Κατηγορηματικός όσον αφορά στην ασφάλεια των εμβολίων εμφανίστηκε ο Καθηγητής Αιματολογίας, της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Σορβόνης και επιστημονικός σύμβουλος της Hellenic Healthcare Group (HHG), Γρηγόριος Γεροτζιάφας, στο πλαίσιο της Πανελλήνιας Επιστημονικής Διαδικτυακής Εκδήλωσης που διοργάνωσε η HHG, με θέμα «Κορονοϊός και Επιπτώσεις – Εμβόλια».

Με αφορμή το σκεπτικισμό που επικρατεί γύρω από τα εμβόλια έναντι της Covid-19, o διεθνούς φήμης καθηγητής τόνισε ότι τα ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων «ανήκουν» στην εποχή του 1950, όταν δεν υπήρχε γνώση και εμπειρία, εκφράζοντας την άποψη ότι οποιαδήποτε τέτοιου είδους συζήτηση σήμερα είναι κακοπροαίρετη.

«Η ερώτηση περί ασφάλειας των εμβολίων θα έπρεπε να γίνεται το 1950, όχι σήμερα. Οι μελέτες που γίνονται σήμερα είναι υψηλής ευαισθησίας στο να εντοπίζουν προβλήματα ασφάλειας. Όταν το 1950 ξεκινούσαν τα συστήματα τους γενικούς εμβολιασμούς, τότε πραγματικά είχαμε τεχνολογίες και μεθοδολογίες, οι οποίες για πρώτη φορά εφαρμόζονταν μαζικά στον άνθρωπο. Σύμφωνα με άρθρο του 1953, το εμβόλιο της Ινφλουέντζας, με τους αδρανοποιημένους ιούς, είχε δοκιμαστεί σε μόλις 1500 ασθενείς. Σήμερα συμμετέχουν περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι στις μελέτες, ενώ έχουμε μία τεράστια εμπειρία. Θεωρώ ότι η συζήτηση περί ασφάλειας των εμβολίων σήμερα είναι κακοπροαίρετη», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Γεροτζιάφας.

Χ. Γώγος: «Θα κάνω πρώτος το εμβόλιο αν μπορώ»

Ο Kαθηγητής Παθολογίας, πρόεδρος της Επιτροπής Λοιμώξεων, Metropolitan General, Χαράλαμπος Γώγος, αναφέρθηκε εκτός από την ασφάλεια των εμβολίων και στην «απροσδόκητα υψηλή» αποτελεσματικότητά τους και υπογράμμισε την πρόθεσή του να εμβολιαστεί από τους πρώτους όταν ξεκινήσει ο εμβολιασμός των υγειονομικών στην Ελλάδα.

«Φυσικά θα κάνω το εμβόλιο πρώτος, αν μπορώ. Είμαι μέσα στους πρώτους που θα το κάνουν», δήλωσε χαρακτηριστικά απαντώντας σε σχετική ερώτηση, «Αυτή τη στιγμή οι μόνες παρενέργειες που έχουν αναφερθεί είναι ελάχιστες περιπτώσεις αλλεργικών αντιδράσεων, οι οποίες αφορούσαν σε άτομα με πολύ σοβαρού βαθμού αλλεργία», σημείωσε.

Παράλληλα, επεσήμανε ότι το εμβόλιο που αναμένεται έχει ένδειξη για όλες τις υπόλοιπες ομάδες του πληθυσμού εκτός από τις εγκύους, δεδομένου ότι δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα και τα παιδιά, καθώς οι μελέτες ακόμα “τρέχουν” και δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.

Χαράλαμπος Γώγος, καθηγητής Παθολογίας, πρόεδρος της Επιτροπής Λοιμώξεων, Metropolitan General

«Τα εμβόλια είναι απολύτως ασφαλή και τα δεδομένα αποτελεσματικότητας εξαιρετικά. Τα mRNA εμβόλια (σ.σ. όπως το πρώτο που θα χρησιμοποιηθεί στη χώρα) βασίζονται σε μία πολύ σύγχρονη τεχνολογία, η οποία έχει ένα επιπλέον πλεονέκτημα: ότι μπορούμε τάχιστα να αλλάζουμε τους στόχους μας, ανάλογα με τις μεταλλάξεις του ιού. Δηλαδή μπορούμε μέσα σε δύο μήνες να τροποποιήσουμε το εμβόλιο όταν υπάρχει μετάλλαξη. Και φυσικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με το γενετικό υλικό. Το RNA μένει εξωπυρηνικά, στο κυτταρόπλασμα, καταστρέφεται γρήγορα, εξαφανίζεται μέσα σε 10-15 ημέρες και κάνει απλά την αντιγονική δράση που απαιτείται για την παραγωγή αντισωμάτων», σημείωσε ο κ. Γώγος.

Όπως ο ίδιος τόνισε, το εμβόλιο μπορούν με ασφάλεια να το κάνουν ακόμη και ανοσοκατεσταλμένοι, για τους οποίους έχει γίνει συζήτηση, απλά η ανταπόκριση σε αυτήν την ομάδα του πληθυσμού ίσως να είναι λίγο μικρότερη, λόγω της ανεπάρκειας της ανοσολογικής τους απάντησης.

Τέλος σημείωσε ότι παρότι πλέον υπάρχει γνώση και εμπειρία σχετικά με τον ιό, παραμένουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα και τόνισε ότι ενώ οι προσδοκίες από τα εμβόλια είναι μεγάλες, δεν μπορούν από μόνα τους να αντιμετωπίσουν την πανδημία.

«Δεν τα έχουμε λύσει όλα. Ακόμα είναι σκοτεινό το μέλλον με τον ιό. Περιμένουμε τα εμβόλια, ελπίζουμε στα εμβόλια, έχουμε πάρα πολύ μεγάλες πιθανότητες να ελέγξουμε την πανδημία με τα εμβόλια. Ωστόσο, η αντιμετώπιση των επιδημιών απαιτεί και άλλα μέτρα. Χρειάζονται μέτρα για την προστασία των οικονομικά, κοινωνικά και υγειονομικά ευάλωτων, για την προστασία της φύσης, μέτρα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Όλα αυτά παίζουν ρόλο στις επιδημίες. Γιατί οι επιδημίες δεν αντιμετωπίζονται μόνο με φάρμακα και εμβόλια, αλλά με ολιστική προσέγγιση και κυρίως με προστασία της δημόσιας υγείας», κατέληξε ο καθηγητής.