Από την αρχή της πανδημίας υπήρξε έντονος διάλογος, σχετικά με τους θανάτους «από ή με Covid-19», με πολλούς να αναρωτιούνται αν ορισμένοι από αυτούς που καταγράφονται μπορεί στην πραγματικότητα οφείλονται σε κάποια άλλη αιτία.

Στο θέμα αυτό αναφέρθηκε ο  Επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου,  Θοδωρής Λύτρας, σε στρογγυλή τράπεζα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, δίνοντας απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, σε μία προσέγγιση του θέματος μέσω της «υπερβάλλουσας θνησιμότητας».

Η «υπερβάλλουσα θνησιμότητα» υπολογίζεται από το σύνολο των θανάτων που παρατηρούνται, ανεξαρτήτως αιτίας, σε σύγκριση με αυτούς που αναμένονται για την αντίστοιχη εποχή, βάσει των θανάτων που καταγράφηκαν τις προηγούμενες χρονιές.

Πολύτιμο «εργαλείο» γι’ αυτό το σκοπό είναι η ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, EUROMOMO.

«Τα στοιχεία από το δείκτη EUROMOMO, δείχνουν ότι στις χώρες της Ευρώπης, ενώ στην αρχή του 2020 υπήρχε μία πολύ μικρή αύξηση των θανάτων λόγω της εποχικής γρίπης, παρουσιάζεται μία τεράστια αιχμή τις εβδομάδες που εμφανίστηκε ο κορονοϊός στην ήπειρό μας. Η αιχμή αυτή είναι πολύ υψηλότερη από ότι έχουμε δει τα προηγούμενα χρόνια στο δίκτυο  EUROMOMO και αν, μάλιστα, πάρουμε τις πλέον πληγείσες χώρες, όπως η Αγγλία και η Ισπανία, βλέπουμε αιχμές που πραγματικά δεν τις έχουμε ξαναδεί», τόνισε.

Εντούτοις, οι επιστήμονες έχουν θέσει στο τραπέζι και το ενδεχόμενο η υπερβάλλουσα θνησιμότητα να μην οφείλεται άμεσα στην Covid 19, αλλά στην έλλειψη φροντίδας για χρόνια νοσήματα, ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε κυρίως κατά το πρώτο κύμα της επιδημίας.

«Σίγουρα υπάρχει και αυτός ο παράγοντας και είναι και αυτός υπό μελέτη. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των θανάτων αυτών είναι σίγουρο ότι αφορά κορονοϊό, ο οποίος δεν επιβεβαιώθηκε εργαστηριακά», σημείωσε ο καθηγητής τονίζοντας:.

«Η συζήτηση σχετικά με θανάτους από Covid19 ή με Covid19 είναι άνευ νοήματος. Και αυτό γιατί ο θάνατος είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Ποτέ δεν φταίει μόνο μία αιτία. Δηλαδή, εάν κάποιος καπνιστής πάθει έμφραγμα και αποβιώσει, τι τον σκότωσε; Το έμφραγμα ή το τσιγάρο; Είναι βέβαιο ότι κανείς δεν φουσκώνει τους θανάτους».

Πάντως, όπως δείχνουν τα στοιχεία, καθ’ όλη την διάρκεια της πανδημίας, στην Ελλάδα δεν υπήρξε υπερβάλλουσα θνησιμότητα, κάτι που έχουν επισημάνει τόσο ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, όσο και ο καθηγητής Γκίκας Μαγιορκίνης.

Έλεγχος στα γηροκομεία

Ειδική αναφορά έκανε ο κος Λύτρας στους θανάτους που καταγράφονται σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, αφήνοντας αιχμές για τους τρόπους με τους οποίους ελέγχονται οι χώροι και το προσωπικό. Τόνισε μάλιστα ότι αυτό το πεδίο είναι αρκετά υποεκτιμημένο καθώς η τελική θνησιμότητα μίας χώρας θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το μέτωπο.

«Σε όλη την Ευρώπη, περίπου οι μισοί θάνατοι έχουν συμβεί σε γηροκομεία. Προφανώς γιατί συγκεντρώνονται άνθρωποι με πολλά προβλήματα υγείας και αποτελούν και έναν χώρο στον οποίο αν εισαχθεί ο κορονοϊός διαδίδεται ταχύτατα και μολύνει όλους τους τρόφιμους.

