Αύξηση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια αναμένεται στο μέλλον, όπως τόνισαν ειδικοί κατά τη διάρκεια του Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Καρδιολόγων Ελλάδος, που διεξήχθη στον Βόλο.
Σύμφωνα με τους ίδιους, η αύξηση αυτή είναι αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, της καλύτερης αντιμετώπισης των νοσημάτων-αιτιών, αλλά κυρίως της βελτίωσης της επιβίωσης της ίδιας της νόσου.
Υπολογίζεται ότι από το σύνδρομο πάσχουν ήδη 100 χιλιάδες άτομα στην Ελλάδα και 26 εκατομμύρια παγκοσμίως, και για την αντιμετώπισή του δαπανώνται εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σ’ όλον τον κόσμο. Λόγω της αύξησης του επιπολασμού της καρδιακής ανεπάρκειας αλλά και λόγω της εισαγωγής νέων φαρμακευτικών θεραπειών καθώς και συσκευών, υπάρχει η πρόβλεψη ότι σε 10 χρόνια η δαπάνη των συστημάτων υγείας για τη νόσο σχεδόν θα διπλασιαστεί. Οπότε είναι καταφανής η ανάγκη για μείωση της νοσηρότητας του συνδρόμου, δηλαδή για πρόληψη των επανανοσηλειών.
Καρδιακή ανεπάρκεια είναι η κατάσταση κατά την οποία ο μυς της καρδιάς αποδυναμώνεται λόγω βλάβης από έμφραγμα ή υψηλής αρτηριακής πίεσης και βαθμιαία η καρδιά χάνει την ικανότητά της να αντλεί αρκετό αίμα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του οργανισμού. Πρόκειται για μία πάθηση, η οποία δεν αναπτύσσεται «εν μία νυκτί», αλλά ξεκινά αργά και επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Η επίπτωσή της στον πληθυσμό αυξάνει δραματικά με την ηλικία και εκτιμάται ότι σήμερα 8 στους 1000 άνδρες ηλικίας 50-59 και 66 στους 1000 ηλικίας 80-89, πάσχουν από την νόσο.
Τα νέα αντιπηκτκά στην κολπική μαρμαρυγή
Όσον αφορά στην κολπική μαρμαρυγή, η οποία αποτελεί την πιο συχνή αρρυθμία και η κύρια επίπτωσή της είναι η αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, παρουσιάστηκαν στοιχεία για τα νέα αντιπηκτικά φάρμακα δαμπιγκατράνη, ριβαροξαμπάνη και απιξαμπάνη. Τα νέα φάρμακα είναι ιδανικά για ασθενείς στους οποίους έχει αποδειχθεί δύσκολη ή ακατόρθωτη, η καλή ρύθμιση του INR με την κλασική αγωγή με βαρφαρίνη, για ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση σε εργαστήριο, όπως οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών, και για ασθενείς που με την κλασική αγωγή είχαν αιμορραγία.
Επισημάνθηκε δε ότι η λήψη κλινικών αποφάσεων για το είδος της αντιπηκτικής αγωγής καθοδηγείται από τα προσδοκώμενα οφέλη, τους κινδύνους, το κόστος και τις προτιμήσεις του ασθενούς.
Για την αξία του γονιδιακού ελέγχου που κατέστη εφικτός τα τελευταία έτη μετά τη χαρτογράφηση του γονιδιακού υποστρώματος κληρονομούμενων καρδιαγγειακών νοσημάτων σημειώθηκε ότι τα οφέλη είναι εξαιρετικά σημαντικά τόσο για τον ασθενή όσο και για την οικογένειά του, αφού η γνώση του δίνει τη δυνατότητα αυξημένης διαγνωστικής ακρίβειας και ορθότερης διαχείρισης της νόσου.