Τα κονδυλώματα είναι οι μυρμηγκιές των γεννητικών οργάνων και ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια του ιού HPV (Human Papilloma Virus), του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων.

Πρόκειται για το πιο συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, αφού περίπου το 80% του πληθυσμού των σεξουαλικά ενεργών ατόμων θα έρθουν σε επαφή με τον ιό σε κάποια στιγμή της ζωής τους.

1

Από αυτούς, μόνο το ένα τέταρτο θα κάνουν κλινική εκδήλωση, δηλαδή θα εμφανίσουν κονδυλώματα ορατά κατά την κλινική εξέταση.

Πώς μεταδίδονται;

«Με τη σεξουαλική επαφή. Όταν κάποιο άτομο έρθει σε επαφή με τον ιό προκύπτουν δύο ενδεχόμενα: ή θα παραμείνει φορέας ή θα απορρίψει τον ιό. Εάν δεν κολλήσει άλλο στέλεχός του μετά από δύο χρόνια μπορεί να αυτοϊαθεί, κάτι το οποίο συμβαίνει στο 50% των περιπτώσεων», εξηγεί ο κ. Κωνσταντίνος Μηλεούνης, Διευθυντής Δερματολόγος στο Metropolitan Hospital.

Κωνσταντίνος Μηλεούνης, Διευθυντής Δερματολόγος στο Metropolitan Hospital
Κωνσταντίνος Μηλεούνης, Διευθυντής Δερματολόγος στο Metropolitan Hospital

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Δυστυχώς δεν υπάρχει εξέταση αίματος που να τεκμηριώνει την ύπαρξη του ιού. Συνεπώς, η διάγνωση γίνεται κατά κανόνα κλινικά. Όταν κατά την κλινική εξέταση εντοπιστούν κάποια μικρά σπυράκια, η μόλυνση από τον ιό δεδομένη. Εάν χρειαστεί να τεκμηριωθεί η διάγνωση, θα γίνει βιοψία σε δείγμα δέρματος.

«Εάν θέλουμε να δούμε για ποιο στέλεχος του ιού πρόκειται, θα κάνουμε PCR. Είναι μια τεχνική ελέγχου που μας επιτρέπει όχι μόνο να διαπιστώσουμε την ύπαρξη του ιού αλλά και να δούμε συγκεκριμένα το στέλεχός του. Η διαπίστωση της «ταυτότητας» του στελέχους έχει σημαντική κλινική αξία, καθώς ορισμένα από αυτά ενοχοποιούνται για την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.

Διαπιστώνοντας, συνεπώς, το στέλεχος του ιού μπορούμε να ελέγξουμε αν αυτό είναι υψηλού ή χαμηλού κινδύνου όσον αφορά στην πρόκληση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Μάλιστα τα ίδια στελέχη είναι υπεύθυνα για τον καρκίνο του πρωκτού και για τον καρκίνο του πέους, ωστόσο αυτοί οι δύο είναι πολύ πιο σπάνιοι καρκίνοι από αυτόν του τραχήλου της μήτρας», επισημαίνει ο ιατρός.

Ποια είναι η θεραπεία;

Στην περίπτωση που υπάρξει κάτι ανησυχητικό κατά την κλινική εξέταση, ξεκινάει θεραπεία, η οποία συνίσταται στην καταστροφή των βλαβών (τα σπυράκια) είτε με κρυοθεραπεία με τη χρήση υγρού αζώτου είτε με «κάψιμο» με λέιζερ.

Προσοχή όμως: με τη θεραπεία αυτή, δυστυχώς, δεν «σκοτώνεται» ο ιός, καταστρέφεται όμως η εκδήλωσή του. Για να μειωθεί η πιθανότητα υποτροπής και η ασυμπτωματική μετάδοση, η παραπάνω θεραπεία συμπληρώνεται με τοπική αγωγή, η οποία κάνει ανοσοδιέγερση, δηλαδή ανεβάζει την άμυνα του οργανισμού απέναντι στις υποτροπές και την ασυμπτωματική μετάδοση.

Μέτρα προφύλαξης

«Ένα μέτρο προφύλαξης είναι η χρήση προφυλακτικού, ωστόσο αυτό είναι αποτελεσματικό κατά περίπου 80% όσον αφορά στη μετάδοση του ιού, καθώς αφήνει συνήθως τη βάση του πέους εκτεθειμένη.

Ένα άλλο μέτρο είναι το εμβόλιο κατά του ιού (9-18 ετών, με σύσταση την πραγματοποίησή του κατά το «ηλικιακό παράθυρο» των 9 με 11 ετών) για κορίτσια και αγόρια. Το πιο αποτελεσματικό μέτρο, βέβαια, είναι η αποφυγή της έκθεσης στον ιό μέσω της ύπαρξης σταθερού ερωτικού συντρόφου («μονογαμική» σχέση)», καταλήγει ο κ. Μηλεούνης.

Διαβάστε επίσης:

Κορονοϊός: Αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου τουλάχιστον 18 μήνες μετά τη λοίμωξη