Το να επεμβαίνουμε σε έναν χώρο όπου έχει εκδηλωθεί ένα κρούσμα και φυσικά έχουν μολυνθεί  οι μισοί και παραπάνω φιλοξενούμενοι δεν λέει κάτι. Αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε στους χώρους αυτούς, λόγω του πολύ μεγάλου κινδύνου, είναι τουλάχιστον περιοδική λήψη δειγμάτων, ώστε με το που θα εμφανιστεί ένα κρούσμα να τεθούν όλοι σε απομόνωση πριν γίνει το κακό», ανέφερε ο καθηγητής.

Οι αριθμοί δε λένε την αλήθεια

Ο κος Λύτρας επεσήμανε ότι οι αριθμοί που ανακοινώνονται καθημερινά δεν αντικατοπτρίζουν το πραγματικό πρόβλημα, κάτι το οποίο αναγνωρίζουν βέβαια όλοι οι επιστήμονες, και έθεσε υπό αμφισβήτηση την σημαντικότητα της ιχνηλάτησης στον έλεγχο της πανδημίας.

«Οι αριθμοί δε λένε όλη την αλήθεια. Και δε λένε όλη την αλήθεια γιατί τα εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι του συνόλου των πραγματικών κρουσμάτων Covid 19.  Επίσης, οι εργαστηριακά επiβεβαιωμένοι θάνατοι υπολείπονται όσων θανάτων οφείλονται στην πραγματικότητα στην Covid 19», τόνισε.

Από μελέτες στις ΗΠΑ, την Ισπανία αλλά και δική μας οροεπιδημιολογική μελέτη, κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων εκτιμάται ότι είναι περίπου 10 φορές μεγαλύτερος από αυτόν των επισήμως καταγεγραμμένων.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία ο κος Λύτρας εξέφρασε αμφιβολίες για τη σημαντικότητα της ιχνηλάτησης στην ανάσχεση της επιδημίας, καθιστώντας πάντως σαφές ότι καλώς γίνεται. Παράλληλα, σημείωσε ότι η πραγματική επίπτωση του κορονοϊού στην κοινότητα μπορεί να εκτιμηθεί μόνο με τυχαίους δειγματοληπτικούς ελέγχους και οροεπιδημιολογικές μελέτες, ώστε να υπάρχει εικόνα για το σύνολο των ανθρώπων που πραγματικά έχουν μολυνθεί.

Τέλος, ανέδειξε τον αριθμό των σοβαρών κρουσμάτων και των θανάτων ως πιο αξιόπιστο δείκτη της εξάπλωσης της επιδημίας, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι υπάρχει μια «διαφορά φάσης» από τη διάγνωση (διάμεση 3 ημέρες η ΜΕΘ, 12 ημέρες οι θάνατοι), καθώς και ορισμένου βαθμού υποανίχνευση.

«Με μόλις το 1/10 των κρουσμάτων να ανιχνεύεται και τις περισσότερες μεταδόσεις να γίνονται πριν τη διάγνωση και πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων, το παιχνίδι για τον έλεγχο της πανδημίας, σίγουρα δεν παίζεται στην ιχνηλάτηση», σημείωσε.

Ειδικά ως προς την αναλογία καταγεγραμμένων και συνολικών κρουσμάτων, ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι, λόγω και των αυξημένων εργαστηριακών ελέγχων, κατά το δεύτερο κύμα θα παρουσιάζει μείωση.

Αναφερόμενος στο μέλλον της πανδημίας, ο καθηγητής τόνισε ότι θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι να δημιουργηθεί ανοσία αγέλης, είτε με εμβόλιο είτε με φυσική νόσηση.

«Μπορούμε να μειώσουμε το ρυθμό διάδοσης με τα μέτρα δημόσιας υγείας, αλλά η μόνη πιθανή κατάληξη είναι η ανοσία αγέλης.  Εάν η ανοσία στον ιό δεν έχει μεγάλη διάρκεια -υπάρχει μία μικρή πιθανότητα- τότε μπορεί να γίνει ενδημικός», εξήγησε ο κος Λύτρας κατά την εισήγησή του.