Τι οδηγεί ένα άτομο στο κάπνισμα, το οποίο κοστίζει περισσότερες από 5 εκατ. ζωές το χρόνο παγκοσμίως; Τι ρόλο παίζουν τα συναισθήματα σε αυτή την συμπεριφορά εθισμού; Γιατί κάποιοι καπνίζουν συχνότερα ή υποτροπιάζουν πολλά χρόνια μετά την διακοπή της βλαβερής συνήθειας;
Μια ομάδα ερευνητών που εδρεύει στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ φέρνει στο φως νέες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, χάρη σε μια σειρά τεσσάρων αλληλένδετων μελετών. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, το συναίσθημα που παίζει έναν ιδιαίτερα ισχυρό στην πρόκληση της εθιστικής συμπεριφοράς, σε σχέση με άλλα αρνητικά συναισθήματα, είναι η θλίψη.
«Γνωρίζαμε ότι όλα τα αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμός, αηδία, άγχος, θλίψη, φόβος ή ντροπή, κάνουν τα άτομα πιο επιρρεπή στη χρήση ενός εθιστικού ναρκωτικού. Η εργασία μας δείχνει ότι στην πραγματικότητα δεν ισχύει ακριβώς το ότι όσο πιο άσχημα νιώθει κανείς τόσο περισσότερο καπνίζει. Συγκεκριμένα, διαπιστώσαμε ότι η θλίψη δίνει μια ιδιαίτερα ισχυρή ώθηση στη χρήση της εθιστικής ουσίας», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, Charles A. Dorison, από τη σχολή Κένεντι του Πανεπιστημίου.
Εξετάζοντας τα στοιχεία από μια εθνική έρευνα στις ΗΠΑ, που παρακολούθησε 10.685 άτομα σε διάστημα 20 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αυτοαναφερόμενη θλίψη μεταξύ των συμμετεχόντων συνδεόταν με την υιοθέτηση της συνήθειας του καπνίσματος καθώς και με την υποτροπή σε αυτήν μία και δύο δεκαετίες μετά την διακοπή της. Άλλα αρνητικά συναισθήματα δεν φάνηκε να έχουν την ίδια σχέση.
Στη συνέχεια, η ομάδα σχεδίασε ένα πείραμα με τη συμμετοχή 425 καπνιστών, προκειμένου να διαπιστώσει την αιτιότητα, δηλαδή το εάν η θλίψη προκαλεί το κάπνισμα ή εάν τα αρνητικά γεγονότα της ζωής προκαλούν τόσο τη θλίψη και όσο και το κάπνισμα. Το ένα τρίτο των συμμετεχόντων κλήθηκε να παρακολουθήσει ένα λυπηρό βίντεο για την απώλεια ενός συντρόφου. Το ένα τρίτο παρακολούθησε ένα ουδέτερο και το ένα τρίτο ένα αηδιαστικό βίντεο. Όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να γράψουν για μια σχετική προσωπική εμπειρία. Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα που παρακολούθησαν το θλιβερό βίντεο και έγραψαν για την απώλειά τους είχαν μεγαλύτερη επιθυμία να καπνίσουν από ό, τι οι άλλες δύο ομάδες.
Μια παρόμοια προσέγγιση έγινε και στην τρίτη μελέτη, η οποία μέτρησε την πραγματική ανυπομονησία για κάπνισμα. Σχεδόν 700 συμμετέχοντες παρακολούθησαν βίντεο και έγραψαν για εμπειρίες ζωής που ήταν είτε θλιβερές είτε ουδέτερες. Στη συνέχεια τους δόθηκαν υποθετικές επιλογές μεταξύ του να καπνίσουν λιγότερο αλλά νωρίτερα ή περισσότερο λίγο αργότερα. Τα άτομα που συμμετείχαν στην ομάδα με τις θλιβερές εμπειρίες εμφάνισαν μεγαλύτερη ανυπομονησία για κάπνισμα από εκείνα που συμμετείχαν στην ουδέτερη ομάδα.
Κατά παρόμοιο τρόπο, η τέταρτη μελέτη σε 158 καπνιστές έλεγξε το κατά πόσο η θλίψη επηρεάζει την πραγματική συμπεριφορά καπνίσματος. Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι έπρεπε να απέχουν από το κάπνισμα για τουλάχιστον οκτώ ώρες (ελέγχθηκε με τεστ αναπνοής για μονοξείδιο του άνθρακα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία παρακολούθησε ένα θλιβερό βίντεο και έγραψε για μια μεγάλη απώλεια και η άλλη ένα ουδέτερο βίντεο και έγραψε για το περιβάλλον εργασίας. Στη συνέχεια κλήθηκαν να καπνίσουν τσιγάρο της μάρκας τους μέσω συσκευής που ελέγχει τον συνολικό όγκο των εισπνοών καθώς και την ταχύτητα και τη διάρκεια τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι καπνιστές που συμμετείχαν στην «ομάδα της θλίψης» έκαναν πιο ανυπόμονες επιλογές και εισέπνεαν μεγαλύτερο όγκο καπνού ανά ρουφηξιά.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences.