Ανησυχία έχει προκαλέσει η είδηση ότι εντοπίστηκαν κρούσματα του μεταλλαγμένου -και ενδεχομένως πιο μολυσματικού- στελέχους του Sars-Cov-2 και στη χώρα μας.

Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη για τους επιστήμονες, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εκδοχή του ιού, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει «ταξιδέψει» στην πλειονότητα των χωρών εντός της Ευρώπης αλλά και σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο.

Σε ελέγχους που έγιναν με ταχεία τεστ στο αεροδρόμιο Ελ Βενιζέλος, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, εντοπίστηκαν 6 «θετικοί» επιβάτες, οι οποίοι κατέφθασαν στη χώρα από το Ηνωμένο Βασίλειο με διαφορετικές πτήσεις. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε μοριακό τεστ (PCR), μέσω του οποίου επιβεβαιώθηκαν οι 4. Έπειτα από αλληλούχιση που έγινε στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, επιβεβαιώθηκε ότι φέρουν το μεταλλαγμένο στέλεχος, το οποίο ουσιαστικά έχει εντοπιστεί από το Σεπτέμβριο.

Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για Έλληνες φοιτητές και έναν αλλοδαπό, οι οποίοι έχουν μεταφερθεί σε ξενοδοχείο καραντίνας, όπου και θα παραμείνουν για τουλάχιστον 10 ημέρες. Όλοι είναι ηλικίας 20-30 ετών και δεν παρουσιάζουν συμπτώματα συμβατά με τη λοίμωξη Covid-19. Μετά την πάροδο των 10 ημερών θα υποβληθούν και πάλι σε μοριακό έλεγχο και η καραντίνα θα λήξει μόνον εφόσον τα αποτελέσματα είναι αρνητικά.

Υπενθυμίζεται ότι, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, όλοι οι επιβάτες που εισέρχονται στην Ελλάδα με πτήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο υποβάλλονται σε rapid test και σε δεκαήμερο υποχρεωτικό προληπτικό περιορισμό, κατ’ οίκον ή στον τόπο προσωρινής διαμονής που δηλώνεται στη φόρμα PLF. Εξαίρεση αποτελούν όσοι παραμένουν στη χώρα για μικρότερο χρονικό διάστημα, οπότε ο προσωρινός περιορισμός ισχύει μέχρι την αναχώρησή τους.

Σημειώνεται, ότι μετά την ανακοίνωση των στοιχείων από τη βρετανική Κυβέρνηση, το μέτρο αυτό προστέθηκε στα ήδη υφιστάμενα, που περιλαμβάνουν την υποχρέωση όλων των ταξιδιωτών να έχουν αρνητικό μοριακό test 72 ωρών και να συμπληρώνουν υποχρεωτικά τη φόρμα PLF προκειμένου να εισέλθουν στην Ελληνική Επικράτεια.

Οι ενδείξεις

Σύμφωνα με στοιχεία που κοινοποίησε προ ημερών η βρετανική Κυβέρνηση, τα οποία επικαλείται τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όσο και το  Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), πρόκειται για «μία μετάλλαξη σημαντικά πιο μεταδοτική από τις προηγούμενες κυκλοφορούσες, με εκτιμώμενη δυναμική αύξησης του αριθμού αναπαραγωγής κατά 0,4 ή μεγαλύτερη και εκτιμώμενη αυξημένη μεταδοτικότητα έως και 70%». Όπως εξηγούν ειδικοί, η ποσοτικοποίηση αυτή είναι μία πρώτη εκτίμηση η οποία επί του παρόντος δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά.

Ακόμα, όμως, και αν ληφθεί υπόψη το χειρότερο σενάριο, και η μεταδοτικότητα είναι όντως αυξημένη, δεν αναμένεται να επιφέρει αλλαγές στη θεώρηση απέναντί στον ιό και στην αντιμετώπισή του, καθώς είναι ήδη πολύ μολυσματικός.

Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι προκαλεί σοβαρότερη νόσηση ή αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Ωστόσο, εκτιμάται ότι εάν μεταδίδεται πολύ πιο εύκολα, θα οδηγήσει σε περισσότερες νοσηλείες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα συστήματα υγείας και την ποιότητα φροντίδας προς τους ασθενείς.

Σύμφωνα με Βρετανούς επιστήμονες, η συγκεκριμένη μετάλλαξη φαίνεται να έχει υψηλότερη τάση να μολύνει τα παιδιά, σε σχέση με προηγούμενες κυκλοφορούσες. Διευκρινίζεται, όμως, ότι απαιτείται περεταίρω έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτό ισχύει ή όχι.

«Σχετικά με το μεταλλαγμένο στέλεχος που εξαπλώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πρώτες αναλύσεις από τον Οργανισμό Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας που έγιναν σε 1.769 περιπτώσεις του νέου τύπου, σε σύγκριση με άλλες 1.769 περιπτώσεις του άγριου τύπου, ενισχύουν ότι δεν είναι πιο παθογόνο αυτό το στέλεχος και ότι δεν αυξάνονται οι πιθανότητες επαναμόλυνσης.

Δηλαδή, αν έχουμε μολυνθεί στο παρελθόν από τον προηγούμενο τύπο ιού, δεν έχουμε αυξημένες πιθανότητες να μολυνθούμε με τον νέο τύπο ιού. Το θέμα που παραμένει ακόμα, είναι να δούμε κατά πόσο έχει αυξημένη μολυσματικότητα, το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει, εάν και εφόσον αποδειχθεί αυτό, να αυξήσουμε το ποσοστό κάλυψης εμβολιασμού στον πληθυσμό», δήλωσε πρόσφατα ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας -Υγιεινής, Γκίκας Μαγιορκίνης.

Τι ψάχνουν οι επιστήμονες

Η επιστημονική κοινότητα  ήδη μελετά εντατικά τη νέα εκδοχή του ιού, προκειμένου να ελέγξει την εξάπλωσή του. Τα ερωτήματα που επιχειρεί να απαντήσει είναι εάν μεταδίδεται πιο εύκολα από άτομο σε άτομο, εάν προκαλεί ήπια ή πιο σοβαρή νόσο, εάν ανιχνεύεται από τα διαθέσιμα τεστ, εάν αποκρίνεται σε φάρμακα που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος για τη θεραπεία της COVID-19 και εάν επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι της νόσου.

Ειδικά ως προς τα εμβόλια, μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο και οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν απίθανο αυτό το ενδεχόμενο, λόγω της φύσης της ανοσολογικής απόκρισης στον ιό.

«Προς το παρόν δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το εμβόλιο αυτό δεν είναι αποτελεσματικό εναντίον του νέου στελέχους», δήλωσε η Έμερ Κουκ, γενική διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), σε συνέντευξη Τύπου κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η έγκριση του εμβολίου των Pfizer / BioNTech (mRNA), το οποίο είναι και το μοναδικό διαθέσιμο μέχρι στιγμής στη χώρα μας.

Ακόμη, όμως, και αν αποδειχθεί κάτι τέτοιο, ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα της τεχνολογίας mRNA είναι ότι τα εμβόλια μπορούν πολύ εύκολα να επικαιροποιηθούν, σε περίπτωση που ένα νέο στέλεχος επηρεάζει σημαντικά την αποτελεσματικότητά τους.