι στην πορεία της πανδημίας, στην πιθανή διαχείρισή της και στο τι περιμένουμε να δούμε», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παρασκευής.
Όσον αφορά στο κρίσιμο ζήτημα του εμβολίου και στο κατά πόσο η μετάλλαξη θα επηρεάσει την αποτελεσματικότητά του, εμφανίζεται καθησυχαστικός: «Δεν πιστεύω ότι θα την επηρεάσει. Σύμφωνα με την εμπειρία μας από τη γρίπη, της οποίας ο ιός μεταλλάσσεται πολύ περισσότερο, δεν μπορεί ο ιός να ξεπεράσει το εμπόδιο του εμβολιασμού τόσο σύντομα. Ενδέχεται να μειώσει λίγο την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, αλλά θα συνεχίσουν να είναι αποτελεσματικά. Πόσο μάλλον γι’ αυτόν τον ιό που μεταλλάσσεται γενικότερα με χαμηλότερο ρυθμό», αναφέρει, κάτι το οποίο έχουν επιβεβαιώσει άλλωστε και οι υπεύθυνες αρχές για την έγκριση του εμβολίου.
Αυτό αφορά σε όλα τα εμβόλια που αναμένονται και η τεχνολογία είναι σύμμαχος στην παράκαμψη των εμποδίων που ενδεχομένως θα προκύψουν.
«Τα εμβόλια στοχεύουν ή παράγουν αντισώματα από τους μηχανισμούς του αμυντικού μας συστήματος, έναντι μίας πολύ μεγάλης περιοχής πρωτεΐνης του ιού, η οποία δεν επηρεάζεται από πολύ μικρά σημεία. Επίσης, ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα της τεχνολογίας είναι ότι τα εμβόλια μπορούν πολύ εύκολα να επικαιροποιηθούν, σε περίπτωση που ένα νέο στέλεχος μάς δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητά τους», αναφέρει ο καθηγητής.
Σε ερώτηση σχετικά με τον αν όταν αρχίσουμε να «ενοχλούμε» τον ιό με εμβόλια μπορεί εκείνος να αρχίσει να μεταλλάσσεται προκειμένου να επιβιώσει, απαντά: «Είναι πιθανό να συμβεί αυτό, αλλά ακόμα και όταν πρόκειται για έναν ιό όπως αυτός της γρίπης, απαιτείται χρόνος για να φτάσει στο σημείο το εμβόλιο να χάσει μερικώς την ενεργότητά του. Έστω και αν δεν υπάρξει ένα επικαιροποιημένο εμβόλιο, ο ιός δεν έχει τη δυνατότητα να υπερκεράσει την προστασία που παρέχει απ’ όλα τα στελέχη».
Στο θέμα αναφέρθηκε κατά τη χθεσινή (21/12) συνέντευξη τύπου του υπουργείου Υγείας για την παρουσίαση του επικαιροποιημένου Εθνικού Σχεδίου Εμβολιασμού και η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής, Μαρία Θεοδωρίδου. Προς την ίδια κατεύθυνση, η κ. Θεωδορίδου τόνισε ότι, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες και από την Αγγλία αλλά και από άλλα κράτη όπου έχουν παρατηρηθεί μεταλλάξεις και μελετώνται, δεν φαίνεται αυτές να είναι καθοριστικές για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.
«Δεν γνωρίζουμε καν και αν ισχύει αυτή η ιδιότητα που τους αποδίδουν, περί μεγαλύτερης μεταδοτικότητας. Πάντα υπάρχει μία παρακολούθηση. Δεν υπάρχει, όμως, φόβος, ούτε σχέδιο για αλλαγή των προγραμματισμένων εμβολιασμών.
Εκείνο που υπάρχει σαν γνώση είναι ότι ένα από τα πλεονεκτήματα αυτών των νέων εμβολίων, είναι ότι μπορεί πολύ εύκολα να αναπροσαρμοστούν σε περιπτώσεις μεταβολών, όπως οι γενετικές αυτές μεταλλάξεις», σημείωσε η καθηγήτρια, απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Στο πλαίσιο της «Εμβληματικής δράσης για Επιδημιολογική μελέτη του SARS-CoV-2 στην Ελλάδα μέσω εκτεταμένων εξετάσεων ανίχνευσης του ιού και αντισωμάτων, αλληλούχισης ιικών γονιδιωμάτων και γενετικής ανάλυσης ασθενών», οι μεταλλάξεις του ιού κατά το πρώτο και δεύτερο κύμα της πανδημίας αναλύονται και στην Ελλάδα.
Σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ, ο καθηγητής Ιστολογίας και διευθυντής του εργαστηρίου Ιστολογίας – Εμβρυολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Βασίλης Γοργούλης, εξήγησε ότι κάθε νέα μετάλλαξη που εντοπίζεται μπαίνει στο μικροσκόπιο της ανάλυσης και εξετάζεται η επίδραση που μπορεί να έχει στη δομή των πρωτεϊνών του ιού και συγκεκριμένα της πρωτεΐνης ακίδα.
«Και στην Ελλάδα είμαστε στη φάση των αναλύσεων των μεταλλάξεων και θέλουμε να δούμε ποια σχέση έχουν αυτές οι μεταλλάξεις με την πρώτη μετάλλαξη που εμφανίστηκε στην Ουχάν της Κίνας. Ποια γενετική απόσταση έχει το στέλεχος που εντοπίστηκε στην Κίνα με αυτά που εμφανίζονται στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο», ανέφερε ο καθηγητής, υπογραμμίζοντας ότι σχετικά με την νέα μετάλλαξη παραμένουν πολλά ερωτήματα, τα οποία θα απαντηθούν μέσα από περαιτέρω έρευνα.